Ως ελάχιστο φόρο τιμής στον άνθρωπο με τη μεγάλη καρδιά και το σπάνιο ήθος, στον άνθρωπο που είχε μόνο φίλους και άπαντες μιλούν με τα καλύτερα λόγια για εκείνον, στον λαϊκό καλλιτέχνη που με τα τραγούδια του «ανασαίνει» πάντα η ψυχαγωγία, το Φεστιβάλ ΚΝΕ - «Οδηγητής», διοργανώνει την Τετάρτη, στο «Λαϊκό Στέκι», αφιέρωμα στον μεγάλο καλλιτέχνη, στον άνθρωπο που λάτρεψε το μπουζούκι και τον ήχο του, όσο λίγοι τόσο πολύ.
Θα ακουστούν τραγούδια που αγαπήθηκαν πολύ από γενιές και γενιές, γιατί τα τραγούδια για τον Γιάννη Παπαϊωάννου - όπως έλεγε - «είναι τα παθήματά μου, οι αγώνες μου, το μεροκάματο για τη φασολάδα, τα όνειρά μου, οι καντάδες μου, η ζωή μου ολόκληρη και η ζωή του φτωχού κοσμάκη...».
Ισως γι' αυτό το υπουργείο Πολιτισμού, στην πρόταση να στηρίξει το αφιέρωμα για τα 30 χρόνια από το θάνατο του Γιάννη Παπαϊωάννου, που έγινε στην Αρχαία Ολυμπία (το καλοκαίρι), απάντησε διά στόματος συνεργάτη του υπουργού «δεν υπάρχει μία».
Ηλίας Ποσοτίδης, Σωτηρία Μπέλλου, Γιάννης Παπαϊωάννου στην «Τριάνα» του Χειλά 1949 - 1950 |
Δεν έχει «μία» το ΥΠΠΟ, έχει όμως εκατομμύρια και δισ., για να τα μοιράζει για φιγούρες και ρεκλάμες κάτω από τη σημαία της «Πολιτιστικής Ολυμπιάδας». Και μέσα στη «χρυσή» αγκαλιά της «Πολιτιστικής Ολυμπιάδας», φαίνεται, δε χωράνε οι ρεμπέτες, δε χωράνε δημιουργοί, όπως ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Χιώτης, ο Καλδάρας και τόσοι άλλοι, που λείπουν σήμερα, αλλά έχουν καταθέσει ψυχή και ζωή στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι.
Ποιος και γιατί να τους θυμηθεί αυτούς, που κάποτε τους κυνηγούσαν, ύστερα τους έβαλαν στα σαλόνια τους, για να μάθουν τι θα πει γλέντι και αυθεντικότητα, αργότερα τους ξέχασαν και σήμερα κάνουν σα να μην τους είδαν ποτέ, γιατί δεν ταιριάζουν με το ασημένιο γοβάκι της «Λαίδης» Γιάννας, από το οποίο πολλοί - καλλιτέχνες και μη - σπεύδουν να πιουν στην υγειά της; Ενώ από τη μια θα υπερασπιστούν, λένε, και θα προβάλουν με τον καλύτερο τρόπο - και δεν έχουμε λόγο να το αμφισβητήσουμε αυτό - τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική δημιουργία, ξεχνάνε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της, που ήταν το ρεμπέτικο.
Η κόρη του μπάρμπα - Γιάννη, η Χρύσα Παπαϊωάννου, για το μόνο που μπορεί να ευχαριστήσει το ΥΠΠΟ και τους συνεργάτες του υπουργού, είναι γιατί έτσι μπόρεσαν να δουν τους φίλους του μπάρμπα - Γιάννη, που στήριξαν και ήταν στο αφιέρωμα, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, την Μαίρη Λίντα, την Γλυκερία. Από την άλλη, ευχαριστεί την ΚΝΕ για το αφιέρωμα στον πατέρα της, επισημαίνοντας πως «αν μπορούσαμε να πούμε ότι μια ομάδα έσκυψε με αγάπη και έγνοια και ξαναζωντάνεψε το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι, αυτή ήταν τα παιδιά της ΚΝΕ».
Τραγούδια του Γιάννη Παπαϊωάννου («Φαληριώτισσα», «Ανδρέας Ζέπος», «Πριν το χάραμα», «Ανοιξε γιατί δεν αντέχω», «Κάνε κουράγιο», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Χθες το βράδυ σε μια βάρκα», «Σβήσε το φως», κ.ά.) θα ερμηνεύσουν η Χαρούλα Λαμπράκη, ο γιος του Αντώνης Παπαϊωάννου και η Χαρούλα. Στο μπουζούκι ο Διαμαντής Πανάρετος.
