ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 28 Σεπτέμβρη 2003
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
H εικονοποίηση της Ιστορίας

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι συνθλιβόμαστε καθημερινά ανάμεσα σε δυο πραγματικότητες. Η μια υπάρχει και συμβαίνει. Τη συνιστούν γεγονότα, ανατροπές, διαψεύσεις. Την υπολογίζουν δημοσκοπήσεις. Είναι μια πραγματικότητα αυτή, που άλλοι την εξυψώνουν ως προϊόν των δικών τους αποφάσεων και άλλοι την εξορκίζουν ως προϊόν άλλων θελήσεων. Η άλλη «πραγματικότητα» δεν υπάρχει, κατασκευάζεται όμως, είναι «εικονική». Κι αυτό σημαίνει πως τα στοιχεία που τη συνιστούν ούτε διαψεύδονται, ούτε υπολογίζονται, είναι απρόβλεπτα, απροσδιόριστα. Είναι, με άλλα λόγια, μια «πραγματικότητα» μέσα σε εισαγωγικά, αυτοσχέδια, δηλαδή, και, προπαντός, εμπορεύσιμη και γι' αυτό ανάλογα με τη ζήτηση διαμορφώνεται και η προσφορά και, φυσικά, η ποιότητά της. Το τραγικό είναι ότι με την πρώτη μπορούμε να διαφωνήσουμε και να αντισταθούμε. Μπορούμε να την αμφισβητήσουμε, γιατί είμαστε ένα από τα συστατικά της. Με τη δεύτερη, την εικονική, αυτήν που δημιουργούν τα ΜΜΕ, όσο και αν διαφωνούμε, δεν μπορούμε να αντισταθούμε, γιατί αυτή καταφέρνει να μας εξοικειώσει μαζί της, παγιδεύοντάς μας στα χρώματα, στα σχήματα και στους ήχους μιας εικόνας που δεν μπορούμε να την ανατρέψουμε, γιατί υπάρχει ως συμβατικό προϊόν, επαναλαμβάνεται και επικρατεί.

Θέλω να διατυπώσω όμως και μια άλλη παρατήρηση.

Οταν άρχισα να γράφω το κείμενο αυτό, και ομολογώ πως αυτό μου συνέβη πρώτη φορά, αν και έχω χάσει τα τρία τέταρτα της ζωής μου γράφοντας διάφορα κείμενα, από τα ερωτικά γράμματα της ζωικής μου εφηβείας μέχρι τα κόκκινα συνθήματα στους τοίχους της πολιτικής μου ωριμότητας, με απασχόλησε σοβαρά η προέλευση και η λειτουργία της γλώσσας που έπρεπε να χρησιμοποιήσω. Αναρωτήθηκα, δηλαδή, από τους γλωσσικούς όρους ποιας επιστημονικής ή κοινωνικής περιοχής έπρεπε να επιλέξω τους βασικούς γλωσσικούς όρους του παρόντος κειμένου. Πρώτα σκέφτηκα την πολιτική, άλλαξα όμως γρήγορα γνώμη, γιατί πιστεύω ότι οι όροι της πολιτικής γλώσσας δε λειτουργούν παραβολικά και τα δικά μου επιχειρήματα που θα στηρίξουν, ή έστω θα συνοδεύσουν, τις σκέψεις μου χρειάζονται μια τέτοια λειτουργία, δηλαδή παραβολική. Θέλω να πω, δηλαδή, πως οι λέξεις του πολιτικού λόγου διαμορφώνονται εξ ορισμού με ένα συγκεκριμένο, σχεδόν προπαγανδιστικό, περιεχόμενο, δεν έχουν πλαστικότητα, αυτό που χρειάζεται η συνοπτική ανάπτυξη μιας επιχειρηματολογίας, όταν μάλιστα έχει ανάγκη από την «ενσάρκωση» της παραβολής. Υστερα σκέφτηκα την περιοχή των μέσων της επικοινωνίας, αλλά και στην περίπτωση αυτή δε θα μπορούσα να αναζητήσω την πλαστικότητα, στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω. Γιατί, η γλώσσα των ΜΜΕ κατά τη γνώμη μου είναι συμβατική και θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω και ως άκρως λανθασμένη, σκόπιμα παραπειστική. Ετσι, αποφάσισα να καταλήξω στην περιοχή της πολιτικής οικονομίας και να χρησιμοποιήσω τους όρους παραγωγή, κατανάλωση, υπεραξία, κερδοσκοπία. Λέξεις, βέβαια, που τις χρησιμοποιώ παραβολικά ή, αν προτιμάτε ως σημεία που παραπέμπουν σε γνωστές και, προπαντός, κατανοητές διαδικασίες που διεκπεραιώνουν συγκεκριμένες δραστηριότητες οικονομικού χαρακτήρα.

