Από πλευράς πυκνότητας, το ταξίδι από το διαπλανητικό στο διαγαλαξιακό διάστημα είναι πιο δραστικό από το πέρασμα από το υγρό νερό στον αέρα. Θα περίμενε κανείς ότι το τέλος αυτού του ταξιδιού θα έδινε άλλη έννοια στη λέξη «βαρετό». Ακόμα και οι αστρονόμοι δεν είχαν σε μεγάλη υπόληψη το διαγαλαξιακό χώρο. Γιατί να ασχοληθεί κανείς με ένα τόσο αραιό υλικό, όταν το σύμπαν βρίθει από πλανήτες με πλούσια χαρακτηριστικά, «πολυτελείς» γαλαξίες και «πεινασμένες» μαύρες τρύπες;
Αλλά αυτή η στάση έχει αρχίσει να αλλάζει. Το διαγαλαξιακό μέσο αποδεικνύεται ότι είναι η κεντρική αρένα της κοσμικής εξέλιξης. Οι αστρονόμοι υπέθεταν ότι οι ιδιαιτερότητες του διαγαλαξιακού αερίου ήταν ασήμαντες και ότι η βαρύτητα από μόνη της οδήγησε στο σχηματισμό των γαλαξιών. Οταν το διαγαλαξιακό αέριο κρύωσε από την πρώτη θερμή ιονισμένη μορφή του, μετατράπηκε σε ένα πιο κρύο μείγμα ουδέτερου υδρογόνου και ηλίου και δεν επέδρασε παραπέρα στη δουλιά της βαρύτητας. Οι περιοχές που είχαν κάπως υψηλότερη πυκνότητα τράβηξαν προς το μέρος τους και άλλη ύλη από τη γύρω περιοχή. Ετσι, οι περιοχές αυτές αύξησαν την πυκνότητά τους, ενώ οι άλλες έγιναν ακόμα πιο αραιές και αυτή η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σε αυτό το μοντέλο, οι πυκνότητες, οι θέσεις και οι μεγαλύτερες κοσμικές δομές εξαρτώνται μόνο από την τυχαία αρχέγονη κατανομή της μάζας. Ακόμη κι αν το διαγαλαξιακό μέσο είχε κάποια εσωτερική πολυπλοκότητα, πράγμα που οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούσαν απίθανο, δεν είχε κάποια ουσιαστική επίδραση στις ενδιαφέρουσες περιοχές του σύμπαντος.
Ομως, όσο περισσότερο οι αστρονόμοι ανακάλυπταν τις ιδιότητες του αερίου, τόσο οι παρατηρήσεις τους έρχονταν σε αντίθεση με αυτή την απλή θεωρία. Βρήκαν ότι το διαγαλαξιακό αέριο έχει μια δαιδαλώδη ιστορία, με πολλές σημαντικές μεταπτώσεις που σχετίζονται αδιάρρηκτα με το σχηματισμό των κοσμικών δομών. Επιπλέον, διαπίστωσαν ότι αυτό το πιο αραιό από τα υλικά του κόσμου, είναι κατανεμημένο σε στρώματα και νημάτια, που περιβάλλουν χαλαρά τους γαλαξίες σαν ένας ιστός αράχνης.
Οι σχετικές έρευνες άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και τα τελευταία δύο χρόνια υπάρχει μια έκρηξη ερευνητικής δραστηριότητας στον τομέα. Βέβαια, δεν είναι εύκολο να μελετηθεί κάτι που σχεδόν δε φαίνεται. Σαν τους ντετέκτιβ, οι αστρονόμοι συλλέγουν έμμεσα στοιχεία και τα συγκολλούν προσεκτικά για να αποκαλύψουν την ιστορία του αερίου που βρίσκεται ανάμεσα στους γαλαξίες.
Από τα πρώτα μη οριστικά στοιχεία προκύπτει ότι η πρώτη μετάπτωση του διαγαλαξιακού αερίου από την ιονισμένη στην ουδέτερη μορφή με τη γνωστή διαδικασία του ανασυνδυασμού ήταν η αιτία της παρατηρούμενης σήμερα στο σύμπαν ακτινοβολίας μικροκυμάτων υποβάθρου. Η δεύτερη μετάπτωση, από την ουδέτερη μορφή και πάλι στην ιονισμένη είναι πιο μυστηριώδης και ίσως οφείλεται στην ακτινοβολία που είχαν αρχίσει να εκπέμπουν τα κβάζαρ ή τα αστέρια των πρωτογαλαξιών. Αυτή η μετάπτωση ίσως να παρείχε τη θερμική πίεση που εμπόδισε το σχηματισμό μικρότερων γαλαξιών, πολυπλοκοποιώντας την απλή εικόνα του βαρυτικού σχηματισμού της σημερινής δομής των γαλαξιών. Η τρίτη μετάπτωση, που εξηγεί την παρατηρούμενη σχέση της φωτεινότητας και της θερμοκρασίας των συστάδων γαλαξιών, παραμένει ακόμα πιο μυστήρια και ίσως να σχετίζεται με τις εκρήξεις υπερκαινοφανών αστέρων στους πρωτοσχηματιζόμενους γαλαξίες. Πάντως, κάθε γενιά ουράνιων σωμάτων μετέβαλε το διαγαλαξιακό αέριο και αυτό σε μια διαλεκτική σχέση με το υπόλοιπο σύμπαν επιδρούσε στις ιδιότητες των νέων μορφών που έπαιρνε η ύλη.