Οταν ήμουνα μικρός, ο πατέρας μ' έπαιρνε από το χέρι (αχ εκείνη τη θερμή χειραψία, πόσο τη νοσταλγώ) και με πήγαινε στη Διεθνή Εκθεση. Τότε, βέβαια, δεν μπορούσα να καταλάβω το οικονομικό νόημα εκείνου του πολύχρωμου πανηγυριού, ούτε, φυσικά, υποπτευόμουνα τη σχέση, που υπήρχε ανάμεσα στα πυροτεχνήματα που στόλιζαν τον ουρανό της Θεσσαλονίκης, που τότε δεν την αποκαλούσαμε «συμπρωτεύουσα», αλλά «φτωχομάνα», και την Ελλάδα, γενικώς, που τότε δεν την αποκαλούσαμε «ισχυρή», αλλά «ψωροκώσταινα». Το μόνο που με ενδιέφερε τότε, που ήμουνα μικρός, ήτανε εκείνα τα περίφημα ολοστρόγγυλα γλυκά, γεμάτα από σιρόπι και λαχταριστή σοκολάτα, τα ροξ. Α, ροξ του Φλόκα. Εξάλλου, η προσδοκία αυτής της σιροπιαστής πανδαισίας με ανάγκαζε να είμαι φρόνιμος και πειθαρχικός και να ακολουθώ, χωρίς να γογγύζω, τις προσταγές του πατέρα μου. Ηταν κι αυτό μια πειθαρχημένη και ελεγχόμενη ευτυχία, όπως όλες οι ευτυχίες του κόσμου!
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, από την εποχή των ροξ, κι εγώ μεγάλωσα. Και όταν άνοιγε η Εκθεση δε χρειαζόμουνα πια το ζεστό χέρι του πατέρα μου, για να την επισκεφτώ. Είχανε αλλάξει και τα γούστα μου, τα ροξ αντικαταστάθηκαν με τη μαύρη μπίρα, και κείνα τα κοριτσίστικα χαμόγελα, που γλύκαιναν τη ζωή μου με έναν άλλο τρόπο. Και πάνω απ' όλα, άρχισα να καταλαβαίνω κάτι από οικονομία, κάτι από «φτωχομάνα» και «ψωροκώσταινα» και τα πράματα από μέσα μου άρχιζαν να δυσκολεύουν. Το μυαλό μου γέμιζε από απορίες. Στην άκρη της γλώσσας μου κρέμονταν του κόσμου τα ερωτήματα και οι απαντήσεις ήταν λιγοστές και άσχετες. Κι όταν τις έβρισκα, αυτές λέγονταν με σιγανή φωνή, γιατί απ' έξω παραφύλαγε ο χωροφύλακας και πιο πέρα οι φυλακές και τα ξερονήσια γέμιζαν, όσο να πεις. Τα σχολεία, βλέπεις, στην Ελλάδα, είτε είναι αυτή «ψωροκώσταινα», είτε «ισχυρή» και «σύγχρονη» δε δίνουν τέτοιες απαντήσεις. Είναι κι αυτά, πάνω κάτω σαν τις «φυλακές» και τα «ξερονήσια». Κι έτσι, χωρίς να το καταλάβω, η Εκθεση για μένα έγινε ένα ανεξήγητο πανηγύρι: μαύρη μπίρα και λουκάνικο Φραγκφούρτης και πότε πότε κανένα πυροτέχνημα και τα χορευτικά συγκροτήματα στην κεντρική της πλατεία.
Ωσπου μεγάλωσα κι άλλο, μπήκα στο πανεπιστήμιο και ήρθαν τα πράματα και ξεκαθάρισαν. Τα ροξ ήταν πια ένα μακρινό παρελθόν, τη μαύρη μπίρα την έβρισκες και αλλού και τα χαμόγελα των κοριτσιών δεν ήταν παιχνίδι, αλλά σχέση, και μάλιστα σχέση υπεύθυνη. Και τότε η Εκθεση έχασε και τη γλύκα της και το μεθύσι της και τα πολύχρωμα πυροτεχνήματά της. Εγινε σιγά σιγά, για μένα, ένα ανοιχτό παράθυρο απ' όπου έβλεπα ολοκάθαρα τη ζωή. Την υποκρισία που έκρυβαν τα χρώματά της, τις συναλλαγές, που καμουφλάριζαν οι μουσικές της. Κατάλαβα πως όλο εκείνο το πολύχρωμο πανηγύρι δεν ήτανε τίποτε άλλο παρά ένα παζάρι. Ενα παζάρι που για να το περπατήσω δε χρειαζόμουν τη θερμή «χειραψία» του πατέρα μου, που είχε πεθάνει κι αυτός, όπως όλες εκείνες οι παλιές ηδονές, που πλημμύριζαν την παιδική και ανυποψίαστη ζωή μου.
