ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 28 Ιούλη 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Μάθημα τελευταίο: Ανθρωπος και Ιδεολογία

Η Ιδεολογία, είπαν ο Μαρξ και ο Ενγκελς, δεν έχει ιστορία, έχουν οι άνθρωποι που την κατασκευάζουν και ζούνε μαζί της. Το πώς όμως «κατασκευάζεται» αυτή η Ιδεολογία μπορούμε να το αναζητήσουμε μελετώντας την Προϊστορία. Μελετώντας, με άλλα λόγια, τις στιγμές που για πρώτη φορά ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τα φαινόμενα εκείνα που για μας είναι αυτονόητα ή γνωρίζουμε πολύ καλά τις φυσικές ή τις όποιες άλλες διαδικασίες, αποτέλεσμα των οποίων είναι τα φαινόμενα αυτά.

Το αίμα, π.χ., ο πόνος, η βροχή, η γέννηση και ο θάνατος, οι αστραπές, η φωτιά και ο ψημένος πηλός που γίνεται κεραμικό, η νύχτα και η μέρα, οι εναλλαγές των εποχών βασάνιζαν τον άνθρωπο της Προϊστορίας. Τον φόβιζαν και πολλές φορές τον έτρεπαν σε φυγή. Γι' αυτό το λόγο, από πολύ νωρίς θα πρέπει αυτός ο παλιός μας πρόγονος να προσπάθησε να εκλογικεύσει όλ' αυτά τα ακατανόητα. Θα προσπάθησε να καταλάβει τη σχέση ανάμεσα στο χτύπημα και τον πόνο, στον πόνο και το αίμα. Τη σχέση ανάμεσα στο αίμα και στη γέννα, αλλά και στο θάνατο.

Και φυσικά όχι μόνο να τα εκλογικεύσει όλ' αυτά, αλλά και να τα ερμηνεύσει και με τη βοήθεια αυτής της πρωτόγονης ερμηνείας να τα εκμεταλλευτεί. Να εκμεταλλευτεί τη δημιουργική σχέση όλων αυτών των διαφορετικών στοιχείων που μέσα από τη σύνθεσή τους παράγονταν νέες οντότητες και ένας άλλος κόσμος. Να στηρίξει, επομένως, την επιβίωσή του πάνω σε όλες αυτές τις πρακτικές που του μάθαινε η φύση, αλλά και η σχέση του ίδιου του εαυτού του με αυτή.

Κι αυτή, ακριβώς, η προσπάθειά του, που θα μπορούσαμε να την ταυτίσουμε με μια πρωτοοικονομική σκέψη, δεν του μάθαινε μόνο πρακτικές και διάφορα κατασκευαστικά «κόλπα», του μάθαινε και να σκέπτεται, να συνδυάζει, να αξιολογεί και να αποφασίζει. Του γέμιζε το απομέσα της σάρκας του με ιδέες. Του οικοδομούσε τη συνείδησή του.

Να πώς κατασκεύαζε ο Ανθρωπος την Ιδεολογία, πώς της έδινε την ιστορική της διάσταση και μέσα από αυτήν πώς έδινε νόημα στα πράγματα, όπως αυτά το απαιτούσαν και το αποδέχονταν. Ενα νόημα που δε λειτουργούσε έξω από την ανθρώπινη Πράξη, αλλά μέσα σ' αυτήν. Και όσο μια τέτοια λειτουργία κρατούσε, και οι πράξεις οδηγούσαν σε καινούριες ιδέες και οι καινούριες ιδέες σε πιο σύνθετες πράξεις, η ισορροπία της καθημερινής ζωής του ανθρώπου δεν ανατρεπόταν. Η διαλεκτική του σχέση με τη φύση, τις ανάγκες, τις επινοήσεις και τα πράγματα τον βοηθούσε να επιζεί. Ωσπου αυτή η ισορροπία κλονίστηκε. Οι ανάγκες περίσσεψαν και οι επινοήσεις δεν τις προλάβαιναν. Η έλλειψη προκαλούσε τη στέρηση, την πείνα και το θάνατο και το πλεόνασμα τη συσσώρευση και την εμπορευματοποίηση.

