ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 28 Σεπτέμβρη 2003
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Ο αθώος Πέτρος

Δύσκολο, πολύ δύσκολο, αλήθεια, σ' αυτούς τους καιρούς να δείξεις έναν αθώο συγγραφέα. Ανάμεσα στην ελαφρότητα των κατ' επίφασιν λογοτεχνών, που η Κίρκη η καθημερινότητα τους μετατρέπει σε γελωτοποιούς, ο αθώος χάνεται προς ώρας. Πρέπει να γίνεις λαγωνικό κι έπειτα να σκάψεις για να προλάβεις να βγάλεις ζωντανό το συγγραφέα που τον έχουν σκεπάσει τόσα και τόσα ιλουστρασιόν μπάζα. Αν δεν το κάνεις αυτό, ξεπέφτεις σ' ένα εύκολο μαρτυρολόγιο, μόλις ο άλλος κλείσει τα μάτια του, και πουλάς ευαισθησία σε κοσμικούς κύκλους, γνωστούς για την αναισθησία τους.

Ο αθώος Πέτρος Κυρίνης γεννήθηκε το 1945. Σπούδασε σκηνοθεσία, έχει γράψει παιδικό θέατρο, διηγήματα, σενάρια για την τηλεόραση, καθώς και στίχους για τραγούδια.

- Μίλησέ μου για το τοπίο της παιδικής σου ηλικίας.

- Από τη μια μεριά το Πασαλιμάνι, η Φρεαττύδα, η Πειραϊκή κι από την άλλη η Τρούμπα, το λιμάνι και η Δραπετσώνα. Πρώτο πλάνο θάλασσα και κότερα, μαούνες και έκτος αμερικάνικος στόλος, δολάρια και μπουρδέλα και μια μυρωδιά από Κάμελ και Τσέστερφιλ και Λάκι Στράικ πάνω από όλο τον Πειραιά. Υπαίθριες ασπρόμαυρες προβολές από το σχέδιο Μάρσαλ, να μας δείχνουν πόσο καλά περνούσαν εκεί πέρα στην Αμερική και το υπερωκεάνιο «Πατρίς» με αναμμένες τις μηχανές, έτοιμο να μας μεταφέρει επιτόπου να διαπιστώσουμε του λόγου το αληθές. Λίγα χρόνια πριν, παιχνίδια και ποδόσφαιρο μέσα στους δρόμους, σκασιαρχεία και βουτιές στην Πειραϊκή. Η αθωότητα στο βάθος, σαν παιδικό χαμόγελο ή κλάμα που δεν πρόφτασε ν' αρχίσει.

- Πότε άρχισε το περιβάλλον γύρω σου να γίνεται κόσμος στα γραφτά σου;

- Το θυμάμαι καλά, γιατί είχα φάει πολύ ξύλο από τον πατέρα μου. Ητανε στο χωριό μου στη Μάνη. Θα ήμουνα περίπου οχτώ χρονών, μεσημέρι στο σχόλασμα, άκουσα φωνές και φασαρία στο χωματόδρομο στο έμπα του χωριού. Είδα κόσμο πολύ και μπροστά ένας πολύ αδύνατος και ψηλός με τα χέρια δεμένα πίσω. Δίπλα του κάποιοι με όπλα στους ώμους κι ο κόσμος τον χτύπαγε, τον έφτυνε και του τραβούσε τα μαλλιά κάθε τόσο. Ο άνθρωπος δεν έβγαζε άχνα, σαν να ήτανε ο ίδιος αλλού. Πρώτη φορά έβλεπα τέτοια αγριότητα, τέτοιο θέαμα. Το βράδυ έμαθα ότι ήτανε, λέει, Αριστερός, που τον έκρυβε η αδελφή του εφτά χρόνια μέσα σε ένα πηγάδι. Εφτιαξα μια ζωγραφιά, έβαλα φωτοστέφανο πάνω από το κεφάλι εκείνου του άντρα, έγραψα από πάνω «Χριστός», στους άλλους έβαλα «Εβραίοι» και πήγα να το δείξω με καμάρι στον πατέρα μου.

