ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 14 Δεκέμβρη 2003
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Οι ρυθμοί ανάπτυξης και οι κυβερνητικές προβλέψεις

Η κυβέρνηση δημοσίως εμφανίζεται υπεραισιόδοξη, προβάλλοντας την κατά 4% διεύρυνση του ΑΕΠ και μάλιστα συγκριτικά με το 0,5% της Ευρωζώνης. Οι οικονομικοί της παράγοντες, όμως, δεν μπορούν να αγνοήσουν τις κρισιακές ενδείξεις: Τη μείωση της παραγωγής στα κεφαλαιουχικά προϊόντα, στα ενδιάμεσα και καταναλωτικά, την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας κ.ά. Γι' αυτό επισπεύδει μια σειρά μέτρα για τη διασφάλιση της κερδοφορίας, όπως είναι ο νέος αναπτυξιακός νόμος και η Χάρτα Κοινωνικής Σύγκλισης.

Ο νέος αναπτυξιακός νόμος αναδιανέμει τη συνολική υπεραξία, το παρακράτημα του προϊόντος της εργασίας των μισθωτών υπέρ των νέων και μεγάλων επενδύσεων. Στοχεύει στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου (για να ενισχύσει τον ανταγωνισμό του), γι' αυτό προβλέπει:

  • Δεκαετές φορολογικό συμβόλαιο με μειωμένο συντελεστή 10% (δηλ. στο 25%) για τις μεγάλες επενδύσεις.
  • Δημιουργία αφορολόγητου αποθεματικού για το 35% των αδιανέμητων κερδών.
  • Αποσύνδεση, ουσιαστικά, της επιχορήγησης από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ικανοποιώντας το αίτημα των βιομηχάνων.

Η κυβέρνηση με την Κοινωνική Χάρτα δεν καταργεί, αλλά διαχειρίζεται τη φτώχεια τόσο, όσο χρειάζεται για να αποπροσανατολίζεται η λαϊκή ελπίδα και να ανανεώνεται η ανοχή.

Οι ιδιωτικοποιήσεις και η απελευθέρωση των αγορών (ενέργειας και μεταφορών) επιβαρύνουν το λαϊκό εισόδημα, η ακρίβεια που επέφερε το ευρώ (και σήμερα αναγκάζονται να το παραδεχτούν τα κόμματα που υπερθεμάτιζαν για την υιοθέτησή του, με αντίθεση του ΚΚΕ) ροκανίζει την αγοραστική δύναμη του λαϊκού εισοδήματος. Η θεσμοθέτηση της ελαστικοποίησης στην αγορά εργασίας και η προώθηση της μερικής απασχόλησης μειώνει το εργατικό εισόδημα.

Σ' αυτό το έδαφος της γενικής επιδείνωσης του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος, η διαχείριση της πιο μακρόχρονης εξαθλίωσης και φτώχειας είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και μέτρα, τα οποία έχουν δήθεν κοινωνικό χαρακτήρα (όπως για την ενίσχυση των ανέργων), στην ουσία, μετατρέπονται σε μέτρα ενίσχυσης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, όπως μέσα από το πρόγραμμα απασχόλησης επιδοτούμενων ανέργων.

Κριτική στα πλαίσια της διαχείρισης

Η ΝΔ επικεντρώνει την κριτική της στα ζητήματα της δημοσιονομικής διαχείρισης. Επιδιώκει να αποσυνδέσει τα αποτελέσματα της δημοσιονομικής πολιτικής από τους στρατηγικούς στόχους της εφαρμοζόμενης πολιτικής, θέλει η όλη συζήτηση να περιορίζεται στην επιφανειακή διαχειριστική πλευρά. Αξιοποιεί τα προμηνύματα της κρίσης για να τα αποδώσει στη συγκεκριμένη διαχείριση από το ΠΑΣΟΚ και όχι στον ταξικό χαρακτήρα των στρατηγικών του επιλογών, οι οποίες είναι και δικές της στρατηγικές επιλογές.

Αντίστοιχη κριτική ασκεί και ο ΣΥΝ. Επικεντρώνει στην ανάγκη αποκατάστασης της «χαμένης» διαφάνειας και της «χαμένης» αξιοπιστίας στη δημοσιονομική διαχείριση. Αλλά πότε και για ποια συμφέροντα υπήρξε διαφανής και αξιόπιστη διαχείριση; Ο ΣΥΝ επιλέγει συνειδητά αυτό το πεδίο άσκησης κριτικής προς την κυβέρνηση, αφού αποενοχοποιεί το μονοπωλιακό χαρακτήρα της πολιτικής της, της πολιτικής της ΕΕ. Και αυτό, γιατί ταυτίζεται με τις στρατηγικές επιλογές του ΠΑΣΟΚ και της ΕΕ. Η ασκούμενη κριτική του ΣΥΝ στο Πρόγραμμα Δημοσίων Εργων - δηλαδή τα σχετικά κονδύλια, αντί να κατευθύνονται σε έργα με πρώτη ύλη το μπετόν, να κατευθύνονται σε παραγωγικές επενδύσεις, σε επενδύσεις στη νέα τεχνολογία - είναι αποπροσανατολιστική. Γνωρίζει ότι τα ενταγμένα έργα στο Γ` ΚΠΣ πρέπει να εκπληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας της ΕΕ ή προγράμματα για τα Διευρωπαϊκά Δίκτυα Ενέργειας και Μεταφορών. Είναι τουλάχιστον ουτοπία να υποστηρίζει ότι μια άλλη διαχείριση μπορεί να οδηγήσει σε μια «αυτοτροφοδοτούμενη αειφόρο και βιώσιμη» ανάπτυξη, γιατί κανένα μείγμα διαχειριστικής πολιτικής δεν απέτρεψε ούτε μπορεί να αποτρέψει τον οικονομικό κύκλο της κρίσης, που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος.