Τα παζάρια όμως δεν τελειώνουν ποτέ. Γίνονται κάθε χρόνο. Στη Λάρισα, στο Αργος Ορεστικό, στην Αλεξανδρούπολη, στην Καρδίτσα, στην Καλαμάτα. Ετσι και στη Θεσσαλονίκη. Κάθε Σεπτέμβρη στήνονται οι πάγκοι, αραδιάζονται επάνω τους τα πλαστικά παιχνίδια και στα σχοινιά κρέμονται οι νάιλον κιλότες. Οι αργόσχολοι περνοδιαβαίνουν, χωρίς να καταλαβαίνουν τι ακριβώς βλέπουν και τα μικρά παιδιά μαζεύουν τα πολύχρωμα διαφημιστικά φέιγ-βολάν. Ούτε λόγος, βέβαια, για κείνα τα λαχταριστά ροξ, τη μαύρη μπίρα και τα λουκάνικα της Φραγκφούρτης. Ολα αυτά, εδώ και χρόνια, τα έχει αντικαταστήσει η πρωθυπουργική συνέντευξη.
Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ
«Θάλασσα» μελωδικής ομορφιάς
Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται την Τρίτη από το θάνατο του Μάνου Λοΐζου
Τι είναι αυτό που εκμηδενίζει το χρόνο και κάνει τραγούδια που γράφτηκαν πριν αρκετές δεκαετίες να παραμένουν δροσερά σαν να γράφτηκαν μόλις χτες; Πώς γίνεται και το όνομα ενός συνθέτη σκορπά ρίγη συγκίνησης, όχι μόνο σε όσους τον γνώρισαν, αλλά και σε νέους, που γεννήθηκαν αρκετό καιρό μετά το θάνατό του; Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται την Τρίτη από το θάνατο του Μάνου Λοΐζου, του μελωδού της ψυχής μας, του καλλιτέχνη που στο σύντομο διάβα του από τη ζωή πρόσφερε μια μεγάλη σε ποιότητα δημιουργία, η οποία παραμένει ζωντανή και συνεπαίρνει με την ίδια δύναμη εδώ και χρόνια. Και είναι πολλές οι φορές, που μέσα σ' αυτά τα χρόνια αναρωτηθήκαμε για τους λόγους που κάνουν τα τραγούδια του να ζουν και να βασιλεύουν, να τραγουδιούνται με απίστευτο ενθουσιασμό, πάθος, αγάπη. Και για το πώς αυτά τα τραγούδια αποκτούν ολοένα και περισσότερους φίλους, τα μοιράζονται και τα ξαναμοιράζονται γενιές ολόκληρες. Ποιος, άραγε, δεν έχει τραγουδήσει κομμάτια, όπως το «Αχ χελιδόνι μου», «Αλλο τίποτα δε μένει», «Λιώνουν τα νιάτα μας», «Τσιμινιέρα», «Το μερτικό μου απ' τη χαρά», «Η μέρα εκείνη δε θ' αργήσει», «Το νανούρισμα», «Ο γέρο - νέγρο Τζιμ», «Τέλι τέλι», «Γερνάς και σκοτεινιάζει», «Πρώτη Μαΐου», «Τσε», «Σ' ακολουθώ», «Μη με ρωτάς», «Η κουτσή κιθάρα», «Ο δρόμος», «Τρίτος παγκόσμιος» και τόσα άλλα; Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα σίγουρα βρίσκεται στα στοιχεία που συνέθεσαν αυτήν τη μουσική δημιουργία: Ταλέντο, ευαισθησία, ποιότητα, φρεσκάδα, αίσθηση ελευθερίας, αλήθεια, ομορφιά. Μια δημιουργία παλλόμενη, ζωντανή, που πρωτοείδε το φως μέσα στη δεκαετία του '60, των Λαμπράκηδων, των συνεχών διαδηλώσεων για 114, των δυναμικών φοιτητικών, κοινωνικών και πολιτικών αγώνων και το οποίο έπεφτε σαν δροσιά στους διψασμένους για ομορφιά, αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη. Ενα έργο, που μας προσκαλεί και μας ξαναπροσκαλεί να αφουγκραστούμε τους χτύπους της καρδιάς του, που είναι οι χτύποι της δικής μας καρδιάς.