Στα σημειώματά μου αυτά δε θα χρειαστώ τη συμφωνία των άλλων, όσον αφορά στο τι είναι η Ιστορία. Είναι, δηλαδή, το προϊόν της πάλης των τάξεων; Το προϊόν της λειτουργίας μιας συγκεκριμένης άσκησης οικονομικοκοινωνικών πολιτικών; Το προϊόν της δράσης συγκεκριμένων φυσικών προσώπων ή, τέλος, είναι η Ιστορία αυτά τα ίδια τα γεγονότα όπως συμβαίνουν, αποτυπώνονται πάνω στον ιδρώτα των εργαζόμενων ανθρώπων και ταξινομούνται από επαγγελματίες ιστοριογράφους, με βάση τη δική τους ιδεολογική άποψη, την κοινωνική τους προέλευση και τη συγκεκριμένη επιστημολογική τους επιλογή; Χωρίς, βέβαια, οι ταξινομήσεις αυτές να οδηγούν πάντα σε σωστές περιγραφές και ερμηνευτικές προτάσεις, ώστε το ιστορικό γεγονός να αποκτά τις διαστάσεις και τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα το καταστήσουν αυθεντικό και ενδιαφέρον.

(Συνεχίζεται)


Του
Γιώργου ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Η κουβανέζικη ποίηση (19ος - 20ός αιώνας)

Ο Αλέχο Καρπεντιέρ
Ο Αλέχο Καρπεντιέρ
Το 19ο αιώνα η κουβανέζικη ποίηση χαρακτηρίζεται από το επαναστατικό της περιεχόμενο. Οι κυριότεροι εκπρόσωποί της (Zenea - Palma - Valdes) ηγούνται των εξεγέρσεων εναντίον των Ισπανών αποικιοκρατών. Οι Zenea και Valdes εκτελέστηκαν από τους Ισπανούς σαν εχθροί του αποικιακού καθεστώτος.

Η κουβανέζικη ποίηση του 19ου και κυρίως του 20ού αιώνα, παρά τις ιδιομορφίες των εκπροσώπων της, παρουσιάζει χαρακτηριστικά, που συμπυκνώνονται στις παρακάτω παρατηρήσεις:

α) Εντονος εθνικός και κοινωνικός χαρακτήρας. Ο αγώνας ενάντια στους Ισπανούς και σε συνέχεια στους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές αντανακλάται στην ποίηση, της οποίας εκπρόσωποι πολλές φορές εγκαταλείπουν την τέχνη τους για τους εθνικούς αγώνες. Ο αγώνας ενάντια στις δικτατορίες Ματσάδο και Μπατίστα και την κοινωνική αδικία αφήνει τη σφραγίδα του στην τέχνη τους. Μπορούμε να μιλήσουμε έως ένα βαθμό για στρατευμένη ιδεολογικά τέχνη (με κοινωνικό περιεχόμενο).

β) Αναζήτηση και κριτική αφομοίωση όλων των αισθητικών ρευμάτων της Ευρώπης (ρομαντισμός, μοντερνισμός, αβαγκάρντ, συμβολισμός, κλασικισμός, ρεαλισμός, υπερρεαλισμός). Σταθερή βάση, όμως, της κουβανέζικης ποίησης - ποίησης βαθύτατα λυρικής, είναι ο μπαρόκ χαρακτήρας της. Το μπαρόκ με τη μεγάλη κληρονομιά των Ισπανών ποιητών Γκόγκορα και Κεβέγο, ταιριάζει στη λατινοαμερικάνικη ψυχοσύνθεση, που είναι διαμορφωμένη στη βάση του μαγικού και θαυμαστού (η παράδοση και το όνειρο δεμένα με την ισπανική κληρονομιά).