Η εισβολή των μετάλλων έφερε τις εξειδικεύσεις και τον καταμερισμό, την κεντρική εξουσία και τις κοινωνικές διαστρωματώσεις. Μπήκαν στη μέση και οι θρησκείες μαζί με τους θεούς και όλοι οι άλλοι που έβρισκαν τον τρόπο να τα εκμεταλλευτούν και τα δυο, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να μην αναζητάει «λογική» στη φύση και στα πράγματα, να αποδέχεται τους μύθους και τη μεταφυσική και να παγιδεύεται στην «τρομοκρατία» της αλλοτρίωσης και των κοινωνικών σχέσεων ενός κόσμου που σιγά σιγά έχανε τη «λογική» του και όλο και πιο πολύ θεμελίωνε τις προοπτικές του στους νόμους της εκμετάλλευσης.

Γι' αυτό το λόγο δε φτάνει μόνο να «ερμηνεύσουμε» τον κόσμο. Πρέπει να τον αλλάξουμε, αν θέλουμε να ξαναβρεί την «προϊστορική» λογική του!


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
«Ωριμη» από δεκαετίες...

Το αίτημα για ίδρυση δημόσιας, ανώτατης κινηματογραφικής σχολής τέθηκε για πολλοστή φορά στην ενδιαφέρουσα ημερίδα του «μικρό» και της ΠΕΚΚ τον Ιούνη που μας πέρασε

«Οι ακροβάτες του κήπου»
«Οι ακροβάτες του κήπου»
Ενα από τα πολλά θέματα των οποίων η αναφορά και μόνο αναδεικνύει τις τεράστιες ελλείψεις της ελληνικής παιδείας, αλλά και την κρατική άποψη περί πολιτισμού, ενώ παράλληλα μπορεί να αποτελέσει και... σύντομο ανέκδοτο, είναι και αυτό της Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Η έλλειψη ανώτατης κινηματογραφικής σχολής στην Ελλάδα ξεπερνά την «απλή» απουσία από την εκπαίδευση μιας σημαντικότατης τέχνης, που «σφράγισε» πολύπλευρα (καλλιτεχνικά, κοινωνικά, πολιτικά) τον 20ό αιώνα και εξακολουθεί να αποτελεί την «αιχμή» αυτού που ονομάζεται οπτικοακουστικός τομέας. Το κενό αυτό απαξιώνει παράλληλα, στην προέκτασή του, ό,τι σημαντικό έχει να επιδείξει η ελληνική κινηματογραφία από τις απαρχές της μέχρι σήμερα, αφενός, και αφετέρου, απαξιώνει τις προσπάθειες των νέων ανθρώπων που «διψούν» να κάνουν σινεμά, αλλά βλέπουν τα όνειρά τους να συντρίβονται ανάμεσα στην ημιμάθεια, την έλλειψη ουσιαστικής πρακτικής και προοπτικής. Φυσικά, υπονομεύει και το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου, ο οποίος καλείται να πορευτεί «εκ των ενόντων», με ό,τι σημαίνει αυτό για την ποιότητά του και την επάρκεια της δυνατότητάς του να παίξει σωστά το σημαντικό κοινωνικό ρόλο του.

Στις αρχές του περασμένου Ιούνη, το «"μικρό" σωματείο για τη διάδοση της ταινίας μικρού μήκους», σε συνεργασία με την Πανελλήνια Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου διοργάνωσαν ημερίδα με θέμα, «Κινηματογραφική Παιδεία στην Ελλάδα». Το ίδιο θέμα είχε απασχολήσει και τα δύο συνέδρια που είχε διοργανώσει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Θεάματος Ακροάματος (ΠΟΘΑ) στα τέλη της δεκαετίας του '70 και στα μέσα της δεκαετίας του '80. Γεγονός που αποδεικνύει ότι το αίτημα του κινηματογραφικού - και όχι μόνο - κόσμου, για την ίδρυση και λειτουργία κρατικής, ανώτατης κινηματογραφικής σχολής στην Ελλάδα ήταν κάτι περισσότερο από ώριμο, εδώ και δεκαετίες. Φαίνεται πως οι κυβερνήσεις περιμένουν να «σαπίσει», να κουραστούν οι δημιουργοί και, γενικώς, να ξεχαστεί. Η προσδοκία αυτή όμως είναι μακριά από την πραγματικότητα, αφού η καλλιτεχνική δημιουργία δεν είναι μια διαδικασία με ημερομηνία λήξης. Και όσο υπάρχουν δημιουργοί, τα αιτήματα αυτά θα συνεχίζουν να διεκδικούνται.

