Τα «πέτρινα» χρόνια που ζήσαμε, πόλεμος, Κατοχή, κι ύστερα πάλι πόλεμος, εμφύλιος αυτός ο τελευταίος, αδερφοκτόνος, χειρότερος απ' όλους (ας όψονται οι πολεμοκάπηλοι, Αγγλοι κι Αμερικάνοι), έφαγαν κόσμο πολύ. Και οι άλλοι, όσοι απομείναμε, σκορπίσαμε εδώ κι εκεί, σαν του λαγού τα παιδιά, και ακόμα δεν μπορούμε να ξαναμαζευτούμε...
Είχε φέρει τη μάνα του στο νοσοκομείο, να την εξετάσουν οι γιατροί. Να ιδούν τι έπαθε, τώρα στα γεράματα... Αυτήν, η σιδερόβεργα, ογδόντα χρονώ, και δεν ήξερε ούτε γιατρούς ούτε φάρμακα. Και τώρα, να την περιλάβουν κάτι ζαλάδες, κάτι σφανταλιές, που να μην μπορεί ν' ανοίξει τα μάτια της. Την κρατούσε ο γιος της στην αγκαλιά του, εκεί στον ξυλένιο πάγκο, στον προθάλαμο, κι αυτή καθόταν σαν άρρωστη κότα, ζουπώντας με τα δάχτυλα τα μελίγγια της. Κι άμα την παραζόριζε ο στρόβιλας, σήκωνε ψηλά τα χέρια της και τα τρεμόπαιζε σα λαβωμένες φτερούγες, και παρακαλούσε το Γεραμπή να τη λυπηθεί.
- Οϊ, όι, όι, προσκυνημένε μ'... Τι ήταν ετούτο που με βρήκε.
Ακουσα, εκεί στον προθάλαμο, που φώναξε η νοσοκόμα το όνομα, Γριβέλας, και κάτι κλότσησε μέσα μου.
Τα παλιά τα χρόνια, τα προπολεμικά, που ήταν ακόμα το σπίτι μας αχάλαγο από τους Σούρληδες και τους Βουρλάκηδες, οι μουσαφιραίοι ποτέ δε μας έλειπαν. Προπαντός για τους βουνίσιους, Σαρανταπορίσιους και Σπινασιώτες, το σπίτι μας ήταν μοναστήρι. Τι Βουρλιάδες και Καραβαναίοι, τι Καραμέτοι και Χαλάτσηδες και Γριβέληδες, όλοι εκεί ξεπέζευαν, να περάσουν τη νύχτα τους. Πού να κατεβούν μονομερίς απ' τη Σπινάσα στην Καρδίτσα, να ψωνίσουν, και να γυρίσουν πάλι στο χωριό το ίδιο βράδυ. Ηθελαν 24 ώρες... Δώδεκα να παν, κι άλλες δώδεκα να γυρίσουν πίσω.
Οταν άκουσα, λοιπόν, το όνομα Γριβέλας, τον πλησίασα και ρώτησα διακριτικά:
- Γριβέλας..., απ' τα Σαραντάπορα είστε;
- Απ' τα Σαραντάπορα.
- Το Νίκο Γριβέλα, τι τον είχες;
- Πατέρας μ'! Είπε ξαφνιασμένος. Και χάρηκε που εγώ, ένας ξένος και άγνωστος, γνώριζα τον πατέρα του.
Της γιαγιάς, της έκαναν οι νοσοκόμες μια ένεση και την ξάπλωσαν σ' ένα ράντσο, εκεί στο διάδρομο. Τα κρεβάτια ήταν όλα πιασμένα, παλιά δουλιά... Παγάδιασαν λίγο οι σφανταλιές και οι ζαλάδες, και άνοιξε τα μάτια της.
- Εγώ είμαι απ' τη Σέκλιζα, μανιά. Παιδί του Μήτσιου, του Φυτσιλή.
Τους έδινα γνώρο και άνοιγα τον ντορό, να ξαναβρούμε την παλιά, την ξεχασμένη οικογενειακή φιλία.
- Τον θυμάσαι το Μήτσιο Φυτσιλή;
- Οϊ, ψυχούλα μ'! Εκανε με λαχτάρα. Οϊ, καρδούλα μ'! Το Μήτσιο Φυτσιλή δε θ'μάμαι;... Και ποιος δεν τον θυμάται στα Σαραντάπορα τον πατεράκο σ'! Παιδί τ' Μήτσιου είσαι, α;...