Ο Χοσέ Μαρτί
Ο Χοσέ Μαρτί
γ) Αξιοποίηση του αυτόχθονου στοιχείου. Η αξιοποίησή του δεν έχει τοπικιστικό πνεύμα. Είτε ανασύρουν την αφρικάνικη παράδοση του νησιού, είτε αξιοποιούν τις τοπικές παραδόσεις, δε στέκονται μόνο σ' αυτές. Στοχεύουν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της λατινοαμερικάνικης κουλτούρας, θεωρώντας την Κούβα σαν μέλος της μεγάλης αμερικάνικης οικογένειας.

Ο «θεμελιωτής» της

Στα τέλη του 19ου αιώνα αρχίζει, ουσιαστικά, η άνθηση της κουβανέζικης ποίησης, που αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο σ' όλη την αμερικάνικη ήπειρο. Τρεις θεωρούνται οι μεγάλοι πρόδρομοι. Ο Χοσέ Μαρτί, ο Χουλιάν ντε Κάζαλ (Julian de Casal) και η Χουάνα Μπορέρο (Juana Borrero).

Ο Χοσέ Μαρτί, μεγάλη φυσιογνωμία δημιουργού και αγωνιστή ολόκληρης της Αμερικής, θεωρείται ο πρωτεργάτης - θεμελιωτής της κουβανέζικης ποίησης. Οι βασικές του ποιητικές συλλογές («Ισμαϊλίγιο» - ελεύθεροι στίχοι και απλοί στίχοι) βάζουν τα θεμέλια της νέας ποίησης. Αφομοιώνει όλα τα αισθητικά ρεύματα, ταυτίζοντας την κουβανικότητα με το παγκόσμιο πνεύμα. Για τον Μαρτί, η φύση είναι ο μεγάλος δάσκαλος του ανθρώπου. Ποίηση δεν υπάρχει, εάν δε βάλουμε τα χέρια μας στα σπλάχνα μας και εάν δεν την αναζητήσουμε στα συνεργεία και τους δρόμους (κάθε μέρα είναι ένα ποίημα). Ο ίδιος απέδειξε τη στενή σχέση της τέχνης με τη ζωή. Το λογοτεχνικό του έργο είναι συνδεδεμένο με την επαναστατική δράση. Εδωσε τη ζωή του (1895), πολεμώντας εναντίον των Ισπανών, αφού προηγουμένως αφοσιώθηκε στην προετοιμασία του απελευθερωτικού αγώνα.

Ο Χουλιάν ντε Κάζαλ και η Χουάνα Μπορέρο διακρίνονται για τον προσωπικό χαρακτήρα της τέχνης τους, που δε στερείται κοινωνικού περιεχομένου. Ο μελετητής της κουβανέζικης τέχνης, Σίνθιο Βιτιέρ, αποκαλεί και τους τρεις «μυστικό πάθος της Κούβας».

Ο Νικολάς Γκιγιέν
Ο Νικολάς Γκιγιέν
Το 1898 τελειώνει ο Ισπανοαμερικανικός πόλεμος, με νίκη των ΗΠΑ. Οι Αμερικάνοι καταλαμβάνουν την Κούβα (όπως και το Πόρτο Ρίκο) και υψώνουν την αμερικάνικη σημαία στο δημαρχιακό μέγαρο της Αβάνας. Αρχίζουν άγρια εκμετάλλευση του νησιού και επιβάλλουν σκληρές δικτατορίες. Η χώρα διακατέχεται από αίσθημα πικρίας και βεβήλωσης. Η κοινωνική αστάθεια, η έλλειψη διαμορφωμένης εθνικής και κοινωνικής συνείδησης σημαδεύουν την ποίηση της εποχής.