- Εζησες έξω, μίλησέ μου για τη νοσταλγία.

- Η ξενιτιά είναι πολύ σκληρή υπόθεση. Στις αρχές αισθανόμουν σαν ένα παιδί που έχει χάσει τη μάνα του κι ας είχε η μάνα μου πεθάνει. Προσπάθησα να προσαρμοστώ, μα δεν μπόρεσα. Δεν έχει σχέση με τη νοσταλγία που μπορεί να νιώσει ένας μετανάστης. Δεν έχει σχέση ούτε καν με την ίδια τη νοσταλγία. Εκείνο που σε εξουθενώνει στην ξενιτιά είναι η έλλειψη επικοινωνίας. Οι ξένοι δε σε δέχονται σαν δικό τους και οι δικοί σου για να σε δεχτούν, πρέπει να επιστρατεύσεις ό,τι ήξερες το '64, φαντάρος στην Κομοτηνή. Μόνιμα στην ξενιτιά, δε νοσταλγείς αυτό που έχασες, αλλά αυτό που χάνεις μέρα με τη μέρα.

- Ποια είναι η πρώτη ύλη για τις ιστορίες σου;

- Ο έρωτας, η μοναξιά, οι μνήμες, δικές μου ή των άλλων. Μου αρέσει να γράφω σε πρώτο πρόσωπο, έτσι που πολλοί νομίζουν ότι αυτοβιογραφούμαι. Στις «ιστορίες του πριν και του μετά» όλες οι ιστορίες είναι αληθινές, αλλά αφορούν διαφορετικούς ανθρώπους. Μου αρέσουν όλα τα είδη γραφής, από θέατρο και πεζογραφία, μέχρι στιχάκια για τραγούδια, αλλά εκεί που το διασκεδάζω κι εγώ είναι όταν γράφω ό,τι έχει σχέση με παιδιά (θέατρο, παραμύθι ή διήγημα).


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


Μνήμες της σεισμόπληκτης Ζακύνθου

«... Ζάκυνθος, 12 Αυγούστου 1953, ημέρα Τετάρτη, ώρα 11.30 π.μ.. Η γης κλονίστηκε συθέμελα. Ενα απαίσιο βουητό κόλασης ακούσθηκε ολόγυρα, ενώ σύγνεφο από χώματα και σκόνες σηκώθηκε παντού. Ο Αυγουστιάτικος καθάριος ουρανός στη στιγμή έγινε μουντός. Η θάλασσα, ενώ ήταν ολόστρωτη σαν λάδι, πήρε μίαν αλλόκοτη φουρτουνιασμένη όψη. Σάλευε και τράνταζε όχι μόνο η πόλη, αλλά ολόκληρο το Νησί. Ογκοι τεράστιοι από πέτρες και χώματα ροβολούσαν προς τα κάτου. Ανάμεσα σε τοίχους, έπιπλα, στέγες, δοκάρια, πάμπολλοι νεκροί και τραυματίες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γέροντες. Θρήνοι, βόγκοι, κραυγές απογνώσεως, αληθινή τρέλα! Οι δονήσεις ασταμάτητες... Μέσα σ' εκείνο το πανδαιμόνιο της φρίκης και του τρόμου, ενώ σάλευε αδιάκοπα η γης και φούσκωνε απειλητικά η θάλασσα, ήρθε η μεγαλύτερη συμφορά, η πιο αναπάντεχη απ' όλες, η φωτιά! Οταν είδαμε ν' ανασηκώνονται οι πρώτοι καπνοί και να φουντώνουν αδιάκοπα οι φλόγες, η απελπισία κορυφώθηκε. Η πολιτεία μας, ένας ολόκληρος κόσμος πεντακοσίων χρόνων, άρχισε να γίνεται στάχτη και καπνός. Οι δυο-τρεις πρώτες εστίες πυρός απλώθηκαν κι έσμιξαν σε μιαν απέραντη φωτιά, που έζωσε ανθρώπους, έργα Τέχνης, ιστορικά κειμήλια και αρχεία...».