Εμπνευση οι αγώνες
Παιδί Ελλήνων της διασποράς, ο Μάνος Λοΐζος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου είχε και την πρώτη του επαφή με τη μουσική, στην αρχή μέσω του βιολιού και στη συνέχεια μέσω της κιθάρας και του πιάνου. Στα μέσα της δεκαετίας του '50, έρχεται στην Αθήνα για σπουδές, στην αρχή στη Φαρμακευτική Σχολή και αργότερα στην Εμπορική. Αφήνει και τις δύο, αφού ήδη τον έχει κερδίσει η μεγάλη του αγάπη: Η μουσική. Το «Τραγούδι του Δρόμου» του Λόρκα, που το βρίσκει στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (σε μετάφραση του Νίκου Γκάτσου), τον εμπνέει. Το μελοποιεί και στις αρχές του '62, με ερμηνευτή τον Γιώργο Μούτσιο, θα κυκλοφορήσει τον πρώτο του (μικρό) δίσκο. Ενεργό μέλος, όπως πολλοί νέοι καλλιτέχνες, του «Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής» αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Χορωδίας του ΣΦΕΜ στην παράσταση της «Ομορφης Πόλης» του Μ. Θεοδωράκη στο «Παρκ» (1962). Ενα χρόνο αργότερα, διευθύνει τη χορωδία στην παράσταση των Χατζιδάκι - Θεοδωράκη «Μια πόλη μαγική» (την ορχήστρα διευθύνει ο Χρήστος Λεοντής), όπου οι δύο νέοι συνθέτες παρουσιάζουν και κάποια δικά τους τραγούδια. Το 1964, ο ΣΦΕΜ διοργανώνει την πρώτη κοινή συναυλία των Μ. Λοΐζου - Χρ. Λεοντή, στο «Ακροπόλ» με τραγούδια τους σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, Φώντα Λάδη και Μάρως Λήμνου, της πρώτης συζύγου του Μ. Λοΐζου και μητέρας της μοναχοκόρης του Μυρσίνης - τα έσοδα της συναυλίας διατίθενται στο Δ` Πανσπουδαστικό Συνέδριο. Σ' αυτήν την εκδήλωση, ο Μ. Θεοδωράκης θα προσφέρει ως δώρο στους δύο νέους συναδέλφους του την πέτρα, που του είχε περάσει περάσει ξυστά στο κεφάλι, όταν διηύθυνε τον «Επιτάφιο» στη Νάουσα, το 1961.
Ο Μάνος Λοΐζος, με την Μάρω και την κόρη τους, Μυρσίνη
Το κλίμα της εποχής, οι δημοκρατικοί αγώνες του '64-'65 δεν τον αφήνουν αδιάφορο και τα τραγούδια που γράφει εκείνη την περίοδο είναι εμπνευσμένα από αυτούς. Ηταν η περίοδος που οι μπουάτ γίνονταν τόπος συνάντησης των φοιτητών της γενιάς του 114 και του 15% για την Παιδεία, οι οποίοι μαζί με τα τραγούδια του Μίκη τραγουδούν με πάθος τα τραγούδια του Μάνου: Το «Δρόμο», τον «Στρατιώτη», το «Ακορντεόν», τον «Τρίτο Παγκόσμιο». Είναι τα τραγούδια (τα δύο πρώτα σε στίχους Κωστούλας Μητροπούλου και τα άλλα σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη), που σημαδεύουν την πορεία του συνθέτη και του ανοίγουν το δρόμο για πλατιά αναγνώριση. Η ιδεολογική στράτευση του Μάνου Λοΐζου, η ευαισθησία του για τους αδικημένους, η αλληλεγγύη του στους αγωνιζόμενους για έναν καλύτερο κόσμο, βρίσκουν καλλιτεχνική έκφραση σε έργα, όπως τα «Νέγρικα» σε ποίηση του Γιάννη Νεγρεπόντη, τα οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά στη Φοιτητική Εβδομάδα της Ανωτάτης Βιομηχανικής, με ερμηνευτές την Μαρία Φαραντούρη και τον Γιώργο Ζωγράφο και στη συνέχεια στη θρυλική συναυλία της ΕΦΕΕ, στις 19 Απρίλη του 1967, με τη συμμετοχή του Διονύση Σαββόπουλου. Τα τραγούδια αυτά, που αναφέρονται στον αγώνα επιβίωσης των μαύρων της Αμερικής, θα κυκλοφορήσουν σε δίσκο πολύ αργότερα, το 1975, καθώς είναι στις μαύρες λίστες της δικτατορίας κι έχουν απαγορευτεί, όπως εξάλλου και τα άλλα μέχρι τότε τραγούδια του. Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών ήταν η αιτία της μη πραγματοποίησης της τρίτης συναυλίας με τα «Νέγρικα», που οργάνωνε η Πανσπουδαστική για την 21 Απριλίου του '67.
