Τα νέα δρακόντεια μέτρα που απαιτεί η Κομισιόν για την Κοινωνική Ασφάλιση, με την πρόσφατη Εκθεσή της, δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Είναι η συνέχιση της αντιασφαλιστικής επίθεσης, όπως εκφράστηκε με τον νόμο 2039/2002, που μεταξύ άλλων προβλέπει τη μείωση των συντάξεων, την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, ιδιαίτερα των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ και στις τράπεζες, την «εξίσωση» προς τα κάτω μεγάλων κατηγοριών εργαζομένων, με την ένταξη στο ενιαίο ΙΚΑ, αλλά και τη συνένωση των επικουρικών ταμείων.
Για το νέο ΙΚΑ η κυβέρνηση επεφύλαξε τον οικονομικό του στραγγαλισμό, με τον νέο τρόπο χρηματοδότησης και την παραγραφή των τεράστιων χρεών του Δημοσίου προς τον μεγαλύτερο ασφαλιστικό οργανισμό. Με την ίδρυση των λεγόμενων επαγγελματικών ταμείων, προωθείται η ευθεία ιδιωτικοποίηση της δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης και η υποχρέωση των εργαζομένων να πληρώνουν και τρίτη εισφορά, πέραν της κύριας και επικουρικής. Η κεφαλαιοποίηση, η επέκταση στην τοποθέτηση των αποθεματικών στις χρηματαγορές, η «εξατομίκευση» της ασφάλισης, είναι αλλαγές που οδηγούν σε ένα ασφαλιστικό σύστημα, που θα διέπεται όλο και περισσότερο από τους νόμους της αγοράς, αλλά και θα «δουλεύει» για λογαριασμό της αγοράς. Δηλαδή του μεγάλου κεφαλαίου.
Επιπλέον, με το νόμο ανοίγει ο δρόμος για την υπονόμευση των βαρέων και ανθυγιεινών. Υπό το πρόσχημα της βιωσιμότητας περικόπτονται οι παροχές σε Υγεία και Πρόνοια. Στη θέση της αλληλεγγύης προωθείται η «ανταποδοτικότητα» και μάλιστα για το μεγάλο κεφάλαιο. Στη βάση της αρχής της αναδιανομής, οι πόροι του ασφαλιστικού συστήματος θα αναδιανέμονται υπέρ των αναγκών του μεγάλου κεφαλαίου, με ακόμα καλύτερους όρους γι' αυτό. Το κράτος θα αποδίδει λιγότερους πόρους, οι εργαζόμενοι θα σηκώνουν μόνοι το βάρος του συστήματος και οι μεγαλοεργοδότες θα κάνουν ταμείο...
Τώρα η ΕΕ μαζί με τις εθνικές κυβερνήσεις περνούν στην επόμενη φάση του σχεδίου. Η Εκθεση της Κομισιόν κάνει καθαρό ότι επίκεινται και νέα μέτρα. Υπό το πρόσχημα της γήρανσης, της μη βιωσιμότητας, προτρέπουν σε πιο αποφασιστικά μέτρα, που θα περικόπτουν συντάξεις και θα αυξάνουν τον εργάσιμο βίο.
Οσοι σήμερα καμώνονται να αιφνιδιάζονται κοροϊδεύουν τους εργαζόμενους. Η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, με την ψήφιση του νόμου κομπορρημονούσε ασύστολα. «Δώσαμε αυτή τη μάχη νικηφόρα», δήλωνε ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Χρ. Πολυζωγόπουλος και σε μια αναλαμπή του οίστρου του δε δίστασε να ισχυριστεί ότι «το κοινωνικοασφαλιστικό μοντέλο της χώρας μας (σ.σ. μετά μάλιστα την ψήφιση του νόμου) τείνει να αποτελέσει "φάρο" για τους Ευρωπαίους εργαζόμενους».