Το... «ανώριμο» ΥΠΠΟ

Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» του Λάκη Παπαστάθη
Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» του Λάκη Παπαστάθη
Πολύ περισσότερο που, όπως σημείωσε μεταξύ άλλων στην έναρξη της ημερίδας ο πρόεδρος του «μικρό», Κώστας Φούντας, «οι σχολές που υπάρχουν στην Ελλάδα υπολειτουργούν σε σχέση με την παραγωγή που ανθίζει στον κινηματογράφο και πολύ περισσότερο στην τηλεόραση», με αποτέλεσμα «οι περισσότεροι σπουδαστές (να) φεύγουν στο εξωτερικό». Πρόσθεσε ότι η κινηματογραφική παιδεία πρέπει να ξεκινά από το Δημοτικό ακόμα, και ότι η Ακαδημία Κινηματογράφου θα πρέπει να είναι αυτόνομη σχολή, να μην είναι ένα πανεπιστημιακό τμήμα που θα έχει μόνο θεωρητική βάση, αλλά να είναι «κυρίως πρακτική, δηλαδή να βγάζει κινηματογραφιστές».

Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Πολιτισμού στην ημερίδα, ο σύμβουλος κινηματογραφίας του ΥΠΠΟ, Γ. Μπακογιαννόπουλος, παρά τον εκτενή χαιρετισμό του, δεν έπεισε τους κινηματογραφιστές για τις «καλές» προθέσεις της κυβέρνησης. Και θα ήταν αδύνατον να τους πείσει, όταν απλώς διαπιστώνει μια θλιβερή κατάσταση, χωρίς να προτείνει ουσιαστικές λύσεις. Γιατί σίγουρα δεν είναι λύση το να αποκτήσει «μεγαλύτερη βαρύτητα και αυτονομία» ο κινηματογράφος έτσι όπως «αγγίζεται» από τα Τμήματα ΜΜΕ στο Πάντειο, το Καποδιστριακό και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Και βέβαια, κανείς δεν «ηρέμησε» όταν άκουσε ότι το ΥΠΠΟ περιμένει να «ωριμάσει» η ιδέα της Ακαδημίας στις διάφορες και παλαιές επιτροπές του. «Αυτά τα τεράστια θέματα μένουν προς διερεύνηση και συζήτηση» είπε προς το τέλος ο Γ. Μπακογιαννόπουλος, λες και ακουγόταν για πρώτη φορά σε αυτή τη χώρα η φράση «Ακαδημία Κινηματογράφου»! Αμέσως μετά, έφυγε...

Ετσι, δεν άκουσε το Σωτήρη Δημητρίου, θεωρητικό κινηματογράφου, να εισηγείται το θέμα της σημασίας της κινηματογραφικής παιδείας στον πολιτισμό. «Ο κινηματογράφος και ο πολιτισμός ταυτίζονται» σημείωσε ο ομιλητής. «Ο κινηματογράφος είναι μέρος αυτού που θα λέγαμε "πολιτισμικό κλίμα". Σαν γενικότερη παιδεία, είναι το ουμανιστικό πνεύμα, η πνοή μιας κοινωνίας στις δυνατότητες που έχει να λειτουργεί και να βαδίζει προς το μέλλον».

