ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 16 Μάη 2003
Σελ. /44
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Εντυπωσιακή πορεία κερδοφορίας

Αποκαλυπτικά τα επίσημα στοιχεία του ΣΕΒ για την κατάσταση των επιχειρήσεων

Εντυπωσιακή είναι η πορεία που ακολουθούν όλα τα τελευταία χρόνια οι δείκτες που αφορούν την ευρωστία των μεγαλοβιομηχάνων. Σε μια περίοδο που οι εργαζόμενοι στέναζαν κάτω από διάφορες εκδοχές της λιτότητας και της αντιλαϊκής πολιτικής, η κερδοφορία των μεγάλων μεταποιητικών επιχειρήσεων ήταν κάτι περισσότερο από έκδηλη, ενώ και άλλοι δείκτες αποδεικνύουν τη θετική επίδραση που έχει η ασκούμενη πολιτική για τους εκπροσώπους του κεφαλαίου. Από αυτή την άποψη ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία που περιέχονται στην έκδοση του ΣΕΒ «Η ελληνική βιομηχανία το 2002», που δημοσιοποιήθηκε προχτές κατά την ετήσια συνέλευση του ΣΕΒ. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία για τη χρηματοοικονομική κατάσταση των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων με τη μορφή των ΑΕ και ΕΠΕ, προκύπτει η ακόλουθη εικόνα:

  • Το μεικτό περιθώριο κέρδους (μεικτά κέρδη προς πωλήσεις) την περίοδο 1995-2001 διαμορφώθηκε σε επίπεδα υψηλότερα του 28,5%. Το υψηλότερο περιθώριο κέρδους 33,5% εμφανίζεται το 1999 (τη χρονιά της μεγάλης χρηματιστηριακής ανόδου), το 2000 διαμορφώθηκε στο 30,6% και το 2001 στο 29,5%.
  • Το καθαρό περιθώριο κέρδους (καθαρά κέρδη προς πωλήσεις) από 4,9% το 1995 ανέβηκε στο 7,4% το 1999, στο 6,5% το 2000 και στο 5,2% το 2001.

Σε απόλυτα μεγέθη, τα καθαρά κέρδη παρουσιάζουν συνεχή άνοδο από το 1995 μέχρι το 2000: Από 1.040 εκατ. ευρώ το 1995, έφτασαν τα 2.193 εκατ. ευρώ το 1999, στα 2.348 εκατ. ευρώ το 2000, για να παρουσιάσουν μια μικρή μείωση στα 1.935 εκατ. ευρώ το 2001.

Την ίδια στιγμή:

  • Σε μια εποχή που οι μικροί καταθέτες εισπράττουν μηδενικά επιτόκια από τις τραπεζικές καταθέσεις, οι επιχειρηματίες που τοποθέτησαν τα κεφαλαία τους στη βιομηχανία, είχαν αποδόσεις μεταξύ του 8,2% και 12,9%. Ετσι η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων (ο λόγος καθαρά κέρδη προς τα ίδια κεφάλαια) είχε την ακόλουθη εξέλιξη: Το 1995 διαμορφώθηκε στο 12,9%, το 1996 11,2%, 1997 9,2%, 1998 11%, 1999 12,4%, 2000 10,3% και 2001 8,2%.
  • Εντυπωσιακή είναι η μείωση των χρηματοοικονομικών τους δαπανών (κυρίως αποπληρωμή τοκοχρεολυτικών δόσεων προς τις τράπεζες) σαν ποσοστό των συνολικών δαπανών των επιχειρήσεων: Οπως αναφέρεται και στο σχετικό κεφάλαιο, ενώ η σχετική δαπάνη το 1986 ανερχόταν στο 38% των συνολικών δαπανών, τα επόμενα χρόνια υπήρξε εντυπωσιακή μείωση. Το 1995 ανήλθε στο 19%, το 1996 στο 15,8%, το 1997 στο 13,8%, το 1998 στο 14,1%, το 1999 στο 11%, το 2000 στο 10,4% και το 2001 στο 9,1%. Πρόκειται για εξέλιξη η οποία αποδίδεται στην πτώση των επιτοκίων, στη δυνατότητα των μεγάλων επιχειρήσεων να δανείζονται με επιτόκια χαμηλότερα των συμβατικών, αλλά και στην άντληση μεγάλων κεφαλαίων από το Χρηματιστήριο (μέχρι το 2000), παράγοντας ο οποίος μείωσε τη χρηματοδοτική εξάρτηση από τις τράπεζες.
  • Η σχέση ξένα προς ίδια κεφάλαια, από την οποία προκύπτει η δανειακή επιβάρυνση των επιχειρήσεων, το 2000 διαμορφώθηκε στο 1,02 και το 2001 στο 1,01. Με λίγα λόγια, στις 100 μονάδες κεφαλαίου που χρησιμοποιούσαν οι επιχειρήσεις, οι 50 μονάδες αφορούσαν ξένα κεφάλαια (δανεισμός) και οι άλλες 50 μονάδες ήταν κεφαλαία της επιχείρησης.
  • Ο κύκλος εργασιών ακολουθεί από το 1995 μια συνεχή ανοδική πορεία: από 21,2 δισ. ευρώ το 1995, το 1998 ανήλθε στα 27,6 δισ. ευρώ, το 2000 στα 36,3 δισ. ευρώ και το 2001 στα 37,2 δισ. ευρώ.
ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΚΕΔΚΕ
Ψευτοδιάλογος για τους φόρους των ΟΤΑ

