Αναφορά του συγγραφέα - ερευνητή Νέαρχου Γεωργιάδη στη σχέση λαϊκού τραγουδιού και πολιτικής
Ο Βασίλης Τσιτσάνης |
«Ο Μάρκος Βαμβακάρης, θαυμαστής του Σουρή, ενσαρκώνει τον Ρωμιό στο περίφημο τραγούδι του "Ο Μάρκος υπουργός": "Βάζω υποψηφιότητα πρωθυπουργός να γίνω/ να κάθομαι τεμπέλικα, να τρώγω και να πίνω.. ". Είναι πολύ γνωστή η "Ρεμπέτικη κυβέρνηση" του Μαρίνου Γαβριήλ (Μαρινάκη), η οποία θέλει να αποτινάξει κάθε ξένη εξάρτηση από την Ελλάδα - τραγούδι που αποτελεί προέκταση της σκέψης του Βαμβακάρη... Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, το βαθύτατο ενδιαφέρον του λαϊκού τραγουδιού για τα εκάστοτε πολιτικά δρώμενα... Το λαϊκό τραγούδι των πόλεων είναι ένα καλλιτεχνικό είδος που βασίζεται σε ζωντανά παραδοσιακά στοιχεία και αποτυπώνει τη ζωή των πόλεων απ' τη σκοπιά των λαϊκών στρωμάτων. Οι ρεμπετολόγοι, που έζησαν μακριά από τη νεοελληνική πραγματικότητα, έχουν μια τουριστική αντίληψη για το λαϊκό μας τραγούδι. Γι' αυτό το λόγο θέλησαν να το αποστειρώσουν, να το πλαστογραφήσουν, να αποκόψουν την έννοια της λαϊκότητας και να ακρωτηριάσουν το είδος. Προτιμούν τον καταχρηστικό όρο "Ρεμπέτικο", ενώ αντιπαθούν με πάθος και καταπολεμούν τον όρο "Λαϊκό Τραγούδι". Αγνοούν και περιφρονούν την περίοδο από το 1952 και μετά, αποκόβοντας έτσι τα μετεμφυλιακά τραγούδια των Μπακάλη, Δερβενιώτη, Κλουβάτου, Καλδάρα, Τσιτσάνη κ.ά. Αποκόβουν επίσης τα τραγούδια της μετανάστευσης και τα ρωμαλέα εργατικά τραγούδια που είχαν ως κυριότερο φωνητικό εκφραστή τους τον Στέλιο Καζαντζίδη...».
Ο Μάρκος Βαμβακάρης |
«Στη δεκαετία του '40 μια πλειάδα συνθετών αναδεικνύουν ως πρότυπα τον πολεμιστή της Αλβανίας, τους αντάρτες του ΕΛΑΣ κι εκείνους του Εμφυλίου Πολέμου. Ο Μιχάλης Γενίτσαρης γίνεται ο χρονικογράφος της Κατοχής. Μιλά με απέχθεια για τους μαυραγορίτες και τους συνεργάτες των Γερμανών, βλέπει με θαυμασμό τους σαλταδόρους, υμνεί τα παλικάρια της Αντίστασης, όπως τον Στέλιο Καρδάρα: "Αδικα τον σκοτώσανε, λες κι ήτανε κατάρα/ γιατί ήταν στην Αντίσταση τον Στέλιο τον Καρδάρα...". Ο θάνατος του Αρη Βελουχιώτη, στα 1945, γίνεται τραγούδι από τον Νίκο Μάθεση, τον Μανόλη Χιώτη και τον Γενίτσαρη. Ο Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας) γίνεται ο τυφλός ραψωδός της Αντίστασης: "Πολέμησε αντάρτη μου, ως πολεμάνε όλοι/ και με τον Αρη αρχηγό, θα 'ναι γλυκό το βόλι..." Συνέθεσε τουλάχιστον μια ντουζίνα τραγούδια για την Αντίσταση, στα οποία αναφέρονται ρητά τα ονόματα ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που τα τραγουδούσε κρυφά κατά τη διάρκεια της Κατοχής και αργότερα. Ο Μαρίνος Γαβριήλ ή Μαρινάκης αναθεμάτισε τον τορπιλισμό