«Πολιτική επιλογή» η έλλειψη Ακαδημίας Κινηματογράφου

«Σάντα Τσικίτα» του Αλέκου Σακελλάριου
«Σάντα Τσικίτα» του Αλέκου Σακελλάριου
Πρόσθεσε, ότι το πρόβλημα για το πώς θα μπει ο κινηματογράφος στα σχολεία «έχει ξεκινήσει από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα (σσ το ΥΠΠΟ περιμένει... να «ωριμάσει»), όταν μετά την εμφάνιση της κινούμενης εικόνας έγινε μία ταχύτατη ανάπτυξη των μαζικών οπτικοακουστικών μέσων». Αφού ανέλυσε τη δύναμη της κινηματογραφικής εικόνας, ο Σ. Δημητρίου σημείωσε ότι «είναι περίεργο το πώς αυτές τις δυνατότητες που έχουν αυτά τα οπτικοακουστικά μέσα δεν τις χρησιμοποιούμε για την εκπαίδευση και πώς τις αφήνουμε σε μία ανεξέλεγκτη αναρχία και δεν τις υπαγάγουμε στη ρυθμιστική εποπτεία της γνώσης». Κάτι που δε συμβαίνει σε άλλες χώρες, και ο ομιλητής ανέφερε για παράδειγμα ότι όλες οι βαλκανικές χώρες (πλην Ελλάδας φυσικά) έχουν κινηματογραφικές σχολές. Η Ρουμανία πχ έχει σχολή από το 1925, ενώ ακόμα και η Τουρκία έχει τρεις ανώτερες κινηματογραφικές σχολές!

Στην Ελλάδα υπάρχουν ιδιωτικές σχολές που προσφέρουν κάτι. Ο ομιλητής όμως πρόσθεσε ότι ακόμα από τη δεκαετία του '70 η εικόνα ήταν ως εξής (μετέφερε τη σχετική αναφορά του Τάσου Αλεξάκη στο συνέδριο της ΠΟΘΑ το 1980): Το 50% των μαθητών τους εγκαταλείπουν από το πρώτο έτος. Δεν αποφοιτά περισσότερο από το 10%, οι οποίοι θα πρέπει να δουλέψουν σαν «παραγιοί» στους άλλους σκηνοθέτες. «Από το 1965 μέχρι τώρα κάνουν στο τέλος μια ταινία με δικά τους λεφτά χωρίς να έχουν περάσει από κανένα εργαστήριο. Αυτή είναι όλη τους η παιδεία, όταν σε άλλες χώρες κάνουν αναγκαστικά δέκα ταινίες για να μάθουνε κινηματογράφο». Ακόμα και το μοντάζ εντάχθηκε σχετικά πρόσφατα σαν μάθημα»!

«Βυσσινόκηπος» του Μιχάλη Κακογιάννη
«Βυσσινόκηπος» του Μιχάλη Κακογιάννη
Τελειώνοντας ο Σ. Δημητρίου υπογράμμισε: «Επειδή επί 20 χρόνια βρίσκονται δυσκολίες και το θέμα έχει εμπόδια από μη συντονιστικές ενέργειες υπουργών κλπ, είναι φανερό ότι πρόκειται για πολιτική επιλογή. Δε θέλουμε να κάνουμε κινηματογράφο. Ισως γιατί υπάρχει ο φόβος ότι ένας εθνικός κινηματογράφος που μπορεί να ξεπηδήσει και να μην ελέγχεται, θα είναι επικίνδυνος».

Στην ανεκτίμητη προσφορά και τον παιδευτικό ρόλο των κινηματογραφικών αρχείων και ειδικά της Ταινιοθήκης της Ελλάδας αναφέρθηκε η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθήνας, Μαρία Κομνηνού. Η ομιλήτρια έκανε μια συνοπτική παρουσίαση της ιστορίας της Ταινιοθήκης η οποία, μεταξύ άλλων, ίδρυσε 45 κινηματογραφικές λέσχες σε όλη τη χώρα, φέρνοντας σε επαφή με τη μαγεία του ποιοτικού σινεμά τις εργατογειτονιές. Παράλληλα, η Ταινιοθήκη (και η παλιότερη μορφή της με την ονομασία Κινηματογραφική Λέσχη) «υπήρξε το σχολειό όλων των σημαντικών δημιουργών». Σε πολύ δύσκολες εποχές, έδινε «βήμα» και πρόσφερε θερμή υποδοχή σε σκηνοθέτες. «Χαρακτηριστική ήταν η απονομή βραβείου στον Αλέκο Αλεξανδράκη για την ταινία "Συνοικία το όνειρο" - στις δύσκολες εποχές του '60 - και η πρώτη διάκριση στο Θανάση Βέγγο που, να μην ξεχνάμε, είχε υπηρετήσει στη Μακρόνησο μαζί με τον Νίκο Κούνδουρο».