Αρχές του 20ού αιώνα, οι ποιητές Ρεγκίνο Μπότι (Regino Boti), Χοσέ Μανουέλ Ποβέδα (Jose Manuel Poveda) και Αγκουστίν Ακόστα (Agustin Acosta) αναζητούν απεγνωσμένα την κουβανέζικη ταυτότητα. Πιστεύουν πως ο μοντερνισμός (που άνοιξε δρόμους) δεν εκφράζει τη νέα πραγματικότητα και προσπαθούν να ανανεώσουν την τέχνη μέσω νέων μορφών (vanguardia - ανανέωση). Η κουβανική ανανέωση δεν είναι αφηρημένη ούτε ελιτίστικη. Παίρνει τα εθνικά χαρακτηριστικά (το μπαρόκ - ο συμβολισμός και η ποίηση του κορυφαίου, βαθιά προοδευτικού Βορειοαμερικάνου ποιητή Γουόλτ Γουίτμαν κυριαρχούν).

«Διάδοχοι» του Χ. Μαρτί

Η δεκαετία 1920-1930 είναι γεμάτη από σημαντικά γεγονότα. Προηγήθηκαν η Μεξικάνικη Επανάσταση (1910) και η Οχτωβριανή (1917), που δημιούργησαν δυνατό συγκινησιακό κλίμα. Στην Κούβα η δικτατορία του Ματσάδο βρίσκεται στην πιο άγρια φάση της. Παρ' όλα αυτά, ιδρύεται το Κομμουνιστικό Κόμμα Κούβας, η σημαντικής δράσης Ομάδα Μειονοτήτων, το Λαϊκό Πανεπιστήμιο «Χοσέ Μαρτί» και η «Ρεβίστα ντε Αβάνθε», η οποία θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στα πνευματικά και κοινωνικά ζητήματα. Μεγάλες απεργίες συγκλονίζουν το νησί. Η καταστολή είναι άγρια. Αλλά οι ποιητές συμμετέχουν και καθοδηγούν τους αγώνες. Μεγάλα ονόματα είναι οι Βιγιένα (Villena), Μαρινέγιο (Marinello), Πεντρόζο (Pedroso), Ταγιέτ (Tallet) και Νικολάς Γκιγιέν (Nicolas Guillen).

Στο βάθρο, άγαλμα του Χοσέ Μαρτί
Στο βάθρο, άγαλμα του Χοσέ Μαρτί
Η ανανέωση μέσω αυτών των ποιητών μπαίνει σε καινούρια φάση. Νέες αναζητήσεις, νέες αγωνίες.

Ο Βιγιένα έχει συνεχή κοινωνική δράση. Προσπάθησε να βομβαρδίσει το προεδρικό μέγαρο και ηγείται της μεγάλης απεργίας, που προαναγγέλλει την πτώση του τυράννου Ματσάδο. Υπογράφει όλα τα κείμενα της Ομάδας Μειονοτήτων και των διανοουμένων εναντίον της δικτατορίας και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Συγκινητικό είναι το ποίημά του «19 του Μάη», με το οποίο όλη η πλάση θρηνεί για το θάνατο του πρωτομάρτυρα Χ. Μαρτί.

Ο Μαρινέγιο (κλασικό είναι το έργο του «Liberacion») εγκαταλείπει την ποιητική δημιουργία, για να αφοσιωθεί στην πολιτική δράση. Στην περίπτωσή του, αυτό συνεπάγεται διώξεις, κατατρεγμούς και εξορίες.

Ο Λούνα (Luna) κάνει πλήρη κοινωνική ποίηση και υποστηρίζει: «Ονειρο σημαίνει να προχωράς».

Ο Πεντρόζο, εργάτης και μιγάς, στην αυτοπαρουσίασή του, λέει:

«Ράτσα: Ανθρώπινη

Χρώμα: Μαύρο - κίτρινο (χωρίς άλλο ανακάτεμα)

Επάγγελμα: Εκμεταλλευόμενος

Τόποι σπουδών: Συνεργεία, κάμποι, εργοστάσια, αγροκτήματα της ζάχαρης

Ιδεολογία: Γιος της Αμερικής

Σκοπός: Να συντελέσω στη δημιουργία μιας λυρικής - κοινωνικής κουβανέζικης ποίησης».