της "Ελλης" από τους Ιταλούς φασίστες, περιέγραψε την κατοχική πείνα, θρήνησε την εξόντωση των Εβραίων της Ελλάδας, ύμνησε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Νίκος Γούναρης διεκτραγωδήσανε το δράμα των αγωνιστών, που ήταν φυλακισμένοι από τους Γερμανούς στο Χαϊδάρι κι αλλού. Ο Βαμβακάρης: "Τρέξε μανούλα όσο μπορείς, τρέξε να με γλιτώσεις/ κι απ' το Χαϊδάρι μάνα μου να μ' απελευθερώσεις...". Η συμπαράταξή τους με την Εθνική Αντίσταση δείχνει πράγματι ότι στη δεκαετία του '40, οι συνθέτες αυτοί αντικατέστησαν το πρότυπο του ρεμπέτη με το πρότυπο του αντάρτη. Ο Τσιτσάνης στη δεκαετία του '40 δεν τραγουδά πια την παλικαριά του Σαρκαφλιά. Υμνεί ρητά το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Οι αντάρτες φέρνουν μαζί τους "την αυγούλα τη χρυσή" της ελεύθερης ζωής... Οι αντάρτες "το θεριό στα δυο θα κόψουν κι όλα θα τα δώσουν για τη λευτεριά".
Ο Απόστολος Καλδάρας |
«Το μετεμφυλιακό τραγούδι εκπροσωπήθηκε, κυρίως, από τους συνθέτες Μπάμπη Μπακάλη, Θόδωρο Δερβενιώτη, Γεράσιμο Κλουβάτο, Μανόλη Χιώτη, Απόστολο Καλδάρα, Τσιτσάνη και άλλους. Κυριότεροι φωνητικοί εκφραστές του - οι Πρόδρομος Τσαουσάκης, Θανάσης Ευγενικός, Καίτη Γκρέι και κυρίως ο Στέλιος Καζαντζίδης. Στον τομέα του στίχου οι Χαράλαμπος Βασιλειάδης, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και Κώστας Βίρβος μεταχειρίζονταν διάφορους τρόπους και μεθόδους για να περνούν τους πιο τολμηρούς στίχους και τα πιο τολμηρά θέματα από τα δίχτυα της λογοκρισίας. Η θητεία του Θόδωρου Δερβενιώτη στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, στη Μακρόνησο, σε φυλακές και εξορίες συντέλεσε αρκετά στο να δημιουργηθεί μια μεγάλη ομάδα μετεμφυλιακών τραγουδιών που μιλούν για άδικη κοινωνία, κοινωνικούς κατατρεγμούς και κοινωνικές αντιθέσεις: "Οσο υπάρχουν πλούσιοι, χωρίς ψυχή στην πλάση/ απ' τη σκληρή τους την καρδιά/ η έρημη φτωχολογιά/ ψωμί δε θα χορτάσει...". Η θητεία του Καζαντζίδη στη Μακρόνησο, καθώς και τα πλήγματα που δέχτηκε απ' το κράτος και το παρακράτος η οικογένειά του, τον οδήγησαν να κατανοήσει πόσο άδικο και παράλογο ήταν το καθεστώς και το κοινωνικό σύστημα. Αποτέλεσμα ήταν, σε συνεργασία με στιχουργούς και συνθέτες που τους παρακινούσε τι να γράψουν, να δώσει μια σειρά τραγουδιών κοινωνικής καταγγελίας. Εξάλλου, η θητεία του στα βιοποριστικά επαγγέλματα του δρόμου, στις οικοδομές και στα εργοστάσια τον έκανε να είναι ο γνησιότερος εκφραστής πολλών εργατικών τραγουδιών, που μιλάνε για τα ροζιασμένα χέρια των οικοδόμων, τα μουτζουρωμένα χέρια των εργατών και των μηχανικών, για τα όμορφα κορίτσια που δουλεύουν σε καπνεργοστάσια, υφαντουργεία και αλλού».