Και όμως όλοι γνώριζαν. Η Εκθεση, την οποία υπέβαλε η κυβέρνηση τον περασμένο Σεπτέμβρη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι αποφάσεις που είχαν ληφθεί στις προηγούμενες Συνόδους Κορυφής, ακόμα - ακόμα και η ίδια η Λευκή Βίβλος, προδιαγράφουν το έγκλημα που συντελείται σε βάρος όλων των Ευρωπαίων εργαζομένων. Με την ανάληψη της προεδρίας η ελληνική κυβέρνηση, εξ αντικειμένου αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι εργαζόμενοι της χώρας μας, δεν μπορεί παρά να φιλοδοξούν να γίνουν πρωταγωνιστές στην κοινή πάλη για την υπεράσπιση των εργατικών δικαιωμάτων. Οι καιροί ου μενετοί.
Αν και οι εργαζόμενοι δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την ψήφιση του νόμου, το σίγουρο είναι ότι η πορεία εφαρμογής του το επόμενο διάστημα δε θα είναι περίπατος για την κυβέρνηση. Εδώ, στο πεδίο εφαρμογής του, το κάλεσμα του ΠΑΜΕ, των ταξικών δυνάμεων για οργάνωση της αντίστασης και οι στόχοι πάλης, για δημόσια, καθολική Κοινωνική Ασφάλιση με αναβαθμισμένες παροχές και καλύτερες συντάξεις παραμένει επίκαιρο.
Για τον ίδιο το νόμο έχουν γραφεί και ειπωθεί πολλά. Μπροστά όμως στην εφαρμογή του, αλλά και στα νέα δρακόντεια μέτρα που ετοιμάζονται, αξίζει να δούμε πώς η ίδια η κυβέρνηση εκτιμά τη στρατηγική της, μέσα από τη σχετική Εκθεση που απέστειλε τον περασμένο Σεπτέμβρη προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οπως, μάλιστα, χαρακτηριστικά τονίζεται στην Εκθεση «για να υπάρξει μακροχρόνια βιωσιμότητα πρέπει να εμπεδωθεί η πεποίθηση στην επάρκεια». Οχι η ίδια η επάρκεια αλλά η πεποίθηση γι' αυτήν..!
Οι συντάκτες της Εκθεσης ομολογούν ότι δεν τίθεται θέμα βελτίωσης της θέσης των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων, αφού ο νόμος δίνει «έμφαση στην επάρκεια των συντάξεων τόσο στην αποτροπή της ένδειας στην τρίτη ηλικία, όσο και με την προστασία της αγοραστικής αξίας των συντάξεων». Το πώς προστατεύεται η αγοραστική δύναμη των συντάξεων, μέσα από την εισοδηματική πολιτική είναι γνωστό στους συνταξιούχους. Πολύ περισσότερο, που με τον νόμο 1902/90 και την αποσύνδεση των κατώτερων συντάξεων από τα 20 ημερομίσθια του ανειδίκευτου εργάτη, οι συνταξιούχοι του ΙΚΑ έχασαν μέσα σε μια δεκαετία πάνω από 2 εκατομμύρια δραχμές.
Και επειδή η κυβέρνηση γνωρίζει σε τι μοίρα οδηγεί τους συνταξιούχους και τον ισχυρό «κίνδυνο της ένδειας», γι' αυτό πλαισιώνει την αντιασφαλιστική επίθεση «με το πρόγραμμα Βοήθεια στο Σπίτι», παραπέμποντας ευθέως σε δράσεις ελεημοσύνης...
Ο δεύτερος στόχος που εξυπηρετεί ό νόμος -σύμφωνα πάντα με την Εκθεση- είναι η «ισονομία και η κοινωνική δικαιοσύνη και η απάλειψη διακρίσεων κατά των νέων εργαζομένων...». Η υποκρισία περισσεύει, καθώς αυτή η ισονομία εξυπηρετείται με τη μείωση των συντάξεων, αύξηση των ορίων ηλικίας σε εκείνες τις κατηγορίες εργαζομένων που για διάφορους λόγους, είχαν μια καλύτερη θέση σε σχέση με την ένδεια που χαρακτηρίζει τις συντάξεις της συντριπτικής πλειοψηφίας συνταξιούχων σε ΙΚΑ, ΟΓΑ, ΟΑΕΕ.