Αποσπασματική η κινηματογραφική παιδεία

Αναφερόμενη στον τρόπο με τον οποίο επιχειρείται η «γνωριμία» των μαθητών με το σινεμά (μέσω του προγράμματος «Χαμηλές πτήσεις» που «διαφήμισε» και ο Γ. Μπακογιαννόπουλος), η Μ. Κομνηνού σημείωσε: «Δυστυχώς η δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν ευνοεί την κριτική σκέψη και την ανάπτυξη πρωτοβουλιών που βοηθούν στην ανάπτυξη δημιουργικών στελεχών. Τα παιδιά μας, αντί για επικοινωνία διδάσκονται τηλεπικοινωνίες. Και οι "Χαμηλές πτήσεις" λειτούργησαν με τεχνικούς των τοπικών τηλεοπτικών σταθμών. Αυτήν την αισθητική μεταδώσανε στα παιδιά μας (σσ της τηλεόρασης) και από τη βραβευμένη ταινία είδαμε, όσοι έχουμε παιδιά, ότι ήταν κάτι πολύ εύκολο γι' αυτά. Το θέμα είναι, πέρα από το να ρυθμίζουν μια ψηφιακή κάμερα, να τους μεταφέρουμε την αίσθηση της παιδείας, την αίσθηση του συνόλου, την κριτική άποψη για τον κινηματογράφο. Και αυτό βέβαια θα απαιτήσει ανθρώπους που να έχουν πολλές ιδιότητες. Θα απαιτήσει επιτελεία».

Η κοινωνιολόγος του κινηματογράφου, Χρυσάνθη Σωτηροπούλου, σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι «δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τη θεωρητική από την πρακτική παιδεία». «Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τη γνώση του σκηνοθέτη σε γενικότερα θέματα παιδείας. Οπως επίσης δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε την παιδεία από την καλλιτεχνική διαπαιδαγώγηση. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα μέσα από τα πανεπιστήμια και από κάποιες σχολές υποτίθεται ότι παρέχεται κάποια παιδεία. Θεωρώ ότι αυτή η παιδεία έχει δύο χαρακτηριστικά: αποσπασματικότητα και έλλειψη υποδομής. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, οι άνθρωποι που βγαίνουν από τις σχολές να μην έχουν μια συνολική και σφαιρική αντιμετώπιση του κινηματογραφικού χώρου. Το θέμα είναι πως η έλλειψη παιδείας έχει επηρεάσει και την κινηματογραφική έρευνα. Εννοώ την έρευνα που έχει σχέση τόσο με τη διαπαιδαγώγηση του κοινού, όσο και με τη διαπαιδαγώγηση των επαγγελματιών, οι οποίοι, δυστυχώς, λόγω έλλειψης συντονισμού, αποκτούν αποσπασματική παιδεία».

Για το περιεχόμενο που θα πρέπει να έχουν οι κινηματογραφικές σπουδές μίλησε ο θεωρητικός του κινηματογράφου και διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Νίκος Κολοβός. Μεταξύ άλλων, ο ομιλητής σημείωσε, ότι «έχουμε μια δυσπιστία στο γεγονός, αν και κατά πόσον θα ήταν κάτι πολύ σημαντικό να ασχοληθούμε σοβαρά, οργανωμένα, με σκέψη και προοπτική με τις κινηματογραφικές σπουδές. Θεωρώντας ότι είναι ένα πάρεργο κατά κάποιον τρόπο, που όταν επεκταθεί η απασχόλησή μας με αυτό μπορεί να αποτελέσει και τη μορφή επιδημίας. Δηλαδή να προσβάλλει τους ασχολούμενους με το σινεμά και αντί να τους καθοδηγήσει ή να τους πλουτίσει με στοιχεία που θα τους βοηθήσουν στη δουλιά τους, στο έργο τους, στη δημιουργία τους, μπορεί να τους απομακρύνει από αυτή και να έχουμε κινηματογραφικά εξαμβλώματα». Ομως, «οι κινηματογραφικές σπουδές δεν είναι μία πολυτελής φλυαρία ούτε βέβαια είναι περιττό γεγονός... Είναι ζωτικής σημασίας τόσο για τους κατασκευαστές - την ομάδα δηλαδή των αφανών ηρώων που στηρίζει την κινηματογραφική δημιουργία - (...) όσο και για τους δημιουργούς. Είναι ένα έργο που χωρίς την υποδομή κινηματογραφικών σπουδών, θεωρώ ότι κινδυνεύουμε να μείνουμε σε ένα στάδιο ερασιτεχνισμού, αλλά και σε έναν εκφυλισμό της κινηματογραφικής γλώσσας και έκφρασης.