Με τον ερχομό της δικτατορίας και με τον κίνδυνο της σύλληψης να παραμονεύει, ο Μ. Λοΐζος επιλέγει την αυτοεξορία στην Αγγλία. Στην Αθήνα επιστρέφει στις αρχές του '68. Μέσα στην καταχνιά της χούντας γράφει τραγούδια, που γίνονται επιτυχίες, με ερμηνευτές κυρίως τους Γιώργο Νταλάρα και Γιάννη Καλατζή. Κυκλοφορεί τους δίσκους «Ο Σταθμός», «Θαλασσογραφίες» (και οι δύο σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου). Με το τραγούδι «Σεβάχ ο Θαλασσινός», κάνει την πρώτη του εμφάνιση ως ερμηνευτής και η μεγάλη επιτυχία του τον οδηγεί στην ερμηνεία και άλλων τραγουδιών του. Στη συνέχεια, γράφει τη μουσική για την ταινία του Αλέξη Δαμιανού «Ευδοκία» και το «Να 'χαμε τι να 'χαμε». Παράλληλα, συνθέτει και πολλά κομμάτια που τα τραγουδά «σε φιλικό κύκλο» και δεν ακούγονται «ποτέ έξω από τους τέσσερις τοίχους μιας κάμαρας», όπως ο ίδιος έλεγε. Ανάμεσά τους, ο «Τσε», ο «Μέρμηγκας», τα «Συρματοπλέγματα», το «Μη με ρωτάς». Στην περίοδο '74-'76, ακολουθούν οι κύκλοι «Καλημέρα ήλιε», «Τα τραγούδια του δρόμου», «Τα τραγούδια μας». Τα τελευταία, σε στίχους του Φώντα Λάδη, είναι λαϊκά, πολιτικά τραγούδια, με αναφορές σε καυτά κοινωνικά προβλήματα, σε απεργίες και αγώνες της εργατικής τάξης, που ερμηνεύονται από τον Γ. Νταλάρα. Ανάμεσά τους, τα «Πάγωσε η τσιμινιέρα», «Λιώνουν τα νιάτα μας», «Το Δέντρο». Το 1979 κυκλοφόρησαν τα «Τραγούδια της Χαρούλας», με ερμηνεύτρια την Χαρούλα Αλεξίου, σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη (τρία του Πυθαγόρα): «Τίποτα δεν πάει χαμένο», «Μες στο πλήθος», «Ολα σε θυμίζουν», «Γύφτισσα τον εβύζαξε» κ.ά. Ακολουθούν ο τελευταίος του δίσκος «Για μια μέρα ζωής» και μετά το θάνατό του τα «Γράμματα στην αγαπημένη», σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ.
