Συμπληρώθηκαν 150 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου ζωγράφου
«Σιταροχώραφο με κοράκια» |
Σχεδόν άσημος στη διάρκεια της ζωής του, ο Βαν Γκογκ κέρδισε την αναγνώριση μετά το θάνατό του. Οσο ζούσε πουλήθηκε ένας και μοναδικός πίνακάς του σε ανοιχτή αγορά στις Βρυξέλλες, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες οι πίνακές του είναι από τους πιο ακριβοπληρωμένους της αγοράς.
Ο Βαν Γκογκ γεννήθηκε στην Ολλανδία το 1853 και ήταν γιος πάστορα. Μεταξύ του 1869 και 1876 εργάστηκε σε καλλιτεχνικό εμπορικό οίκο στη Χάγη, τις Βρυξέλλες, το Λονδίνο και το Παρίσι. Το 1876 ήταν δάσκαλος στην Αγγλία και δύο χρόνια αργότερα ιεροκήρυκας στο Μπορινάζ στο Βέλγιο. Εκεί γνώρισε τη δύσκολη ζωή των ανθρακωρύχων και υπερασπίζοντας τα συμφέροντά τους ήρθε σε ρήξη με την εκκλησιαστική εξουσία. Το 1880 ξεκινά το ενδιαφέρον του για την τέχνη. Στη Χάγη γνωρίζει τον Α. Μοβ, από τον οποίο παίρνει μερικά μαθήματα ζωγραφικής, αλλά στην πραγματικότητα έμεινε αυτοδίδακτος. Ενθουσιασμένος σκιτσάρει τους ανθρακωρύχους του Μπορινάζ, και, αργότερα, αγρότες, εργάτες και ψαράδες. Δημιουργεί ατέλειωτη σειρά από μελέτες και πίνακες φιλοτεχνημένους σε σκοτεινούς τόνους και διαποτισμένους από ολόθερμη συμπόνια προς τον άνθρωπο του μόχθου. Ο Βαν Γκογκ, όπως και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες του 19ου αιώνα, εμπνεόταν από τις εμπειρίες που του πρόσφεραν η φτώχεια και η κοινωνική αδικία, καθώς και από τη συμπάθειά του για το συνάνθρωπο.
«Αυτοπροσωπογραφία» |
Το ταξίδι του στην Αρλ (1888) συνδυάζεται με την περίοδο της ωριμότητάς του. Εδώ προβάλλεται ολοκληρωμένα η ιδιόμορφη τεχνοτροπία του καλλιτέχνη, που εκφράζει τη σχέση του με το περιβάλλον και τονίζει τη συγκίνησή του με αντιθέσεις σε χρώματα και φως και με ελεύθερες πινελιές. Το πυρακτωμένο αίσθημα, η οδυνηρή ορμή προς την αρμονία, την ομορφιά και την ευτυχία, βρίσκουν την έκφρασή τους από τη μια μεριά στα ηλιόλουστα, χαρούμενα τοπία του νότου και από την άλλη, στις ζοφερές μορφές του κόσμου, όπου ο άνθρωπος αδύναμος καταπιέζεται από τη μοναξιά και το αδιέξοδο. Ο Βαν Γκογκ ζωγραφίζοντας τονίζει με υπερβολή ό,τι βλέπει για να αποδώσει περισσότερο ό,τι αισθάνεται. Η υποκειμενική διάθεση υπερνικά την αντικειμενική απόδοση και το έργο γίνεται ένας καθρέφτης της απομονωμένης, βασανισμένης ψυχής του καλλιτέχνη, παρά μια εικόνα του κόσμου. Η εντατική δουλιά στα τελευταία χρόνια της ζωής του, επιδείνωσε τις κρίσεις της ψυχικής του αρρώστιας και τον έφερε σε τραγική σύγκρουση με τον Γκογκέν, που βρισκόταν και αυτός τότε στην Αρλ. Ο Βαν Γκογκ μπαίνει πρώτα στο νοσοκομείο στην Αρλ, μετά στο Σεν Ρεμί και τελευταία στο Οβέρ σιρ Ουάζ (1890) όπου αυτοκτονεί.
Το δημιουργικό έργο του Βαν Γκογκ αντικατόπτρισε μια περίπλοκη και μεταβατική καμπή στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Διαπνέεται από θερμή αγάπη προς τη ζωή και τον απλό άνθρωπο. Παράλληλα, εκφράζει με μεγάλη ειλικρίνεια την κρίση του αστικού ουμανισμού και του ρεαλισμού του 19ου αιώνα, τις επίπονες και βασανιστικές αναζητήσεις των πνευματικών και ηθικών αξιών. Από εδώ πηγάζει το ιδιαίτερο περιεχόμενο του έργου του, η παράφορη εκφραστικότητα και το τραγικό πάθος.