Το ελληνικό σινεμά είναι... «Καρέτα - καρέτα»

Ο Ν. Κολοβός σημείωσε ότι οι άξονες πάνω στους οποίους πρέπει να κινηθούν οι κινηματογραφικές σπουδές είναι η θεωρία, η αισθητική και η ιστορία του κινηματογράφου, «η επιστροφή στην ιστορία του κινηματογράφου μέσα από τις έρευνες των νέων ιστορικών» και τελευταίος, «όχι όμως έσχατος», η συγγραφή σεναρίου. Ο ομιλητής πρόσθεσε ότι η επεξεργασία του περιεχομένου των κινηματογραφικών σπουδών δε σταματά εδώ. Ωστόσο υπογράμμισε, ότι «είναι ανάγκη να αρχίζουν αμέσως τα πράγματα και να ξέρουμε ότι οι εξελίξεις στον τομέα των οπτικοακουστικών μέσων είναι τόσο μεγάλες, που ίσως θα είναι δύσκολο να τις προλάβουμε αν δεν αποφασίσουμε να ασχοληθούμε σοβαρά με αυτές μέσα στο πλαίσιο όχι μόνο μεμονωμένων ατόμων, όπως γίνεται τώρα στους πανεπιστημιακούς χώρους».

Τις προτάσεις του «μικρό» στο θέμα ανέπτυξε το μέλος της διοίκησής του, Αγης Μαραγκουδάκης. Ξεκινώντας από την «ύποπτη» θέση ορισμένων, ότι ο ελληνικός κινηματογράφος δεν είναι «Καρέτα - καρέτα» για να χρειάζεται προστασία, ο ομιλητής σημείωσε, πως για όσους την ασπάζονται, «φαίνεται ότι ο ελληνικός κινηματογράφος δε χρειάζεται την υποδομή της παιδείας που θα μπορούσε να εξασφαλίσει το μέλλον του ως κινηματογραφίας, στην προοπτική των επόμενων δεκαετιών». Πρόσθεσε, ότι το σημερινό «σύστημα» οπτικοακουστικής εκπαίδευσης της χώρας χωρίζεται μεταξύ διεξόδων «υψηλής επαγγελματικής εκπαίδευσης στο εξωτερικό, με κόστος που αποκλείει από τέτοιες σπουδές τα πιο πλατιά κοινωνικά στρώματα, και σε σχολές στοιχειώδους επαγγελματικής κατάρτισης με δίδακτρα σχετικά προσιτά». Σε κάθε περίπτωση, αυτό το «σύστημα» υπηρετεί «τη συνολική αισθητική υποβάθμιση του οπτικοακουστικού προϊόντος».

«Σκοπός της Ακαδημίας Κινηματογράφου», συνέχισε, «είναι η εκπαίδευση των κινηματογραφιστών - δημιουργών του οπτικοακουστικού έργου που θα είναι είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της σύγχρονης τεχνικής σε όλο το φάσμα των οπτικοακουστικών μέσων. Για το σκοπό αυτό έχουν ταυτόχρονα θέση στο πρόγραμμά της, τόσο η υψηλή, επιστημονική, τεχνική εκπαίδευση, όσο και η μετάδοση της καλλιτεχνικής εμπειρίας που έχει αποκτηθεί με τη μαστοριά των κινηματογραφικών δημιουργών από γενιά σε γενιά». Μεταξύ άλλων, ο ομιλητής αναφέρθηκε και στον τρόπο εισαγωγής στην Ακαδημία. «Θεωρώντας το σημερινό εξετασιοκεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα ακατάλληλο γι' αυτό το σκοπό, είναι ταυτόχρονα απαραίτητο στις δεδομένες συνθήκες να οριστούν κριτήρια για τον αριθμό των σπουδαστών που μπορούν να φοιτούν σε αυτή και για τις διαδικασίες εισαγωγής τους».

Εμείς ας ευχηθούμε να μην υπάρξει η ανάγκη να γίνει και άλλη τέτοια ημερίδα με αυτό το θέμα ύστερα από είκοσι χρόνια...


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