- Ναι, μανιά.
- Οϊ, να σ' έχει γερό η Παναΐα. Και να σε δίνει χίλια καλά...
Ο πατέρας μου ήταν προκομμένος άνθρωπος. Αγρότης προοδευτικός, απ' τους λίγους. Ο,τι πείραμα και ό,τι καινούρια δοκιμή ήθελαν να κάνουν οι γεωπόνοι εκεί στον κάμπο μας και γύρω στα ριζά, αυτόν έβαζαν μπροστά. Ηξερε να μπολιάζει τα δέντρα, ό,τι οπωρικό ήθελες. Δοκίμαζε καινούριες καλλιέργειες, χρησιμοποίησε λιπάσματα, σκαλιστήρια, καινούρια πράματα για τον τόπο μας εκείνον τον καιρό. Είχε και δυο τρία βραβεία κρεμασμένα στον τοίχο, μέσα σε κορνίζα. Κάτι μεγάλα, στρογγυλά μετάλλια με κορδέλες, και χαρτιά, διπλώματα, που έγραφαν: ΧΙΙΙ Διεθνής Εκθεσις Θεσσαλονίκης. Διά τον εκτεθέντα βάμβακα «Ακαλα». Διά τον εκτεθέντα σίτον «Μεντάνα».
Καλοσυνάτος και καταδεκτικός άνθρωπος, τα είχε με όλους καλά, και όλοι τον είχαν σε υπόληψη. Τον είχαν βγάλει και πρόεδρο της Κοινότητας. Πρόθυμος πάντα, να κάνει το καλό, να βοηθεί όποιον είχε την ανάγκη.
Ετοιμάζονταν τότες η Πατρίδα, για τον πόλεμο της Αλβανίας. Είχαν μαζωχτεί κουβάρια τα μαύρα σύννεφα, φως φανάρι ότι έρχονταν, ο μαγκούφης... Δόθηκε διαταγή, να γίνει γενική «ταξινόμηση» των ζώων. Και όσα τα έβγαζαν «ικανά», τά 'παιρνε ο στρατός για τα μεταγωγικά, για τον πόλεμο.
- Επίταξη!... Ακουσαν τη λέξη οι καψοχωριάτες, οι βουνίσιοι, που είχαν τα μουλάρια τα γερά, και τους κόπηκαν τα ήπατα. Τα έφερναν, οι φουκαράδες, συρνάμενα απ' το καπίστρι εκεί στο μεσοχώρι, στην πλατεούλα του σχολείου, όπου ήταν το «Συνεργείον της ταξινομήσεως». Και ήταν σα να έβλεπες τον Αβραάμ, να πηγαίνει απ' το χέρι το γιο του τον Ισαάκ να τον σφάξει, θυσία στον ανελέητο Γεραμπή...
Ηρθε και ο καψο-Νίκος, ο Γριβέλας, σέρνοντας απ' τα καπίστρια τα δυο του τα μουλάρια. Την Γκέσα του και τον Πετράκο του.
Ελεγα τώρα την ιστορία στο γιο του το Λιάκο και στη γριά του, τη μανιά Γριβαίλαινα. Βούρκωσαν τα μάτια τους απ' τη συγκίνηση, που θυμόμασταν τώρα πάλι εκείνα τα χρόνια, τα περασμένα.
- Ηρθε ο μπάρμπα-Νίκος στον πατέρα μου, και τον θερμοπαρακαλούσε. Μήτσιο μ', εσύ μοναχά αν μπορέσεις να με σώσεις... Πάν' τα μπλαράκια μ', θα μου τα πάρουν!... Θα κλείσει το σπιτάκι μ'... Πώς θα τα φέρω βόλτα... Η φαμελιά, τα παιδάκια μ'... Αλλο φορτιάρκο πράμα δεν έχω. Με αυτά οργώνω και σπέρνω εκείνα τα χωραφάκια μου, με αυτά κάνω κανένα αγώι, κάνα κάρβουνο, κάνα λαθραίο μαδέρι για τον κάμπο...