Η Χαρούλα Λαμπράκη, σεμνή, αλλά δημοφιλής και πολύ αγαπητή στο κοινό, είναι η δεύτερη χρονιά που συμμετέχει στο Φεστιβάλ και ομολογεί πως είναι μεγάλη η χαρά της να την καλούμε ξανά σ' αυτήν τη γιορτή της νεολαίας και για ένα τόσο σημαντικό αφιέρωμα, όπως λέει, «για τον μπάρμπα - Γιάννη, με τον οποίο γνωριζόμασταν πολλά χρόνια και είχαμε φιλικότατες σχέσεις μέχρι και την τελευταία μέρα του. Ηταν ο πιο ανοιχτόκαρδος άνθρωπος που είχα γνωρίσει. Πάντα με το καλαμπούρι του, καλός πατέρας και οικογενειάρχης. Σαν συνεργάτης ήταν φανταστικός. Ποτέ δεν τον είδαμε θυμωμένο ή στενοχωρημένο. Ο,τι κι αν τον απασχολούσε, το έκρυβε πίσω από ένα μεγάλο χαμόγελο. Δε θα βρείτε ούτε έναν άνθρωπο που να σας πει κάτι μεμπτό. Στη δουλιά γινόταν ένα με τον κόσμο και γι' αυτό κι ο κόσμος τον αγαπούσε τόσο. Βέβαια, είναι περιττό να πω για το μεγάλο ταλέντο σαν συνθέτης και τραγουδιστής, γιατί είναι τοις πάσι γνωστό. Οσο για τα ταξίμια του, είναι ιστορικά».
Η ξεχωριστή αυτή μορφή του λαϊκού τραγουδιού, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, γεννήθηκε στην Κίο της Μ. Ασίας το 1914. Με την καταστροφή του 1922, έφυγε με τη μητέρα και τη γιαγιά του στην Ελλάδα. Αρχικά, εγκαταστάθηκαν στις Τζιτζιφιές και από μικρό παιδί δούλεψε σκληρά. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη μουσική. Στην αρχή με το μαντολίνο, λίγο αργότερα με την κιθάρα και στη συνέχεια με τον παντοτινό σύντροφο της ζωής του, το μπουζούκι. Ο ίδιος ο συνθέτης μιλά για την πρώτη του «γνωριμία» με το λαϊκό όργανο στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ντόμπρα και σταράτα», που επιμελήθηκε ο Κώστας Χατζηδουλής (εκδόσεις «Κάκτος»). Ενα μεσημέρι στην ταβέρνα του Γκινόπουλου, στις Τζιτζιφιές, όπου πήγαινε μετά τη δουλιά, άκουσε το «Μινόρε του Τεκέ», που είχε ηχογραφήσει ο Γιάννης Χαλκιάς στην Αμερική. Και συγκλονίστηκε... «Τρέλα!! Τέτοιο πράμα, τέτοιο σόλο δεν πρόκειται να ξαναγεννήσει η φύση. Αυτό είναι το σύμβολο... Αμέσως είπα θα πάρω μπουζούκι». Η απόφασή του φέρνει θύελλα στο σπίτι, καθώς η μητέρα του αρνείται να δεχτεί το μπουζούκι. Κι έτσι, το φυγαδεύει στο σπίτι ενός φίλου του, όπου πήγαινε και μελετούσε. Γράφει το πρώτο του τραγούδι, τη «Φαληριώτισσα», που ηχογραφείται στην «Οντεόν». «Οταν με ειδοποίησαν να πάω για γραμμοφώνηση, ήμουνα με τα ρούχα της δουλιάς, όλο ασβέστες! Εγραψα τη "Φαληριώτισσα" κι ένα σέρβικο. Παίζω εγώ, ο Περιστέρης κι ο Κωνσταντινίδης, ο λεγόμενος Μακαρόνας. Μετά από λίγο, έβγαλα τη "Μοδιστρούλα", το "Ραντεβού" και τα άλλα. Με τη "Φαληριώτισσα" έγινε λαϊκό προσκύνημα, χάλασε ο κόσμος. Δεν προλαβαίνανε να βγάζουν δίσκους».
Ο Γ. Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος λαϊκός συνθέτης που πήγε στην Αμερική (1953), βγάζοντας το μπουζούκι εκτός Ελλάδας. Ο άνθρωπος, που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στο λαϊκό τραγούδι, έφτασε ν' αναρωτιέται αργότερα, όταν άλλοι (δισκογραφικές εταιρίες) «θέριζαν» αυτά που η γενιά του είχε «σπείρει»: «Τόσα χρόνια στο πάλκο εμείς τι κάναμε; Σαράντα χρόνια εγώ ξενύχτια, αγώνες. Ενα σπίτι έκανα με τρεις Αμερικές λεφτά. Τρεις φορές μόνο πήγα στην Αμερική. Ξέρετε τι είναι τρεις φορές Αμερική; Τρεις φορές ο Γολγοθάς του Χριστού! Ενα σπίτι όλο κι όλο κι αυτό με αίμα, τίποτε άλλο! Κι ο Τσιτσάνης τα ίδια. Τόσες επιτυχίες, τόσα σουξέ, χιλιάδες δίσκοι, τόσα λεφτά στο πάλκο, περιουσίες ολόκληρες. Λεφτά που τα πήρανε αυτοί με τις εταιρίες και αυτοί που δεν έχουνε ούτε όσιο, ούτε ιερό. Από κει που σου κάνουνε υποκλίσεις όταν μπαίνεις στα γραφεία τους, εκεί δε σε ξέρουνε και δε σε αφήνουνε να περάσεις ούτε τα σκαλοπάτια τους».