ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 1 Γενάρη 2003
Σελ. /32
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
«Γέμισαν τα παγκάκια με ηλικιωμένους κι άνεργους νέους»

Οδοιπορικό σε «επίμαχα» μέρη της Αθήνας αναδεικνύει πως όλο και περισσότεροι άνθρωποι από τα «ζόρια» φτάνουν στη φτώχεια και την εξαθλίωση

Λιοσίων, πλατεία Βάθης, Κουμουνδούρου, σταθμός Λαρίσης, Μεταξουργείο, Πεδίον του Αρεως, Ομόνοια και σε όλους τους γύρω δρόμους. Τα πρόσωπα των ανθρώπων εδώ, κι είναι κάτι που εύκολα το νιώθει κανείς, είναι αλλιώτικα. Το βλέμμα τους καχύποπτο, σα να φοβούνται πως θα αρπάξεις ό,τι ελάχιστο τους έχει απομείνει. «Η πόλη μας», λέει ο Νίκος, «τα τελευταία τρία χρόνια έχει αλλάξει πολύ. Γέμισαν τα παγκάκια με ηλικιωμένους κι άνεργους νέους, κυρίως από την επαρχία. Οκτώ χρόνια ζω στους δρόμους, τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί!».

Το κερασμένο τσιγάρο στα χέρια του κοντεύει να τελειώσει. Είναι ζήτημα εάν τράβηξε τρεις ρουφηξιές. Τα πόδια του με το ζόρι τον κρατούν όρθιο. Κάποιες στιγμές λυγίζουν και απορείς πως ακόμα δεν έχει σωριαστεί: «Κάποτε γνωριζόμασταν όλοι μεταξύ μας, πρεζόνια ήμασταν οι περισσότεροι. Αργότερα ήρθαν οι Κούρδοι, γέμισαν χαρτόκουτα οι πλατείες. Σήμερα τα πράγματα είναι αλλιώς, βρίσκεσαι στο δρόμο χωρίς να το καταλάβεις. Δεν μπορείς να φανταστείς τι ιστορίες κρύβονται πίσω απ' αυτούς τους ανθρώπους».

Η αλήθεια είναι πως όχι, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε, παρότι υπήρχε έντονη η υποψία. Οπως επίσης δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως χωρίς τον Νίκο και τον Μιχάλη, ίσως αυτό το ρεπορτάζ και να μην υπήρχε. Δεν πλησιάζονται αυτοί οι άνθρωποι. Δεν ανοίγουν την καρδιά τους, δε μιλούν για πράγματα που προφανώς τους πληγώνουν. Βλέπουν το φωτογραφικό φακό κι είναι έτοιμοι να ορμήξουν. Κάποιοι μάλιστα το επιχείρησαν. Ολον τον πόνο και την οργή τους θέλουν να τη βγάλουν πάνω σου. Βλέπουν σε σένα την εξουσία, είναι ξεκάθαρο αυτό. Νομίζουν πως είσαι ένας ακόμα που θα τους χρησιμοποιήσει, θα τους πληγώσει, θα τους κοροϊδέψει. Ισως πάλι να νιώθουν πως η ελπίδα τους έχει στερέψει. Δεν περιμένουν τίποτα, κι αυτό είναι επίσης κάτι που το νιώθεις αμέσως. Οπως επίσης τίποτα δε ζητούν. Μόνο κανένα τσιγάρο...

Το συσσίτιο της απόγνωσης

Από την πλατεία Βάθης, γεμάτη βελόνες κι «άψυχα» κορμιά, προχωρούμε προς τη Λιοσίων. Κοντεύει να βραδιάσει κι είναι η ώρα που η κινητή μονάδα του Δήμου Αθηναίων - ακριβώς μπροστά από το Δημαρχείο - θα μοιράσει το συσσίτιο για 500 με 600 άτομα. Ωστόσο ο κόσμος την ημέρα εκείνη ήταν πολύ λιγότερος, γύρω στα 100 άτομα. Δικαιολογημένα ίσως, αφού από το πρωί έβρεχε και έκανε τρομερό κρύο. Οι ενδιαφερόμενοι βρίσκονταν στο χώρο πολύ πριν τις έξι. Στην πλειοψηφία τους μετανάστες, κυρίως Κούρδοι και Βούλγαροι. Ανδρες με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, να κρέμονται από τα πλαστικά μπολάκια με τον αρακά. «Ευτυχώς, λέει ο Νίκος, σήμερα θα φάμε κανονικό φαΐ. Συνήθως μακαρόνια, χάλια μαγειρεμένα, είναι το "κέρασμα"».