Τρίτον: Η κυβέρνηση διαβεβαιώνει, και μάλιστα κατηγορηματικά, για την «εξασφάλιση χρηματοδοτικής αυτονομίας του ΙΚΑ», όταν ο πρώτος κιόλας προϋπολογισμός του Ιδρύματος με το νέο τρόπο χρηματοδότησης, οδηγεί σε μεγάλα ελλείμματα. Ελλείμματα που όχι μόνο δε δημιουργούν αποθεματικά για το μέλλον, αλλά και μαθηματικά οδηγούν σε νέα αντιασφαλιστικά μέτρα, όπως άλλωστε πράττουν όλες οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα.
Τέταρτον: Η κυβέρνηση εκτιμά ότι με το νόμο της δίνεται η δυνατότητα να διαμορφώσει «σταθερότητα στο θεσμικό πλαίσιο», ενώ ταυτόχρονα της αφήνει περιθώριο «ευελιξίας» σε επιμέρους θέματα και νέες παρεμβάσεις στο μέλλον.
Τέλος, αξιολογεί ως βασική παράμετρο του νόμου τη δημιουργία των επαγγελματικών συντάξεων, (τρίτος πυλώνας), που επί της ουσίας θα αποφορτίσει τις πιέσεις προς το κράτος για τα επίπεδα της βασικής σύνταξης, η οποία έτσι και αλλιώς θα βαίνει μειούμενη. Αλλά και τη δημιουργία της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, η οποία θα της επιτρέπει στενή παρακολούθηση των ταμείων και εργαλείο «επιστημονικής τεκμηρίωσης» της αντιλαϊκής πολιτικής της.
Για το ότι θα υπάρχει συνέχεια στο Ασφαλιστικό, η κυβέρνηση δεν είχε καμία αμφιβολία. Η ίδια δήλωνε προς τη Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέσα από τις σελίδες της Εκθεσης: «Η ψήφιση του Νόμου 3029 είναι σημαντικό βήμα, αλλά όχι επειδή αυτός σηματοδοτεί το τέλος της ενασχόλησης με τις συντάξεις -την τελευταία λέξη στο θέμα των συντάξεων. Αντίθετα, αφού ο Νόμος λαμβάνει σαφή θέση σε μεγάλες κοινωνικές επιλογές, "απενεργοποιεί" το θέμα των συντάξεων ως αντικείμενο και θρυαλλίδα κεντρικής πολιτικής αντιπαράθεσης».
Πράγματι, η κυβέρνηση προωθώντας τον πυρήνα της αντιασφαλιστικής στρατηγικής που έχει χαράξει, ταυτόχρονα επιδίωξε να «απενεργοποιήσει» τις εργατικές αντιδράσεις, να μη βρεθεί μπροστά σε μια ακόμα «Ανοιξη του 2001» και στις μεγάλες διαδηλώσεις που πυροδότησε το πακέτο Γιαννίτση. Χωρίς να αλλάξει ούτε ένα κόμμα, από το αντιασφαλιστικό της πρόγραμμα, επέλεξε άλλους δρόμους.
Ο χαμαιλεοντισμός της και η υποκρισία της ομολογείται και μέσα από τις σελίδες αυτής της Εκθεσης. Μια τέτοια απόδειξη δίνει και στο ζήτημα των ορίων ηλικίας. Εγραφαν οι συντάκτες της Εκθεσης: «Η Ελλάδα δεσμεύεται από την απόφαση της Βαρκελώνης για "αύξηση της μέσης ηλικίας αποχώρησης (σ.σ. δείτε φρασεολογία) από την εργασία κατά 5 χρόνια". Η επιλογή του Ν. 3029 σημαίνει ότι αυτός ο στόχος δεν μπορεί απλώς να νομοθετηθεί. Αντίθετα, πρέπει να επιτευχθεί μέσω παρεμβάσεων στην απασχόληση και στην αγορά εργασίας - με προσαρμογές στη ζήτηση για εργασία ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας όσο και στην προσφορά».
Για το ποιες θα είναι αυτές οι προσαρμογές που να πετυχαίνουν την αύξηση των ορίων ηλικίας κατά 5 χρόνια, η κυβέρνηση είναι πολύ ξεκάθαρη, όσο και αποκαλυπτική για το πώς συνδυάζει τις ανατροπές στην Κοινωνική Ασφάλιση με τις νέες εργασιακές σχέσεις που προωθεί και μάλιστα άμεσα. Συγκεκριμένα, υπογράμμισε: «Στο πλαίσιο αυτό, σημαντικό ρόλο θα παίξουν ρυθμίσεις που επιτρέπουν μεγαλύτερη ευελιξία στην εργασία (μειωμένα ωράρια, μερική απασχόληση), όπως και η ανάπτυξη νέων τομέων, όπως η κοινωνική εργασία. Σε κάθε περίπτωση η στρατηγική για την επίτευξη του στόχου αυτού, θα είναι πρωταρχικό μέλημα του ΕΣΔΑ 2003».