Το χρονικό σημείωμα του Ζακυνθινού ερευνητή Ντίνου Κονόμου, ιδρυτή των εκδόσεων «Επτανησιακά Φύλλα», αναφέρεται στο μεγάλο σεισμό του '53, που ισοπέδωσε τη Ζάκυνθο. Περιλαμβάνεται, μαζί με πολλά άλλα, ενδιαφέροντα κείμενα, στις 700 και πλέον σελίδες των «Επτανησιακών Φύλλων» του καλοκαιριού, που εκδίδει ο δραστήριος Ζακυνθινός ερευνητής και λογοτέχνης Διονύσης Σέρρας. Η έκδοση, με τίτλο «Μνήμη και Ζωή», αποτελεί ένα αφιέρωμα στην επέτειο των πενήντα χρόνων από τους καταστροφικούς σεισμούς του 1953. Κείμενα συνεργατών του περιοδικού, αναδημοσιεύσεις άρθρων και ανταποκρίσεων αναφέρονται στις πληγές, στα χαλάσματα μα και τα χάσματα που άνοιξε ο εγκέλαδος, πολλά από τα οποία παραμένουν ορθάνοιχτα μέχρι τις μέρες μας. «Δυστυχώς, αναφέρει ο Δ. Σέρρας, στη Ζάκυνθο των αφανών μα αισθητών "ερειπίων" (παρά την εικόνα, τη συμβολή - ή την επίφαση - ανάπτυξης, προόδου, ευημερίας...), το κενό σαν σημείο χαρακτηριστικό ή διακριτό της μετασεισμικής περιόδου, παραμένει και εντοπίζεται ή συγκεκριμενοποιείται στην έννοια και στις "μορφές" ενός ενδημικού πολύπλευρου ελλείμματος...».

Παράλληλα με την εικόνα της καταστραμμένης Ζακύνθου (αλλά και της Κεφαλονιάς), παρουσιάζεται ο αγώνας των Ζακυνθινών ν' αντιμετωπίσουν τη συμφορά, που επέφερε πολλές ανθρώπινες απώλειες και αμέτρητες καταστροφές οικημάτων, μνημείων, έργων τέχνης. Οι πνευματικοί θησαυροί της Ζακύνθου, αριστουργήματα τέχνης στο μεγαλύτερο μέρος τους, καταστράφηκαν, εξαφανίστηκαν, κλάπηκαν. Από τους πρώτους που έτρεξαν στο νησί για να σώσουν ό,τι ήταν δυνατό, ο Μανόλης Χατζηδάκης, που κάτω από πραγματικά τραγικές συνθήκες αγωνίστηκε για να διαφυλάξει κομμάτια της πολιτιστικής μνήμης και της ιστορίας του νησιού. Σε αυτό τον αγώνα του κορυφαίου βυζαντινολόγου, για τη σωτηρία των λαβωμένων εικόνων, στην αγάπη και την έννοια του για το ζακυνθινό πολιτισμό αναφέρεται η ζωντανή μαρτυρία της ζωγράφου Μαρίας Ρουσσέα. Οπως και το κείμενο του εκπαιδευτικού Διονύση Φλεμοτόμου για το Δίπτυχο του Αγ. Γεωργίου των Καλογραιών, έναν από τους λιγοστούς θησαυρούς που ξέφυγαν από τη θεομηνία του '53 και μαζί με άλλα απομεινάρια της ιστορικής εκκλησίας διασώθηκε από τον Μ. Χατζηδάκη (φυλάσσεται στο μετασεισμικό Μουσείο του νησιού).