Το βλέμμα καρφώνεται σε δύο ηλικιωμένους, πολύ κομψά ντυμένοι, καθαροί, καμία σχέση με τη συνολικότερη εικόνα. Κάτι σε τραβά κοντά τους. Ο ένας, Στέφανο μας είπε τάχα πως τον λένε, μιλά συνεχώς, αλλά είναι ζήτημα εάν του πήραμε, επί προσωπικού, έστω και μια κουβέντα! Ο άλλος, «το όνομα δε νομίζω πως έχει καμία αξία», μιλά αόριστα, αλλά νιώθεις πως σκιαγραφεί διακριτικά τη ζωή του. Οι προβληματισμοί του - υποτίθεται γενικότεροι - ξεκινούν απ' την πατρίδα του, την Καβάλα, και την ανεργία που έπληξε την περιοχή όταν «τα λίγα εργοστάσια έκλεισαν το ένα μετά το άλλο» και φτάνουν στην πρωτεύουσα και στο οικονομικό αδιέξοδο που έχουν προκαλέσει τα πολύ υψηλά ενοίκια. Στην ερώτηση πώς δύο άνθρωποι με τέτοια εικόνα, φτάνουν να τρώνε στο συσσίτιο του Δήμου, εισπράττουμε μόνο χαμόγελα. «Αυτοί δεν είναι άστεγοι», εξηγεί αργότερα ο Νίκος. «Ο ένας έχει δικό του σπίτι και μένει κι ο άλλος μαζί του. Γι' αυτό ξεχωρίζουν. Πλένονται κάθε μέρα, έχουν ρούχα καθαρά. Από λεφτά, όμως, μην την ψάχνεις. Ξέρω σίγουρα πως ο ένας παίρνει σύνταξη απορίας»...

Εξι μήνες στα παγκάκια

Ενας άνδρας, όμορφο θα μπορούσες να τον χαρακτηρίσεις, σταματά μπροστά μας το ποδήλατό του. Κατευθύνεται στην κινητή μονάδα, παίρνει δύο μερίδες φαγητό και ψωμί, τοποθετεί τη μία στο καλάθι που έχει πίσω το «όχημά» του και επί τόπου τρώει -λαίμαργα - τη δική του. Η επαφή μαζί του γίνεται μέσω του Μιχάλη, του τζογαδόρου, που από μαρμαράς με δικό του συνεργείο κατέληξε άπορος, άστεγος και μόνος! Η ιστορία του 34χρονου Κώστα Θεοδωρίδη - ο μόνος που δέχτηκε να μιλήσει με ονοματεπώνυμο, και το περίεργο, με χαμόγελο - είναι μάλλον ενδεικτική της εποχής. Ανεργος, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ζει με τη μάνα του (γι' αυτήν προοριζόταν η δεύτερη μερίδα φαγητού) σε ξενώνα του Δήμου. Μια ζωή, λέει, οι γονείς του ζούσαν στο νοίκι, με τον πατέρα του να φορτώνει νταλίκες και παράλληλα να κάνει ό,τι άλλο μεροκάματο έβρισκε για τον άρτο της οικογενείας. Πριν από εφτά χρόνια, όμως, ο πατέρας πέθανε και η οικογένεια βρέθηκε ξεκρέμαστη. «Δεν είχαμε λεφτά να πληρώσουμε το νοίκι», λέει ο Κώστας. «Συγγενής κανένας δε βρέθηκε να βοηθήσει», με αποτέλεσμα μάνα και γιος να καταλήξουν να κοιμούνται, για έξι μήνες, στα παγκάκια της πρωτεύουσας. Ηρθε μετά ο Δήμος και τους μάζεψε.

