Κάθε μέρα νοσταλγούσα τα παλιά μας γραφεία στον Περισσό, κάθε μέρα όμως που περνούσε, χωρίς να το συνειδητοποιώ, έτσι συμβαίνει πάντα, συνήθιζα τη διαδρομή στην Εθνική, το χώρο, την ιδέα πως ήμουνα στο Κρυονέρι και λέω ιδέα, γιατί το ίδιο δεν τον γνώριζα καθόλου. Κάποιο μεσημέρι, μια συνάδελφος και αγαπητή φίλη με κάλεσε για φαγητό. «Κάπου κοντά, είπα. Δεν αντέχω πια τις μεγάλες αποστάσεις». Ετσι και έγινε. Εκείνη τη μέρα, είδα για πρώτη και μοναδική φορά το χωριό. Και τα 'χασα. Κυριολεκτικά. Μέσα στο πράσινο φύτρωναν σαν τα μανιτάρια μετά τη βροχή πολυτελείς μονοκατοικίες. Νερά έτρεχαν. Τα είδα ή τα άκουσα; δεν είμαι σίγουρη. Και μεγάλες ταβέρνες και καφενεία ήταν απλωμένα στην πλατεία σαν πολύχρωμη βεντάλια. Κάτι ενοχλούσε τη μνήμη μου. Κάτι που δεν μπορούσε να ανακληθεί. Μα πώς το λέγανε παλιά το Κρυονέρι; Την επομένη, τηλέφωνα στο φίλο της στήλης, στον Βαγγέλη Μηνιώτη και τον ρώτησα. Εκείνος με βοήθησε, όπως πάντα άλλωστε. Είπε:
Το νερό αυτό, που έρεε άφθονο στη ρεματιά με τα πλατάνια, και τα πεύκα ολόγυρα αποτελούσαν έναν πρώτης τάξεως τόπο για εκδρομές με κάθε είδους μέσον της μεταπολεμικής εποχής. Τα ΙΧ ήταν ...είδος εν ανεπαρκεία και τα πούλμαν δεν είχαν μπει ακόμα στην κυκλοφορία!
Μετά το ποτάμι ήταν το «άβατον» της βασιλικής «περιουσίας» κι αντικριστά το Μπογιάτι, ο σημερινός Αγιος Στέφανος, που ήταν περισσότερο γνωστό από το σιδηροδρομικό σταθμό του παρά από τον οικισμό. Τα πεύκα σε πυκνή διάταξη έφθαναν ως τη λίμνη του Μαραθώνα και δεν άφηναν μεγάλα περιθώρια καλλιεργήσιμης γης.
Για το τι συμβαίνει εκεί σήμερα στο όχι και τόσο μακρινό σε βάθος χρόνου πρώην χωριουδάκι, θα μπορούσες εσύ να μου πεις».
Εγώ τι να πω; Μονάχα μια φορά, όπως ήδη ομολόγησα, πήγα στο χωριό. Κατά τα άλλα, γνωρίζω μόνο με κλειστά τα μάτια το δρόμο που οδηγεί στην Εφημερίδα. Τίποτε περισσότερο, εκτός από ότι η οδός Λεύκης, που όταν πρωτόρθαμε είχε δεν είχε άλλο ένα κτίριο, τώρα είναι γεμάτη από πολυώροφα κτίσματα. Και ότι, ακόμη και σήμερα, μου φαίνεται μακριά, πολύ μακριά από το κέντρο, του οποίου εγώ παιδί του είμαι.
Δίνουμε στο παιδί ένα κερί - κατά προτίμηση λευκό - και το αφήνουμε να ζωγραφίσει με αυτό σε λευκό χαρτί ό,τι θέλει. Ενα σπίτι στην εξοχή, μια βάρκα στη θάλασσα, έναν ήλιο και δέντρα, κάποιο ζώο, κλπ. Μόλις τελειώσει, περνάει πάνω από τη ζωγραφιά νερομπογιές σε διάφορα χρώματα και εμφανίζεται μια πρωτότυπη ζωγραφιά!
