ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Μάη 2002
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Κόντρα στη νέα (α)ταξία
Φοβούνται τη νέμεση

Ξύπνησε τρομαγμένος. Με παγωμένο ιδρώτα στο μέτωπο κι ένα τρέμουλο. Κι άλλο ένα εφιαλτικό όνειρο σκέφτηκε. Πλήθυναν τον τελευταίο καιρό. Πρέπει να πάω στον ψυχαναλυτή μου, ή να καταφύγω στον ονειροκρίτη...

Πριν από λίγο είχε βάλει υπογραφές, πολλές υπογραφές, άλλες για να αυξηθούν οι εξοπλισμοί, άλλες για να επεκταθούν στ' άστρα, άλλες για να ενισχυθούν μερικοί δικτάτορες - σωτήρες ή να σκεπαστούν τα εγκλήματα στην Τζενίν και όπου αλλού οι χειρουργικοί βομβαρδισμοί ισοπέδωσαν ανθρώπους και περιοχές στα όρια της γενοκτονίας.

Αποκαμωμένος από τις συζητήσεις με το στενό του περιβάλλον, αποκοιμήθηκε στο μπαρόκ - οβάλ γραφείο, όπου ο προηγούμενος είχε αντιμετωπίσει άλλα προβλήματα με τη λεκιασμένη ρόμπα...

Εκεί τον βρήκε ο εφιάλτης. Ενα χέρι κινήθηκε απειλητικά από το τίποτα, με νύχια κατακόκκινα, βουτηγμένα στο αίμα...

- Εκεί θα πας κι συ, του είπε μια φωνή, σε μια νέα Νυρεμβέργη.

- Μα δεν μπορεί, ψέλλισε, δεν μπορεί. Εγώ είμαι ο πλανητάρχης του κόσμου. Εγώ έχω ασυλία. Εγώ στέλνω τους άλλους σιδεροδεμένους, στέλνω το «Σλόμπο» στη Χάγη. Εγώ δεν υπογράφω για τη σύσταση διεθνούς ποινικού δικαστηρίου, όπως και η Γερουσία ΜΟΥ, δεν επικύρωσε την απόφαση του προηγούμενού μου, για τη σύστασή του.

- Ωρες είναι, σκέφτηκε, να ξεφυτρώσει κάποιος εισαγγελέας, σε κάποια χώρα που «ευεργετήσαμε» με βόμβες, δικτάτορες και εκμετάλλευση και να μας δείξει ένταλμα με την ένδειξη «ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ».

- Εκεί θα πας κι εσύ, του απάντησε η φωνή του εφιάλτη και της νέμεσης. Εκεί, στο δικαστήριο της Ιστορίας.

Και δεν έχεις κακομοίρη μου τα κότσια του αντιπάλου σου, να υπερασπιστείς τον εαυτό σου από το πλήθος των ανομημάτων, που μεταθέτεις στα θύματά σου.


του
Γιώργου Κ. ΤΣΑΠΟΓΑ


Μυθοποίηση ή δαιμονοποίηση του ευρώ;

Γρηγοριάδης Κώστας

Από την κυβερνητική πλευρά η επίσημη έναρξη της λειτουργίας του ευρώ και της απόσυρσης της δραχμής στην ελληνική αγορά προβλήθηκε ως διαδικασία κατοχύρωσης της «νέας εποχής» για την Ελλάδα, για την ισχυροποίησή της στη διεθνή αγορά, τη σταθεροποίηση και το βάθεμα της συμμετοχής στην ευρωενωσιακή αγορά.

Τα κυβερνητικά επιχειρήματα και οι τονισμοί τους δεν είναι καινούρια. Τα είχαμε γευτεί με τη διαδικασία της επίσημης επικύρωσης ένταξης της Ελλάδας στην ευρωζώνη, τον Ιούνη του 2000.

Μπορούμε δε να ισχυριστούμε ότι στην παρούσα φάση εκ των πραγμάτων τέθηκαν πολύ γρήγορα στην κρίση των γεγονότων.

Ηταν πολύ πιο εύκολο πριν ένα χρόνο, ακόμη και πριν 6 μήνες, οι κυβερνητικοί παράγοντες να διαβεβαιώνουν ότι η διαδικασία αντικατάστασης της δραχμής από το ευρώ δε θα οδηγήσει σε ανατιμήσεις. Ηδη, όμως, οι πρώτες μέρες κυκλοφορίας του ευρώ συνοδεύτηκαν με αυξήσεις κατά 13,5% στη λιανική πώληση του ψωμιού. Η «συμφωνία κυρίων» μεταξύ κυβέρνησης και βιομηχάνων -εμπόρων για πάγωμα των τιμών μέχρι τα τέλη Φλεβάρη καταπατήθηκε, όπως άλλωστε συνήθως συμβαίνει. Πολλές από τις μεγάλες επιχειρήσεις στη βιομηχανία τροφίμων έσπευσαν σε ανατιμήσεις από 3-7%. Εχουν ήδη καταγραφεί ανατιμήσεις κατά 10% στις αγορές προϊόντων ευρείας κατανάλωσης, όπως στα εισαγόμενα ανταλλακτικά αυτοκινήτων, σε «υπηρεσίες» λαϊκής κατανάλωσης, όπως τα εισιτήρια σε κινηματογραφικές αίθουσες (κατά 9%), σε πάρκινγκ (20%) και άλλα. Και έπεται η συνέχεια...