Ο πατέρας μου έκανε ό,τι μπόρεσε. Με το «Συνεργείο» είχε γνωριστεί καλά. Τον ταγματάρχη, που έκανε κουμάντο, τον κτηνίατρο, που εξέταζε τα ζώα, τους είχε πάρει στο σπίτι, τους κέρασε, τους φίλεψε.
- Θέλω να μου κάνεις μια χάρη, είπε στον ταγματάρχη, το διοικητή. Αν περνάει απ' το χέρι σας...
- Ο,τι θέλει ο Μήτσιος! Είπε πρόθυμα ο ταγματάρχης.
- Δεν είναι για μένα, λέει ο πατέρας μου. Εχω εδώ έναν δικό μου, έχει δυο μουλάρια, άγγελοι γραμμένοι... Θα τα πάρετε αυτά σίγουρα, δε γλιτώνουν. Φτωχός άνθρωπος, φαμελίτης. Κάντε ό,τι μπορείτε. Αν περνάει απ' το χέρι σας... ξαναείπε στον ταγματάρχη.
Ο ταγματάρχης με τον κτηνίατρο ζορίστηκαν λιγάκι. Τέλος, το αποφάσισαν. Απ' τα δυο μουλάρια του Γριβέλα, να βγάλουν το ένα τουλάχιστον «ανίκανο». Να μην κλείσουν το σπίτι του φτωχού φαμελίτη.
Ηταν ένας λοχίας, Λαναράς ονόματι, που τα περνούσε από έλεγχο. Αμα ήταν κανένα τσινιάρικο πολύ, του έχωνε τα δυο τα δάχτυλα μέσα στα ρουθούνια, το μάγκωνε σαν τανάλια, και με το άλλο χέρι το γράπωνε απ' το λαγαρό, το νεύρο εκεί στην κοιλιά, στο πισινό ποδάρι, και το 'βλεπες να τρέμει σαν τη βέργα... Και να κόβει από πίσω τα κάτουρα λιανά - λιανά...
Τον πήρε παράμερα ο κτηνίατρος το Λαναρά, τον δασκάλεψε, και τον έβγαλαν «ανίκανο» τον Πέτρο, το αρσενικό μουλάρι του Γριβέλα.
- Εχει καρακούτσι στο μπροστινό ποδάρι, είπε φωναχτά ο Λαναράς στον κτηνίατρο, και του το 'δωσαν να το τραβήξει στην άκρη.
Την Γκέσα, το άλλο μουλάρι του Γριβέλα, το θηλυκό, το έγραψαν στα χαρτιά τους, του πάτησαν και μια σφραγίδα στο λαιμό του με σίδερο καυτό, και το δέσανε μαζί με τ' άλλα, τα επιταγμένα στη σειρά, άκρη - άκρη στο φράχτη, στην αυλή του σχολείου.
Στέκονταν ο μαυρο-Γριβέλας από μακριά, και την αγνάντευε. Και τα μάτια του να ψιχαλίζουν και να μην έχουν σταματημό... Ζωντανός ξεχωρισμός...
Η μούλα γυρνούσε το κεφάλι της, σήκωνε τον περήφανο λαιμό της και τον γύρευε ρουθουνίζοντας. Σα να ζητούσε βοήθεια.
- Γκέσα μ', μπλαράκι μ'!... ξέσπασε ο καημένος ο Νίκος Γριβέλας. Τον πήρε το παράπονο. Και να κόβει το δάκρυ, κορόμηλο...
- Γκέσα μ', γραμμένη μ'! Δε θα σε ματαϊδώ...
Στέκονταν με τον τροβά στον ώμο και την κοίταζε, για τελευταία φορά. Την καμάρωνε από μακριά. Ποδάρι ίσιο και μακρύ, νύχι ολόρθο σαν το ποτήρι. Ο τσιαμπάς, ψηλός, ψαλιδισμένος μερακλίδικα, δοντάκια δοντάκια. Πρόσωπο, γραμμένο... Στήθια, σαν της πέρδικας. Μέση λιανή, καπούλια καταστρόγγυλα, και ουρά, ποτάμι...
- Γκέσα μ', μπλαράκι μ'..., έλεγε και ξανάλεγε. Μονολογούσε, και τα μάτια του δεν τα έπαιρνε από πάνω της.