Ετοιμάζουν νέα χαράτσια για τους δημότες

Τις προϋποθέσεις με τις οποίες οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα λειτουργούν κυρίως ως φορομπηχτικοί μηχανισμοί, δηλαδή με έσοδα που θα αντλούν από την τσέπη του δημότη για όλες τις παρεχόμενες υπηρεσίες, επεξεργάζεται η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υλοποιώντας το «4ο πακέτο» της λεγόμενης φορολογικής μεταρρύθμισης. Στην κατεύθυνση αυτή, η κρατική επιχορήγηση που σήμερα εισπράττουν οι ΟΤΑ περιορίζεται σημαντικά και θα δίνεται μόνο σε όσους δήμους δεν μπορούν να έχουν έσοδα από ίδιους πόρους.

Σ' αυτή τη φάση έχουν εξασφαλίσει όχι απλά την ανοχή, αλλά και την πλήρη σύμπλευση της Κεντρικής Ενωσης Δήμων και Κοινοτήτων (ΚΕΔΚΕ) με τους εκπροσώπους της οποίας ξεκίνησε χτες νέος γύρος ψευτοδιαλόγου. Μια πρώτη γεύση για τις αλλαγές που ετοιμάζουν έδωσε χτες ο υφυπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, Απ. Φωτιάδης, διαμηνύοντας ότι «αναπτύχθηκε προβληματισμός και έγινε η πρώτη συζήτηση για τη συγχώνευση των διαφόρων τοπικών φόρων σε δύο». Με απλά λόγια επαναφέρουν στο προσκήνιο το φόρο επιτηδεύματος και το φόρο κατοχής περιουσίας (ή όπως αλλιώς τον ονομάσουν), δηλαδή για τα νέα χαράτσια πάνω στους δημότες που θα εισπράττονται για λογαριασμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και τα διάφορα «συνεταιράκια» τους στην ΚΕΔΚΕ μεθοδεύουν να πετσοκόψουν την επιχορήγηση των ΟΤΑ από τους πόρους του κρατικού προϋπολογισμού, εκχωρώντας φόρους στους ίδιους τους δήμους, οι οποίοι θα αναλαμβάνουν για λογαριασμό της εκάστοτε κυβέρνησης και το πολιτικό κόστος της ασκούμενης φορολογικής πολιτικής. Σε αυτού του τύπου τις «αυτοδιοικητικές λογικές» έχουν δηλώσει κατ' αρχήν σύμφωνες οι ηγεσίες τόσο της ΝΔ όσο και του ΣΥΝ. Σύμφωνα με τα αρχικά σχέδια της κυβέρνησης, προτείνεται η θέσπιση ενιαίου φόρου πάνω στα ακίνητα (στην πραγματικότητα πάνω στη μικρή ακίνητη ιδιοκτησία) που θα αποδίδεται εξ ολοκλήρου στους ΟΤΑ, με ταυτόχρονη κατάργηση των αποδιδόμενων πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Κυβέρνηση και ΚΕΔΚΕ σε αυτή τη φάση εξετάζουν το πώς θα εφαρμοστεί το νέο χαράτσι πάνω στους μικρούς επαγγελματίες (ο λεγόμενος φόρος επιτηδεύματος). Η κυβερνητική προπαγάνδα προκειμένου να θολώσει τα νερά κάνει λόγο για «ενοποίηση φόρων και απλοποίηση των φορολογικών διαδικασιών».