Για το γράμμα μας αυτό θα χρειαστούμε το χυμό από πατάτα, το χυμό από λεμόνι και το χυμό από κρεμμύδι. Επίσης, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα λεπτό πινέλο ή ένα χρησιμοποιημένο σπίρτο.
Βάζουμε κάθε χυμό σε πλαστικά πιατάκια ή καπάκια και τα δίνουμε στο παιδί. Το παιδί βουτάει το πινέλο ή το σπίρτο στους χυμούς και φτιάχνει σε ένα λευκό φύλλο χαρτί ό,τι θέλει. Ενα μήνυμα, ένα γράμμα, μια ζωγραφιά, ένα χάρτη θησαυρού ή ό,τι άλλο θελήσει. Οταν στεγνώσει το μαγικό ...μελάνι, θα γίνει αόρατο. Για να «αποκρυπτογραφήσει» το αόρατο μήνυμα, ζεσταίνουμε το φούρνο στους 130 βαθμούς και βάζουμε μέσα το χαρτί. Μετά από λίγα λεπτά, το μήνυμα θα αρχίσει να διακρίνεται! Ετσι, καθώς ο χυμός ψήνεται στο φούρνο, σκουραίνει και γίνεται ευδιάκριτος.
Καλή διασκέδαση!
«Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας αντί να πάμε μπροστά, μας γυρίζουν πίσω. Ο διωγμός των αγωνιστών της Αντίστασης απ' το μοναρχοφασιστικό κράτος και το παρακράτος δημιούργησε ένα κλίμα τρόμου. Τα φασιστικά μπουλούκια των τρομοκρατών και των φονιάδων κόβουνε κεφάλια, δίχως να δίνουν λόγο σε κανέναν», γράφει ο Κοσμάς Σούφλας στο βιβλίο του «Ανταρτοπούλες - πορτραίτα αγωνιστριών του ΔΣΕ». Εκδόσεις «Ε. Γιαννουσάς».
Ο συγγραφέας περιγράφει 26 ανταρτοπούλες, εθελόντριες και άλλες που ήταν επιστρατευμένες, συναγωνίστριες και συμπολεμίστριες, που όλες ήταν κοπέλες ψυχωμένες και θαρραλέες που δε δίσταζαν να παίρνουν μέρος σε συνεχείς σκληρές μάχες σε όλους τους καιρούς, φορτωμένες και συχνά νηστικές, σε ατέλειωτες εκστρατευτικές πορείες.
Πολλές απ' αυτές γίνονταν και ομαδάρχισσες, όπως η Αμαλία Χαλάτση απ' τη Νεράιδα Καρδίτσας, που το τμήμα της «το φέρναν στους άλλους σαν παράδειγμα προς μίμηση»... Ολες ήταν ηρωίδες, άλλες σαν απλές μάχιμες ανταρτοπούλες του ΔΣΕ και άλλες σαν μάχιμες υπεύθυνες νευραλγικών τομέων και καπετάνισσες, αλλά όλες με την ίδια αδάμαστη λαϊκή ψυχή και υπέροχο ηρωισμό, που όμοια δεν είχε ξαναδεί η ιστορία μας.
Η σύντομη βιογραφική αφήγηση τέτοιων ηρωίδων από τον Κοσμά Σούφλα, όπως αυτές οι 26 ανταρτοπούλες, με συνεχή παραμονή στην πρώτη γραμμή, θυσιάζοντας τις πιο πολλές φορές τη ζωή τους, δεν επιδέχεται θεωρητικής μόνο κριτικής προσέγγισης λογοτεχνικού έργου, αρκεί η τραγική μαρτυρία του εκατοντασέλιδου βιβλίου για να αναδειχτεί το δραματικό του περισπούδαστο μεγαλείο.