Οι συμβουλές ενός δογματικού
1. Σαν παιδάκια, που παίζουν αμέριμνα μονόπολη στο σαλόνι της θείας της γεροντοκόρης συμπεριφέρονται οι κύριοι Σουφλιάς και Αλογοσκούφης. Τόσα χρόνια που έπαιζαν την Αντιπολίτευση στο Κοινοβούλιο, δεν απέκτησαν καμία αίσθηση μέριμνας για τα κοινά. Η επιθυμία τους να πάρουν την εξουσία φανέρωσε πως μόνο την εξουσία ήθελαν, και τα υπόλοιπα μας τα χαρίζουν. Τώρα έκπληκτοι παρακολουθούν τα τεκταινόμενα σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας που το σενάριό της είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Επειτα, μεταξύ αστείου και σοβαρού, αναλύουν, ο καθένας από την πλευρά του υπουργείου που κατέχουν, τις σκηνές της ταινίας, καταλήγοντας σε απίστευτα αποφθέγματα. Ο Σουφλιάς, γνωστός για το ό,τι θυμάται χαίρεται, δήλωσε ευθαρσώς, αφού δεν είχε τίποτα να χάσει, πως ίσως θα ήταν καλύτερα να μην είχαμε αναλάβει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο δε Αλογοσκούφης, σαν γελαστό μέντιουμ, μέσα από το άδειο ταμείο του κράτους, αναφωνεί: «Ακόμα να δούμε καλό από το ολυμπιακό χρήμα!» Το γεγονός πως ο υπουργός Οικονομικών περιμένει το θαύμα από κάπου κι όχι από τον ουρανό δεν τον καθιστά υπεύθυνο. Γιατί το «κάπου» των ολυμπιακών χρημάτων δυστυχώς κατοικεί κάπου στον ουρανό. Η συμβουλή μου για τη Νέα Δημοκρατία είναι απλή: Πρέπει να μετατραπεί από κόμμα σε μοναστήριο, και μάλιστα κοινοβιακού χαρακτήρα, πρώτον για να μάθουν οι υπουργοί πώς λειτουργεί στοιχειωδώς μια οικονομία και δεύτερον, μετά από την αναγκαστική χρόνια σιωπή και άσκηση, οι αδελφοί να συναντηθούν επιτέλους με τη σοβαρότητα, που είναι και το ζητούμενο. Εξαιρείται από το κοινόβιο ο κύριος Εβερτ ως ανεπίδεκτος ...ασκήσεως.
2. Πρέπει κάποιος από τους συμβούλους του Γιωργκάκη (να προτιμηθεί η μητέρα του) να του μιλήσει όσο πιο απλά μπορεί, σαν παραμύθι ή με τον τρόπο των παραβολών, για το βίο του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Δεν είναι εύκολο να μπορείς ν' αντιμετωπίζεις όπως αρμόζει έναν θρύλο. Οι περισσότεροι πολιτικοί πάντα έμπαιναν στον πειρασμό να καρπωθούν προς ίδιον όφελος οτιδήποτε έχει απήχηση στον κόσμο. Ετσι, λοιπόν, παίρνουμε πολύ απλά την εικόνα του Τσε, τη ρίχνουμε ανάμεσα σ' αυτές του Γεωργίου Παπανδρέου και του υιού Ανδρέα και φτιάχνουμε το διαφημιστικό σποτάκι των ευρωεκλογών. Κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ας επανέλθω όμως στους συμβούλους του Γιωργάκη, δηλαδή στη μαμά του. Αφού είναι σε όλους γνωστό, δηλαδή στο Καστρί, πως ο Γιωργάκης δεν είναι μόνο μια χαρούμενη μεγαλοφυία, αλλά έχει και λαμπρές επιδόσεις -ολυμπιακές, θα έλεγα - στο τρέξιμο, απορώ πώς η κυρία Παπανδρέου έχασε μια τέτοια μεγάλη διαφημιστική ευκαιρία για το σποτάκι του ΠΑΣΟΚ στις ευρωεκλογές. Αντί για τον Τσε - τρομάρα τους! - ανάμεσα στον πεθερό και τον πρώην σύζυγο, τον Γιωργάκη έπρεπε να βάλουν να τρέχει, κι ας μη γνωρίζει πού να σταματήσει.