Ο Ταγιέτ, με το έργο του «Αγονος σπόρος», μπορεί να θεωρηθεί ότι κάνει αντιποίηση. Είναι ανατρεπτικός, σαρκαστικός, είρων. Κριτικάρει την κοινωνική πραγματικότητα. Πιστεύει ότι ο λαός δεν έχει αφυπνιστεί, ότι όλα πήγαν χαμένα: «Η θυσία του Μαρτί να δημιουργήσει ένα λαό από πρόβατα, χωρίς ματιά, που πάντα τον οδηγεί ένας ποιμένας ηλίθιος και διεστραμμένος».

Ο Νικολάς Γκιγιέν, ριζοσπαστικός, προπαγανδιστής, ψάχνει μαζί με τον Εμίλιο Μπαγιάγκας (Emilio Ballagas) τις ρίζες της αφροαμερικάνικης ποίησης. Η ποίηση «negrista» έχει εμφανιστεί σ' όλες τις χώρες της Λ. Αμερικής, όπου υπήρχαν παλιότερα Αφρικάνοι σκλάβοι. Ομως, ο Γκιγιέν δε μένει στο νεγρισμό του, δεν κάνει φολκλόρ, βλέπει την ποίηση της Κούβας ενσωματωμένη στην παγκόσμια ποίηση.

Μετά το 1828 μέχρι περίπου το 1940, δημιουργείται νέα τάση στην ποίηση. Οι Μπρουλ (Brull), Φλορίτ (Florit), Μπαγιάγκας (Ballagas), Χόρχε Γκιγιέν (Jorge Guillen) και η Μαρία Λουνάρ (Maria Lounar) (η τελευταία της ομάδας) είναι οπαδοί της «καθαρής ποίησης». Η «καθαρή ποίηση» είναι απάντηση στις υπερβολές της «vanguardia» και ένας νέος δρόμος στην αναζήτηση της κουβανικότητας. Παρά την ονομασία της, έχει κοινωνικό περιεχόμενο.

Ο Μπρουλ (Brull) είναι ανθρωπιστής. Ψάχνει τη λαϊκότητα και την ανανέωση στο «Σόλο ντε Ρόσα». Συνδέει τη μουσική, την ποίηση και τη σιωπή. Ψάχνει το κρυμμένο μυστικό στους καθρέφτες με το λαμπύρισμα της αιώνιας ομορφιάς.

Ο Φλορίτ (Florit), μεγάλος ποιητής της κουβανικότητας και της παγκοσμιότητας, με το κλασικό του έργο «Τροπίκο» («Tropico»), το Μπαρόκ και η επίδραση του Gongors δημιουργούν σφοδρό συγκινησιακό κλίμα.

Ο Μπαγιάγκας (Ballagas), στο κλασικό έργο του «Αγαλλίαση και φυγή», εκφράζει κυρίως το αυτόχθονο στοιχείο, όμως η νέγρικη ποίηση δεν είναι ο μοναδικός του στόχος. «Εγώ, οπαδός της καθαρής ποίησης (λέει στο ιδεολογικό του μανιφέστο), βρίσκω και χρησιμοποιώ οποιονδήποτε τρόπο, που θα μπορούσε να με βοηθήσει στην εύρεση της κουβανικότητας».

Ο Χόρχε Γκιγιέν, αθώος και παιδικός, δημιουργεί με την ποίησή του το αίσθημα της ζωικής έκστασης.