Β` ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ
282 δισ. δρχ. για ... εργολάβους

Το αμαρτωλό θέμα των υπερβάσεων στα δημόσια έργα, μέσω της συνεχούς αναθεώρησης των αρχικών συμβάσεων, ήρθε στην επικαιρότητα, με αφορμή τις καταγγελίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης για απώλειες πόρων ύψους 160 δισ. δρχ. από τα έργα του Β` Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Στην προσπάθειά του να απαντήσει στις αιτιάσεις αυτές, ο αρμόδιος υφυπουργός, Χ. Πάχτας, διένειμε στους δημοσιογράφους πίνακα με το σύνολο των επιχειρησιακών προγραμμάτων του Β` Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, από τον οποίο προκύπτει η ακόλουθη εικόνα:

  • Ποσό ύψους 372 εκατ. θα μπορούσε η Ελλάδα να διεκδικήσει από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έχασε όμως τη δυνατότητα αυτή, είτε γιατί τα σχετικά προγράμματα παρουσίασαν ποσοστό απορρόφησης μικρότερη του 100%, είτε γιατί, το σημαντικότερο, η ελληνική κυβέρνηση απέσυρε προγράμματα έργων προς χρηματοδότηση, καθώς, μετά από εσωτερικούς ελέγχους, διαπιστώθηκε ότι σ' αυτά είχαν σημειωθεί διάφορες παρατυπίες και παραβάσεις.
  • Ενα ακόμα μεγαλύτερο ποσό ύψους 516,8 εκατ. αφορά στη λεγόμενη υπεραπορρόφηση. Υπεραπορρόφηση αποκαλούν την υπερκάλυψη της σχετικής δαπάνης ενός έργου που συγχρηματοδοτεί η ΕΕ. Η τελευταία καλύπτει την αναλογική της συμμετοχή στη δαπάνη του έργου μέχρι το 100% του αρχικά προβλεπόμενου προϋπολογισμού, ενώ επέκταση του προϋπολογισμού πέραν του ορίου αυτού καλύπτεται μόνον από εθνικούς πόρους. Το ερώτημα είναι, γιατί σε διάφορα προγράμματα σημειώθηκαν υπερβάσεις δαπανών; Το υπουργείο Οικονομίας δεν το ομολογεί, η αιτία όμως είναι πλέον γνωστή σε όλους. Οι υπερβάσεις δαπανών αφορούν πρωτίστως στις αμαρτωλές αναθεωρήσεις των συμβάσεων που επιτυγχάνουν οι εργολάβοι, με αποτέλεσμα ο τελικός προϋπολογισμός του έργου να είναι διπλάσιος, τριπλάσιος και σε ορισμένες περιπτώσεις και πενταπλάσιος του αρχικού προϋπολογισμού.

Με λίγα, δηλαδή, λόγια, 827,5 εκατ. (περίπου 282 δισ. δρχ.) χάθηκαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για να καταλήξουν τα περισσότερα στις τσέπες των εργολάβων. Ο Χ. Πάχτας, γενικώς και αορίστως, ανέφερε ότι έργα της κατηγορίας 3 (πρόκειται για έργα όπου μετά από ελέγχους διαπιστώθηκαν σοβαρές ελλείψεις και παραβάσεις) έχουν παραπεμφθεί στον εισαγγελέα, χωρίς όμως και να κατονομάσει και ονόματα παραβατών εργολάβων.



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