3. Για πρώτη και σίγουρα, για όσο με αφορά, τελευταία φορά, προτείνω λύση στα άλυτα προβλήματα του Συνασπισμού. Οχι για φιλανθρωπικούς λόγους, αλλά, κυρίως, για παιδαγωγικούς. Ετσι είναι. Δωρεάν λάβατε, δωρεάν δώστε. Πρέπει λοιπόν ό,τι έχει απομείνει στο Συνασπισμό, τον «ακέφαλο αλλά όχι και ασώματο» - για να θυμηθούμε και τον Oσβαλντ Σπένγκλερ - ν' αφήσει πίσω του για πάντα τον πολιτικό λόγο. Είναι καιρός να στραφεί προς την ιστορία της παγκόσμιας θρησκείας, για να τραφεί από τους χυμούς της κι έπειτα να τον βοηθήσουμε να διαλέξει ό,τι καλύτερο για την τύχη του. Ας αποφύγει το βουδισμό, διότι στο τέλος περιμένει πάντα η καύση μαζί με όσα επιφέρει: στάχτη, λησμονιά και το κυριότερο, για την ιστορία του Συνασπισμού, κανένα μνημείο. Να προσπεράσει επίσης γρήγορα τη βατικάνεια αντίληψη του καθολικισμού, τους προτεστάντες και τον άγνωστο ωκεανό από τις αιρέσεις που μόνο ταραχή θα προσφέρουν στον ήδη ταραγμένο Κωνσταντόπουλο. Νομίζω πως δίχως να το σκεφτεί ο κύριος Νίκος πρέπει να χτυπήσει την πόρτα της γνωστής μας Ορθοδοξίας. Διότι αυτή γνωρίζει από διάρκεια και μπορεί να προσφέρει με την εμπειρία της μακροζωίας σε κάθε πολιτικό σχήμα. Με μια ειδική μάλιστα λειτουργία - με το προνόμιο των απεριόριστων τελετών - μπορεί ο Συνασπισμός να εξασφαλίσει και μόνιμη δημοσιότητα.
Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ
Σε έναν κορυφαίο, διεθνούς φήμης και καριέρας, Ελληνα ζωγράφο - σκηνογράφο - ενδυματολόγο, τον αλησμόνητο
Νίκο Γεωργιάδη, με την ευκαιρία των τριών χρόνων από το θάνατό του και το ανέβασμα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, της όπερας του Βέρντι «Τραβιάτα» με τα σκηνικά και κοστούμια που είχε σχεδιάσει ο ίδιος πριν το θάνατό του, αναφέρεται το λεύκωμα
«Νίκος Γεωργιάδης (Ζωγραφική, Σκηνογραφία, 1955-2001)», των εκδόσεων
«Ολκός». Πρόκειται για την πρώτη πλήρη μονογραφία για το έργο του (μετάφραση Ειρήνη Μαραντέι). Η μονογραφία, πρωτοκυκλοφόρησε στο Λονδίνο, συνοδεύοντας την αναδρομική έκθεση ζωγραφικής και σκηνογραφίας του Γεωργιάδη, την οποία οργάνωσε (και εγκαινίασε στις 25 του περασμένου Μάρτη), το «Κόβεν Γκάρντεν» τιμώντας τον σπουδαίο Ελληνα συνεργάτη του. Η αγγλική έκδοση, επόμενα και η ελληνική, προλογίζεται από τον σερ Τζον Τούλεϊ (γενικό διευθυντή του «Κόβεν Γκάρντεν» στα χρόνια 1970-1988) και από τον διαπρεπή ιστορικό του θεάτρου δρ. Ρόμπερτ Ορέσκο. Η ελληνική έκδοση προλογικά περιλαμβάνει και τη χαιρετιστήρια ομιλία του διακεκριμένου ζωγράφου και ακαδημαϊκού Παναγιώτη Τέτση, κατά την ανακήρυξη του Ν. Γεωργιάδη, το 1999, ως αντεπιστέλλοντος μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, στην τάξη των Τεχνών.
Η εκτενής (395 σελίδες), εικονογραφημένη εξαιρετικά με χαρακτηριστικά «δείγματα» της τεράστιας και αξιακά και ποσοτικά σκηνογραφικής-ενδυματολογικής και ζωγραφικής δημιουργίας του, μονογραφία διαρθρώνεται στα εξής κεφάλαια: «Η ζωγραφική περίοδος (1955-1962)». «Η αρχιτεκτονική περίοδος (1962-1971)». «Συμβολισμός (1972-1980)». «Μεταμοντνερνισμός (1981-2001)». Περιλαμβάνει, επίσης, ένα επικήδειο κείμενο του Κλέμεν Κρισπ στους «Financial Times», σημειώσεις και την πληθωρική γενική βιβλιογραφία και κριτικογραφία (ξένη και ελληνική) για το σκηνογραφικό και ζωγραφικό έργο του Ν. Γεωργιάδη.