«Στοιχημάτισε» τη ζωή του κι έχασε

Ο Μιχάλης Α., που σήμερα κοιμάται στο μαρμαράδικο που έπιασε δουλιά σαν εργάτης, είναι κυριολεκτικά η περίπτωση «περασμένα μεγαλεία, που διηγώντας τα να κλαις». Η δική του κατρακύλα ξεκινά από τη στιγμή που ο γιος του συνεταίρου του έπιασε δουλιά σαν αναβάτης στον ιππόδρομο. «Πάμε να δούμε τον Κώστα;», του 'πε μια μέρα ο συνέταιρος και από τότε ήρθε το αλίμονο. «Φτάσαμε στο σημείο να παρατάμε το συνεργείο μας, να αφήνουμε στη μέση τις δουλιές μας και να τρέχουμε στις κούρσες. Χρεώθηκα σε τράπεζες, δανείστηκα από φίλους και συγγενείς, ώσπου ήρθε μια μέρα και ό,τι είχα και δεν είχα δεσμεύτηκε. Η γυναίκα μου δε δέχτηκε να συνεχίσουμε να είμαστε μαζί. Χωρίσαμε. Τα παιδιά μου απογοητεύτηκαν, φέρθηκαν κι αυτά ανάλογα. Είναι η τέταρτη φορά που φτάνω ως εδώ, να τρώω τα απαίσια φαγητά του συσσιτίου. Αλλά πιστεύω στα χέρια μου και στο κουράγιο μου. Θα δουλέψω σκληρά, θέλω να ξεφύγω απ' αυτή τη μοίρα». Ο Μιχάλης ωστόσο έχει και μια διαφορετική - σε σχέση με τους άλλους - άποψη. «Τα συσσίτια, οι ξενώνες και όλα αυτά, δε νομίζω ότι μας βοηθούν. Δε λύνουν το πρόβλημά μας, αντίθετα το διαιωνίζουν, το συντηρούν. Η όποια ασφάλεια δίνει αυτό το πιάτο το φαΐ, έχει καταδικάσει κι αυτό να το πιστέψετε, ανθρώπους στην απραξία, στην τεμπελιά. Το ζήτημα δεν είναι μόνο να τους ταΐσεις, το βασικό είναι να τους εντάξεις - το πολύ σε έξι μήνες - ξανά στην κοινωνία. Εδώ υπάρχουν άνθρωποι που μένουν χρόνια στους ξενώνες, που τρώνε χρόνια από τα συσσίτια. Βολεύονται οι μεν, βολεύονται και οι δε. Αυτή είναι η αλήθεια»...


9.000 άστεγοι, 225.000 έτοιμοι να βγουν στο δρόμο!

Ανεργοι, μετανάστες, ναρκομανείς, ψυχικά άρρωστοι, ηλικιωμένοι και αποφυλακισμένοι είναι οι ομάδες «υψηλού κινδύνου», οι άνθρωποι που κινδυνεύουν περισσότερο απ' τους άλλους, να βρεθούν μια μέρα ξαφνικά στο δρόμο.

Στη χώρα μας, μέχρι σήμερα, δεν έχει υπάρξει - τουλάχιστον από «ψηλά» - μια επίσημη έρευνα που να μιλά με αριθμούς για το πρόβλημα των αστέγων. Ο,τι ελάχιστο, έχει γίνει από μη κυβερνητικές οργανώσεις ή από φιλανθρωπικούς συλλόγους. Ωστόσο, μόλις πρόσφατα, παρουσιάστηκε μια μελέτη του «Ινστιτούτου Φιλανθρωπίας» - κι είναι πραγματικά ντροπή να μην ασχολούνται με αυτό το θέμα οι λεγόμενες «σοβαρές» οργανώσεις - τα στοιχεία της οποίας δεν είναι απλώς συγκλονιστικά, είναι κυρίως άκρως ανησυχητικά για το μέλλον.

Ακούστε, λοιπόν: Μόνο στο λεκανοπέδιο της Αττικής εκτιμάται πως 9.000 άνθρωποι(!) είναι αποκλεισμένοι από οποιαδήποτε μορφή στέγης, κυρίως άνεργοι, αποφυλακισμένοι, αλλοδαποί και τοξικομανείς. Επίσης 5.800 παιδιά εργάζονται στους δρόμους και απ' αυτά το 2% δηλώνει πως δεν έχει στέγη. Στους ξενώνες μόνο (μη κυβερνητικών οργανώσεων και της εκκλησίας), βρίσκουν καταφύγιο 2.500 άνθρωποι, ενώ αναφορά γίνεται για 2.000 άτομα που διαμένουν σε εγκατελειμμένα σπίτια και παραπήγματα.

Ακρως αποκαλυπτικές είναι οι εκτιμήσεις της οργάνωσης «Αρσις» (εκπροσωπεί τη χώρα μας στην «Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία για τους Αστέγους»), η οποία αναφέρει ότι κάθε χρόνο περνάνε απ' τους ξενώνες, τους δρόμους και τα κέντρα προσφύγων της Αττικής τουλάχιστον 11.000 άνθρωποι. Από αυτούς εκτιμάται πως 8.000 είναι αλλοδαποί και οι υπόλοιποι Ελληνες. Το πιο ενδιαφέρον και ανησυχητικό παράλληλα, είναι η αναφορά που κάνει η οργάνωση στη «δεξαμενή φτώχειας», από την οποία τροφοδοτούνται οι δρόμοι. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, υπάρχουν 140.000 Ελληνες και 85.000 αλλοδαποί (225.000 συνολικά) που διαβιώνουν κάτω από εξαιρετικά κακές συνθήκες και κινδυνεύουν να βρεθούν από στιγμή σε στιγμή στους δρόμους!


ΡΕΠΟΡΤΑΖ : Μπέρρυ ΤΣΟΥΓΚΡΑΝΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