Πρωτοπόρος δημιουργός
Στρατευμένος αγωνιστής της μαχόμενης Αριστεράς, ο Μ. Λοΐζος και με το έργο και τους αγώνες του πορεύτηκε στο πλάι του ΚΚΕ, παλεύοντας για μια δίκαιη κοινωνία. Η στράτευση για τον ίδιο ενσαρκωνόταν στη «διαρκή εξυπηρέτηση της κοινωνικής συνείδησης», έχοντας, μάλιστα, την πεποίθηση ότι η στρατευμένη τέχνη, όχι μόνον μπορεί να γεννήσει αριστουργηματικά έργα, αλλά και ότι είναι «ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών, που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά». Και το απέδειξε μέσα από πολλούς κύκλους τραγουδιών του, αφυπνίζοντας το κοινό και, παράλληλα, προσφέροντας γνήσια αισθητική απόλαυση. Εχοντας συνείδηση πως «τα γρανάζια του ιμπεριαλισμού, με την εξουθενωτική εκμετάλλευση εκατομμυρίων ανθρώπων, βρίσκονται σε τρομακτική υπερλειτουργία στις δυτικές χώρες» και ότι «το τεράστιο τέρας που άλλοτε λέγεται φασισμός, άλλοτε μιλιταρισμός και άλλοτε δημοκρατία δυτικού τύπου - που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά προσωπεία του ιμπεριαλισμού - στέκεται από πάνω μας απειλητικό» τόνιζε: «Η αντίδρασή μας είναι να ξεσκεπάσουμε και να φωνάξουμε μ' όλη μας τη δύναμη ενάντιά τους...».
Ο συνθέτης ανέπτυξε και πρωτοπόρα συνδικαλιστική δράση στο χώρο των δημιουργών του ελληνικού τραγουδιού, παλεύοντας με συνέπεια για τα πνευματικά τους δικαιώματα από τις δισκογραφικές εταιρίες και την κασετοπειρατεία μέσα από την ΕΜΣΕ (ήταν ο πρώτος πρόεδρος του σωματείου). Το νήμα της ζωής του Μ. Λοΐζου κόβεται στις 17 Σεπτεμβρίου, μετά από εγκεφαλικό, στη Μόσχα, όπου είχε μεταβεί για νοσηλεία. Ο δημιουργός, που στη σύντομη ζωή του άγγιξε κάθε πτυχή της δικής μας ζωής, έπαψε να υπάρχει, σκορπώντας τη θλίψη στο λαό που τον αγάπησε. Μοναδική παρηγοριά - το έργο του. Η εικοσαετία φυσικής απουσίας του Μ. Λοΐζου δε στάθηκε ικανή να μειώσει την ανάγκη μας να ανατρέχουμε στα μοναδικής ομορφιάς τραγούδια του. Ο Μάνος είναι πάντα εδώ, μέσα από τις δεκάδες μελωδίες του, που συνεχίζουν να συγκινούν και να δίνουν μερτικό στο όνειρο.
Επανεκδίδεται η δισκογραφία του
Στις 24 Σεπτεμβρίου αναμένεται να κυκλοφορήσει η επανέκδοση της συνολικής δισκογραφίας του Μάνου Λοΐζου, από τη «ΜΙΝΟS - ΕΜΙ». Την επανέκδοση των 12 CD επιμελήθηκαν η κόρη του Μ. Λοΐζου, Μυρσίνη, ο Γιώργος Τσάμπρας και ο Πέτρος Παράσχης. Στα CD περιλαμβάνονται οι 10 ολοκληρωμένοι δίσκοι του, που καλύπτουν την περίοδο 1968 - 1980 και δίνουν τη συνολική προσωπική δισκογραφία του συνθέτη, μέχρι το θάνατό του, ένα CD, που εκδόθηκε το 1983 και είναι η δουλιά του Μ. Λοΐζου πάνω στην ποίηση του Ναζίμ Χικμέτ (σε απόδοση Γιάννη Ρίτσου) και ένα CD με σαράντα σκόρπιες ηχογραφήσεις - εκτός σειράς - της περιόδου 1962 - 1985. Οι τίτλοι των 12 CD είναι: «Σταθμός», «Θαλασσογραφίες», «Ευδοκία», «Να 'χαμε τι να 'χαμε», «Καλημέρα ήλιε», «Τα τραγούδια του δρόμου», «Τα Νέγρικα», «Τα τραγούδια μας», «Τα τραγούδια της Χαρούλας», «Για μια μέρα ζωής», «Γράμματα στην αγαπημένη», «40 σκόρπιες ηχογραφήσεις 1962 - 1985». Στις επανεκδόσεις έχει γίνει νέα ηχητική επεξεργασία, προσαρμογή και νέα γραφιστική επιμέλεια του πρωτότυπου υλικού, καθώς και εκ νέου επιμέλεια των συνοδευτικών κειμένων.