Ελληνας και διεθνής
«Ο Νίκος Γεωργιάδης ήταν ένας από τους σπουδαιότερους σκηνογράφους του 20ού αιώνα (...). Ενας γίγαντας και ένας ποιητής ανάμεσα στους άλλους σκηνογράφους και δέσποσε στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, όπως ο Λεόν Μπασκτ και ο Αλεξάντρ Μπενουά είχαν δεσπόσει στο πρώτο μισό», υπογραμμίζει μεταξύ άλλων, ο πρώην διευθυντής του «Κόβεν Γκάρντεν», Τζον Τούλεϊ. Ενώ ο ιστορικός του θεάτρου Ρόμπερτ Ορέσκο, αναλύοντας συνοπτικά το έργο του Γεωργιάδη και τις αισθητικές επιδράσεις που δέχτηκε (λ.χ. από τον κινηματογράφο του Βισκόντι, το θέατρο και τον κινηματογράφο του Μπέργκμαν), επισημαίνει: «Ο Νίκος Γεωργιάδης ήταν Ελληνας. Αυτή η εντελώς αυτονόητη φράση εξηγεί αμέσως την τόλμη της αισθητικής του, τα έντονα χρώματα των σκηνικών και κοστουμιών του, τα βαθιά κόκκινα, το χρυσό, το μαύρο, και επίσης τις ιερατικές στάσεις των παραστατικών πινάκων του». Οι εικόνες του «ήταν σημαδεμένες από την Ανατολή» και είχε «συνείδηση της "ελληνικότητάς" του» η οποία τον οδήγησε να γίνει «πολίτης του κόσμου». Ο Παναγιώτης Τέτσης προσφωνώντας τον Γεωργιάδη ως μέλος της Ακαδημίας, χαρακτήρισε το «δύσκολο δρόμο της πρωτοπορίας στη σύγχρονη τέχνη», τον οποίο διάλεξε ο Γεωργιάδης και ως λαμπρή «συμβολή στον πολιτισμό του τόπου μας το πολύπλευρο έργο του». Εργο, το οποίο «διεκδίκησε» και «επέτυχε μια θέση ανάμεσα στο διεθνή αστερισμό της τέχνης».
Ο Νίκος Γεωργιάδης αποφοίτησε (το 1948) από την Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Ομως, δεν έμελλε να ασκήσει το επάγγελμα του αρχιτέκτονα. Εμελλε να γίνει σπουδαίος «αρχιτέκτονας» της αισθητικής του λυρικού θεάτρου και του κλασικού μπαλέτου, αλλά και του θεάτρου πρόζας. Μετά το ΕΜΠ, σπούδασε στη «Slade School of Art» του Λονδίνου, της οποίας αργότερα και για πολλά χρόνια υπήρξε καθηγητής, «επηρεάζοντας ιδιαίτερα τη νέα γενιά σκηνογράφων». Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 σκηνογράφησε μια παράσταση μπαλέτου στις ΗΠΑ και μια παράσταση πρόζας στο Θέατρο του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Αυτή ήταν η αρχή της διεθνούς φήμης σταδιοδρομίας του. Το 1955 ο διάσημος Αγγλος χορογράφος Κένεθ Μακμίλαν, επέλεξε τον Νίκο Γεωργιάδη για τα σκηνικά και τα κοστούμια του έργου του «Dances Concertantes» στο «Salders Wells Theater». Με τη δουλιά του αυτή «ένας νέος σκηνογράφος εξερράγη κυριολεκτικά στο χορευτικό στερέωμα. Ο Κένεθ Μακμίλαν έκανε την εξαιρετική ανακάλυψη ενός Ελληνα σκηνογράφου και ο Νίκος Γεωργιάδης τίναξε τη συναρπαστική πολύχρωμη παλέτα του επάνω στο βρετανικό μπαλέτο», έγραφε ο κριτικός Πέτερ Ουίλιαμς.
Η συνέχεια ήταν συναρπαστική. Σκηνογράφησε πλήθος παραστάσεων μπαλέτου, όπερας, πρόζας στα μεγαλύτερα θέατρα της Αγγλίας και του κόσμου. Μεταξύ άλλων: «Κόβεν Γκάρντεν», «Ολντ Βικ», «Ρόαγιαλ Κορτ», Βασιλική Οπερα Λονδίνου, στις κρατικές Οπερες του Παρισιού και της Βιέννης, στα «Ρώσικα Μπαλέτα» του Νουρέγιεφ, του οποίου σκηνογράφησε και «έντυσε» πολλές παραστάσεις. Εικαστικοί του «θρίαμβοι» ήταν, μεταξύ άλλων οι παραστάσεις: «Λυσιστράτη», «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Αϊντα», «Τρώες», «Τραβιάτα», «Ο πρίγκιπας της παγόδας», «Μανόν Λεσκό», «Μάγιερλινγκ». Ο Γεωργιάδης είχε στο ενεργητικό του και τα σκηνικά και κοστούμια δύο ταινιών, τις «Τρωάδες» του Μιχάλη Κακογιάννη και τον «Νιζίνσκι» του Χέρμπερτ Ρος. Στην Ελλάδα ελάχιστα θέατρα «ευλογήθηκαν» από τη δημιουργία του: Λυρική Σκηνή, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, θίασος Κάτιας Δανδουλάκη, με τελευταίο το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Λάρισας(«Βάκχες»).
Θα κλείσουμε την αναφορά μας σ' αυτόν το μεγάλο δημιουργό, με δυο φράσεις του Ελληνα ιστορικού Τέχνης, Αλέξανδρου Γ. Ξύδη, γραμμένες το 1964: «Σήμερα τα οράματα της φύσης και της τέχνης έχουν χάσει από τη μαγική ισχύ τους. Τα καινούρια και τα πιο ενεργά τα μηχανεύονται και τα κατασκευάζουν οι καλλιτέχνες. Ομως, λίγων τα έργα φανερώνουν πραγματικά ένα όραμα: Ο Klee, ο Miro, ο Masson, η Viera da Silva. Από το σόι τους και ο Νίκος Γεωργιάδης».
Αριστούλα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