Μια διαφορετική «πτυχή» του δράματος αποκαλύπτεται μέσα από το κείμενο της Αλίκης Ξένου, με τίτλο «Οταν ο Εγκέλαδος γκρεμίζει μια φυλακή...», το οποίο είχε δημοσιευτεί πριν δέκα χρόνια στον «Κυριακάτικο Ριζοσπάστη» (αναδημοσιεύεται απόσπασμά του). Βασίζεται στην αφήγηση - μαρτυρία του αξέχαστου κομμουνιστή Μίμη Λογαρά για το άγνωστο δράμα των κρατουμένων στις φυλακές του νησιού, τις μέρες των σεισμών (ο Μ. Λογαράς ήταν τότε πολιτικός κρατούμενος). «Ξέρεις τι είναι να είσαι κλεισμένος και να μην μπορείς να ξεφύγεις από πουθενά;», αφηγείται ο Μ. Λογαράς. «Δεν είχαμε ούτε νερό, ούτε φαΐ, κανείς δεν ενδιαφερόταν για μας... Αρχίσαμε να φωνάζουμε: "Ανοίξτε μας να βγούμε έξω"... Στην αρχή φωνάζαμε όλοι μαζί για να ακουστούμε, μετά όταν είδαμε ότι δεν υπάρχει παρέμβαση καμιά, πήραμε την απόφαση να φωνάζουμε ορισμένοι εναλλασσόμενα, με χωνιά... Αλλά ποιος να μας ακούσει από τον κόσμο απ' έξω, που ήταν αλλόφρων; Αλλοι έτρεχαν, άλλοι φώναζαν, άλλοι θρηνούσαν, οι κραυγές έφταναν μέχρι εμάς και αγωνιούσαμε για τους δικούς μας... Κάποιοι ενδιαφέρθηκαν απ' έξω για τους δικούς τους που ήταν φυλακισμένοι, τρέξαν να δουν τι γίνονται. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να έρθει εισαγγελέας. Ο διευθυντής της φυλακής, ο Μπαλάφας, είχε εξαφανιστεί... Μετά τον πρώτο σεισμό ήταν μόνο ένας αρχιφύλακας Κεφαλονίτης, ο Δρακονταειδής, άλλο κουμάσι... Αυτός νομίζοντας ότι έχουμε σκοτωθεί όλοι μέσα στη διάρκεια του δεύτερου σεισμού, λέει στον εισαγγελέα: "Πέντε-έξι παλιόσκυλα έχουν μείνει μονάχα μέσα". Κι όταν μας είδε, αναπήδησε. "Μπα, όλοι εδώ είναι"! Νιώθαμε σαν κλεισμένοι στη φάκα, ότι θα θαφτούμε ζωντανοί, ότι η φυλακή θα γίνει ο τάφος μας... Στην Κεφαλονιά, όπως μάθαμε, έβγαλαν τους κρατούμενους έξω... Εδώ κανείς δεν αναλάμβανε την ευθύνη... Τα δύο επάνω διαζώματα έπεσαν, ευτυχώς εμείς είχαμε μαζευτεί στο κάτω διάζωμα, που παρέμεινε όρθιο... Ενα μέτρο χοντρός ο τοίχος κι έπεσε... Αν έπεφτε στο κεφάλι σου, δεν υπήρχε περίπτωση να επιζήσεις... Ενας φύλακας στο μεσιανό κτίριο πλακώθηκε κι εμείς τον ξεπλακώσαμε... Μετά το μεγάλο σεισμό της επομένης, μας βγάλανε έξω το απόγευμα και μας συγκέντρωσαν σ' ένα πλάτωμα δίπλα από τη φυλακή... Το βράδυ με βάρκες, μας βάλανε σ' ένα καΐκι και μας κράτησαν ανοιχτά από τις ακτές. Ασφαλώς φρουρούμενους. Κι ύστερα άρχισε η διανομή σε άλλες φυλακές...».


Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