ΝΔ και ΣΥΝ κάνουν αποκαλύψεις για τον τρόπο υπολογισμού του δημόσιου χρέους και της πορείας αποκλιμάκωσής του.

Δεν μπορούμε, βεβαίως, να αποκλείσουμε ότι πίσω από το εμφανιζόμενο μέγεθος αναπροσαρμογής των στόχων αποκλιμάκωσης των ελλειμμάτων και του χρέους μπορεί να βρίσκονται άλλα μεγέθη, τα οποία να πιστοποιούν μια ακόμη πιο ζοφερή κατάσταση.

Ομως, δεν αξιολογούμε αυτό το ενδεχόμενο σαν την κύρια διαφωνία μας με την κυβερνητική πολιτική, θεωρούμε αποπροσανατολιστικό για το κριτήριο των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων να επικεντρώνεται η αντιπολίτευση σε τέτοια θέματα, όπως κάνουν η ΝΔ και ο ΣΥΝ.

Η τοποθέτηση του ΚΚΕ

Για το ΚΚΕ, το ζήτημα του προϋπολογισμού δεν είναι ζήτημα τεχνοοικονομικό. Είναι ζήτημα βαθύτατα πολιτικό. Κρίνει τον ΚΠ με κριτήριο ποια ταξικά συμφέροντα αυτός εξυπηρετεί, εάν δηλαδή εξυπηρετεί τα λαϊκά συμφέροντα ή τα συμφέροντα των μονοπωλίων.

Το ΚΚΕ καταψηφίζει τον προϋπολογισμό, γιατί είναι ένας μηχανισμός υλοποίησης της αντιλαϊκής πολιτικής που εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Το ΚΚΕ εκτιμά ότι τα λαϊκά προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν, όταν ανατραπούν οι οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις που τα δημιουργούν.

Αυτό που έχει ωριμάσει μέσα στην καπιταλιστική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας είναι η ανάγκη να γίνει ο κοινωνικός πλούτος λαϊκή ιδιοκτησία, να διευθύνεται η κοινωνική εργασία στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων που χρησιμοποιεί. Αυτό είναι το βαθύτερο λαϊκό συμφέρον, η καρδιά της λαϊκής οικονομίας.

Επομένως, η διαχείριση του υπερπροϊόντος των δημοσίων εσόδων, ο σχεδιασμός έχουν ριζικά διαφορετικό ταξικό περιεχόμενο.

Θεμελιώδης αρχή της οικονομικής πρότασης του ΚΚΕ είναι ότι η κοινωνική εργασία είναι η μόνη πηγή παραγωγής νέου προϊόντος, επομένως και το αποτέλεσμά της είναι κοινωνικός πλούτος, που διανέμεται ανάλογα με την προσφορά εργασίας και τις κοινωνικές ανάγκες.

Η λύση αυτού του οικονομικού προβλήματος για τις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις εξαρτάται από τη λύση του προβλήματος της εξουσίας.

Σ' αυτήν την ανάγκη και προοπτική αντιδρούν τα μονοπώλια, ο ιμπεριαλισμός, η εξουσία τους. Η ανατροπή αυτής της εξουσίας δε θα είναι μονόπρακτο έργο, μιας κοινοβουλευτικής περιόδου, μιας εκλογικής μάχης. Ομως, η κάθε μάχη μπορεί να έχει τη συμβολή της στη διαμόρφωση ενός πλατιού κινήματος αμφισβήτησης, σύγκρουσης, ρήξης με την αντιλαϊκή πολιτική, τα κόμματα που την εφαρμόζουν ή τη στηρίζουν. Η κάθε επιμέρους μάχη, από την κινητοποίηση και εκδήλωση, τη στάση εργασίας και την απεργία, μέχρι την ψήφο, βάζει το δικό της λιθαράκι στην οικοδόμηση του Λαϊκού Μετώπου της εκμεταλλευόμενης εργατικής τάξης με τα καταπιεζόμενα από τα μονοπώλια λαϊκά στρώματα.

Η αντιμονοπωλιακή, αντιιμπεριαλιστική γραμμή συσπείρωσης και πάλης είναι η μόνη πραγματική διέξοδος, όχι μόνο για τους μισθωτούς εργαζόμενους, αλλά και για εκείνα τα φτωχά λαϊκά στρώματα που συνθλίβονται από τη μεγάλη ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, την αναρχία και τον ανταγωνισμό της καπιταλιστικής παραγωγής.

Η κάθε ενέργεια αμφισβήτησης, λαϊκής διεκδίκησης, είναι που δυσκολεύει και θα δυσκολεύει περισσότερο στο μέλλον την εφαρμογή αντιλαϊκών μέτρων μέχρι και τον κλονισμό από τα θεμέλιά τους.

Τα κείμενα είναι του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