Υστερα κίνησε στραβά στραβά, και πήγε από πίσω, απ' την όξω μεριά του φράχτη, να την ιδεί από κοντά, για τελευταία φορά. Να την αποχαιρετήσει... Σήκωσε και κείνη το κεφάλι της πάνω απ' το φράχτη, και χλιμίντρισε χαδιάρικα μόλις τον είδε. Εχωσε τη μουσούδα της μέσα στα χέρια του, που έτρεμαν. Επιασε να τρίβει τη μούρη της στον ώμο του. Χαϊδεύονταν, σα μικρό παιδί...
Είχε στο ταγάρι του ένα κομμάτι μπομπότα και λίγο προσφάι, για το δρόμο. Εχωνε το χέρι του στον τροβά, τσάκιζε με τα δάχτυλα λίγη μπομπότα, και την τάιζε στη χούφτα του.
- Γκέσα μ', κορίτσι μ'... Τι ήταν ετούτο που μας βρήκε... Της μιλούσε κι έκλαιγε.
Τον πήρε ο φαντάρος, ο σκοπός, απ' τον ώμο, και τον τράβηξε παραπέρα. Τον λυπήθηκε. Προσπαθούσε να τον παρηγορήσει.
- Τι να κάνουμε, μπάρμπα... Για την Πατρίδα. Ολοι θα κάνουμε θυσίες.
- Για την Πατρίδα, παιδάκι μ'... Ποιος λέει όχι... Εδινε κι ο Γριβέλας κουράγιο στον ίδιο τον εαυτό του.
- Για την Πατρίδα, Γκέσα μ'... Ωρα καλή, Γκέσα μ'... Για την Μπατρίδα... Γυρνούσε τα κουρκουτιασμένα μάτια του κατά τη μούλα, καθώς απομακρύνονταν, και της έκανε κι αυτηνής κουράγιο. Μα, πιο πολύ, προσπαθούσε να δώσει στον εαυτό του παρηγοριά.
- Ωρα καλή σ', Γκέσα μ'. Για την Μπατρίδα. Χαλάλι...
Μα, σε λίγο, η καρδιά του ξεχείλιζε πάλι. Τον έπνιγε το δάκρυ. Τον έκαιγε από μέσα, χόχλος ζεματιστός. Σήκωνε ψηλά τα χέρια του απελπισμένα, γυρνούσε τα μάτια κατά τον ουρανό, και ξεσπούσε σε κλάμα γοερό, σαν κορυφαίος από χορό αρχαίας τραγωδίας.
- Γκέσα μ', γραμμένη μ' πέρδικα! Δε θα σε ματαϊδώ... Ωωωχου, καρδούλα μ', Γκέεσα μ'...
Λυπητερό πράμα. Σου έκοβε την καρδιά.
Πήγε ο πατέρας μου, τον μάλωσε με το μαλακό, τον πήρε και τον έφερε στο σπίτι. Εκατσε συντριμμένος, σαν άδειο τσουβάλι, σ' ένα ξυλένιο σκαμνί. Του έδωσε η μάνα και ήπιε ένα τσίπουρο, δυο, τρία. Σκούπισε με τη χοντροκομμένη παλάμη του τα μάτια.
Στεκόμασταν όλοι τριγύρω του, και κανένας δε μιλούσε.
Υστερα σηκώθηκε βαρύς, συννεφιασμένος. Δεν ήθελε, ούτε να φάει ούτε να πιει. Ελυσε το άλλο μουλάρι, που το είχε δεμένο ο πατέρας μου σ' ένα παλούκι, στην αυλή μας. Μας χαιρέτισε όλους, ευχαρίστησε τον πατέρα μου, και κίνησε για το χωριό.
- Πάει, Πετράκο μ', η Γκέσα μας... Πάει η λαφίνα μας... Εμείς οι δυο θα βγάνουμε τώρα ούλον τον ανήφορο... Κουβέντιαζε στο δρόμο με το μουλάρι του, που το γλίτωσε ο πατέρας μου από την επίταξη.
Το πήρε αγκαλιά, με τα δυο χέρια γύρω στο λαιμό του, και πήγαιναν βαριοπατώντας. Σα να γυρνούσαν από νεκροταφείο, όπου έθαψαν πρόσωπο ακριβό, αγαπημένο...