Η Μαρία Λουνάρ (Maria Lounar), σπουδαία ποιήτρια (δημιουργεί μέχρι τα τέλη του αιώνα), δεν κατατάσσεται εύκολα σε σχολές και τεχνοτροπίες. Θαυμάζει τον Χοσέ Μαρτί και σε μια ομιλία της στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας, το 1950, λέει «μόνο με αίμα και με πνεύμα αξίζει να γεννηθεί η λέξη». Το νησί, ο αέρας, η θάλασσα, το νερό είναι τα σύμβολα της ποίησής της, που διακρίνεται για την εσωτερικότητά της. Η ίδια αντιδρά, όταν τη χαρακτηρίζουν «προσωπική» ποιήτρια. Υποστηρίζει ότι η ποίησή της απευθύνεται σ' όλο τον κόσμο, γιατί «η ποίηση είναι όπως το ψωμί επάνω στο τραπέζι». Επίσης αντιδρά, όταν μιλούν για γυναικεία ποίηση. Η ποίηση δεν έχει φύλο, κατά την Λουνάχ. Η ίδια, πάντως, συνεχίζει τη μεγάλη σειρά των γυναικών ποιητριών από τη Μεξικάνα Χουάνα ντε Ασπάγιε (Χουάνα de Asbaje) μέχρι τη Χιλιανή Γαβριέλα Μιστράλ. Ο Μπαγιάγκας (Ballagas) τής αφιερώνει το ποίημά του «Τριαντάφυλλα του ανέμου» και την ονομάζει «τριαντάφυλλο που νανουρίζεται στο βλαστάρι των ανέμων».

Ο «θεμελιωτής» της πεζογραφίας

Μετά το 1950 εμφανίζονται πολλοί ποιητές. Μέσα σ' αυτούς ξεχωρίζει η μορφή του Χοσέ Λεσάμα Λίμα, που έγινε διάσημος, παγκοσμίως, με το μυθιστόρημά του «Παράδεισος». Ο Λίμα είναι πολύ ιδιόμορφος ποιητής. Οι μελετητές της κουβανέζικης ποίησης μιλούν για «πρωτοπόρο», που άνοιξε δρόμους στην έκφραση. Συνέδεσε το μπαρόκ με τον υπερρεαλισμό και μέσω εικόνων (υπερρεαλιστικών) εξέφρασε τις προσωπικές του αγωνίες και την κουβανικότητα. Το έντονο προσωπικό στοιχείο και ο υπέρμετρος υπερρεαλισμός του δεν τον κάνουν προσιτό στον πολύ κόσμο.

Σίγουρα παραλείφτηκαν πολλά ονόματα στη σύντομη αυτή παρουσίαση. Στόχος μας ήταν να παρουσιάσουμε τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα, που δίνουν το στίγμα και το χρώμα της κουβανέζικης ποίησης, η οποία, δυστυχώς, όπως και γενικά η λατινοαμερικάνικη ποίηση, εκτός από μια μικρή αναφορά στον Νερούδα, δεν περιέχονται στα σχολικά εγχειρίδια.

Δεν αναφερθήκαμε στην, επίσης, σημαντική πεζογραφία της Κούβας. Θα σταθούμε, όμως, στον μεγαλύτερο πεζογράφο της Κούβας, τον Αλέχο Καρπεντιέρ, ο οποίος υπηρέτησε την επανάσταση, από τότε που ανέτρεψε τον Μπατίστα (1959) μέχρι το θάνατό του. Με την τέχνη του, «θεμελίωσε» τη νέα κουβανέζικη και όλη τη λατινοαμερικάνικη πεζογραφία.

Στο κορυφαίο έργο του «Αιώνας των φώτων», ο Καρπεντιέρ σαρκάζει τους Γάλλους επαναστάτες του 1789, οι οποίοι, ενώ πήγαν στις αποικίες της Λ. Αμερικής για να μεταδώσουν τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, σταδιακά μετατράπηκαν σε χειρότερους δυνάστες - τυράννους. Στο έργο αυτό, ο συνδυασμός του μπαρόκ με τη λατινοαμερικάνικη παράδοση δίνουν ένα μαγευτικό αποτέλεσμα. Εξάλλου, δικός του είναι ο όρος «μαγικός ρεαλισμός», που ο Καρπεντιέρ τον χαρακτηρίζει «πραγματικά θαυμαστό», προλογίζοντας το «Βασίλειο αυτού του κόσμου» (1949).

Ο Καρπεντιέρ μιλάει για το θαυμαστό κόσμο της Αμερικής, που σήμερα, μέσω της Κούβας, δίνει το παράδειγμα σ' όλο τον κόσμο: Τέχνη για τη ζωή, την επανάσταση, την ελπίδα.


Της
Κικής ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ*
* Η Κική Αλεξοπούλου είναι φιλόλογος της Μέσης Εκπαίδευσης



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