Σημαντικές είναι οι επιβαρύνσεις των εργαζομένων στο Δημόσιο από τον τελευταίο αντιασφαλιστικό νόμο
Οι αντιασφαλιστικές ρυθμίσεις, που προώθησε η κυβέρνηση, ήταν το καταστάλαγμα μιας συνολικής αντίληψης για το πώς πρέπει να λειτουργεί το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης, σε καθεστώς γενικής «ευελιξίας». Γι' αυτό και οι διατάξεις του νόμου έπληξαν το σύνολο της εργατικής τάξης, επικυρώνοντας μια σειρά από προηγούμενες ρυθμίσεις. Αποτέλεσαν, επίσης, μια επιβεβλημένη τροποποίηση του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, το οποίο είχε θεσπίσει η ΝΔ, με τρόπο τέτοιο που να το ενισχύει και όχι να το ακυρώνει, όπως ισχυρίστηκαν κυβέρνηση και συνδικαλιστές οπαδοί της πολιτικής της.
Ειδικά για τους δημόσιους υπάλληλους, οι αρνητικές συνέπειες δεν είναι καθόλου αμελητέες. Η αλλαγή στο ποσοστό αναπλήρωσης της σύνταξής τους από το 80% στο 70%, είναι αρκετή από μόνη της για να κρίνει το νόμο και την κυβερνητική πολιτική. Επιπρόσθετα, όμως, καθόρισε την επιπλέον μείωση των συντάξεων, με τον υπολογισμό του μέσου όρου των μισθών της τελευταίας πενταετίας για τη διαμόρφωση του ύψους της σύνταξης, αντί του μισθού του τελευταίου μήνα για όσους προσλήφθηκαν πριν το 1993.
Η κατάσταση επιβαρύνεται και από το πλασματικό 60χίλιαρο (176 ευρώ) για τη δήθεν μείωση της απώλειας από την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της σύνταξης και του ποσοστού αναπλήρωσης. Σύμφωνα με το νόμο, από την 1η Γενάρη 2003, ποσό 176 ευρώ από τα επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων, «υπόκειται σε όλες τις ασφαλιστικές εισφορές και λαμβάνεται υπόψη στη βάση υπολογισμού της σύνταξης των εφεξής εξερχομένων από την υπηρεσία, κατά 7/35 του ποσοστού αναπλήρωσης της σύνταξης (80%) για κάθε έτος που έχουν καταβληθεί εισφορές».
Με λίγα λόγια, από την 1 Γενάρη του νέου έτους οι δημόσιοι υπάλληλοι θα πληρώνουν επιπλέον εισφορά 12.000 δραχμών (καθώς το ποσοστό κράτησης είναι 20%) και δε θα έχουν άμεσο αντίκρισμα στις συντάξεις.
Ωστόσο, οι επιπτώσεις της κυβερνητικής πολιτικής επεκτείνονται πέρα και από τον τελευταίο νόμο, ο οποίος παράλληλα παγίωσε το καθεστώς των 35 χρόνων για συνταξιοδότηση στο Δημόσιο. Αυτή τη στιγμή, οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο αντιμετωπίζουν ένα ακόμη σημαντικό πρόβλημα. Το Ταμείο Πρόνοιας βρίσκεται σε εξαιρετικά δεινή οικονομική κατάσταση και η ομαλή καταβολή του εφάπαξ κινδυνεύει. Η κυβέρνηση προσανατολίζεται στην επιβολή νέων εισφορών και η πλειοψηφία της ΑΔΕΔΥ εμφανίζεται δεκτική σε αυτή την κατεύθυνση. Την ίδια ώρα η κυβέρνηση αγνοεί συνειδητά τις ευθύνες της για την πορεία του Ταμείου.