Τα περίφημα, λοιπόν, κυβερνητικά συνθήματα «ευρώ: βήμα προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση», «μέσο εθνικής ισχυροποίησης και υπερηφάνειας» είναι συνθήματα συνειδητά επιλεγμένα, για να συσκοτίσουν τον ταξικό, αντεργατικό και αντιλαϊκό χαρακτήρα των εξελίξεων.

Ο αντεργατικός χαρακτήρας της νομισματικής ενοποίησης

Το ΚΚΕ, εγκαίρως απευθυνόμενο στους μισθωτούς εργαζόμενους και στους συνταξιούχους, στο μικρό εμπορευματοπαραγωγό της αγροτικής ή της μεταποιητικής παραγωγής, στο μικροέμπορο, είχε αναδείξει τον ταξικό υπέρ του κεφαλαίου χαρακτήρα της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΕ και στην ευρωζώνη. Και με την ευκαιρία της συζήτησης του Κρατικού Προϋπολογισμού 2002 στη Βουλή, το Κόμμα μας είχε χαρακτηρίσει την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη και τη λειτουργία του ευρώ ως νέο εργαλείο ληστείας και αύξησης της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

Η κυβερνητική πλευρά συνειδητά επιδιώκει να εμφανίζει το στόχο - σύνθημα της «ενοποίησης» σαν μια διαδικασία με υπερταξικά και υπερκρατικά χαρακτηριστικά. Ακριβώς για να συγκαλύψει τις αντιθέσεις, ότι οι αναγκαιότητες του κεφαλαίου είναι αναγκαιότητες αναπαραγωγής των οικονομικών και πολιτικών όρων εκμετάλλευσης των μισθωτών. Δηλαδή, διαδικασίες όπως των ιδιωτικοποιήσεων, της απελευθέρωσης των αγορών, της αύξησης του όγκου παραγωγής και της παραγωγικότητας της εργασίας, είναι διαδικασίες που γίνονται με κίνητρο την αύξηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας, που διέπονται από το νόμο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, της καπιταλιστικής ανισομετρίας και πάνω απ' όλα από το νόμο της (υπεραξίας) καταλήστευσης των παραγωγικών αποτελεσμάτων του πραγματικού παραγωγού αξιών, του μισθωτού εργαζόμενου.

Η κυβέρνηση, για να ρίξει «στάχτη στα μάτια» του μισθωτού εργαζόμενου, ισχυρίζεται ότι το ευρώ ως μέσο της νομισματικής ενοποίησης θα οδηγήσει στην πραγματική οικονομική ενοποίηση, την πραγματική σύγκλιση της Ελλάδας με τις αναπτυγμένες οικονομίες -κράτη της ευρωζώνης με αποτέλεσμα να ανέβει το εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων στην Ελλάδα.

Πρόκειται για συνειδητό μύθο συσκότισης των ταξικών κεφαλαιοκρατικών επιλογών ένταξης της Ελλάδας στην ευρωζώνη, από το οποίο οι εργαζόμενοι πρέπει να απαλλαγούν.

Εχουμε να κάνουμε τους εξής σχολιασμούς:

Πρώτον: Μια πολυμερής νομισματική ένωση, όπως η ευρωζώνη, με κοινό νόμισμα, δεν ενοποιεί συνολικά τις επιμέρους εθνοκρατικές οικονομίες. Οσο και αν προοπτικά ενοποιείται η αγορά συναλλάγματος, η σχετικά αυτοτελής αγορά χρήματος, όσο και αν απλοποιούνται οι διαδικασίες της αγοράς εμπορευμάτων στην ευρωζώνη από την προηγούμενη αναγκαιότητα των νομισματικών αναγωγών σε ένα «πανευρωπαϊκό» (παγκόσμιο) νόμισμα, δεν αίρονται οι διαφορές, ιστορικά πλέον διαμορφωμένες, στο βαθμό συσσώρευσης του κεφαλαίου σε κάθε κράτος, στην έκφραση της κεφαλαιοκρατικής σχέσης παραγωγής σε αξίες εγκαταστάσεων, μηχανημάτων, επιπέδου τεχνολογίας στη βιομηχανία, στο βαθμό ανάπτυξης της εργατικής δύναμης, στο επίπεδο ανάπτυξης των υποδομών για την ανάπτυξη των αγορών (υποδομές μεταφορών όπως λιμάνια, αυτοκινητόδρομοι, σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις κλπ.). Οι διαφορές αυτές συνεπάγονται διαφορετικούς όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου σε εθνο-κρατική βάση (και ανταγωνιστικότητάς του σε μια πολύ λιγότερο προστατευμένη αγορά, όπως η ευρωενωσιακή).

Με ορισμένες έστω απλοποιημένες προσλαμβάνουσες παραμέτρους, αυτό σημαίνει ότι η νομισματική ένωση δεν μπορεί να οδηγήσει σε ενιαίο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ μεταξύ των κρατών - μελών της, σε ενιαίους ρυθμούς επενδύσεων παγίων κεφαλαίων, ενιαία κλαδική μισθοδοσία ή μεταβολή στην τιμή της εργατικής δύναμης.

Αλλωστε, τέτοιου είδους ενοποιήσεις δεν κατόρθωσε ο καπιταλισμός ακόμη και στην εποχή της ορμητικής του ανόδου και με ενιαία κρατική υπόσταση διαμορφωμένη σε βάθος χρόνου. (Βλέπε τις βαθιές διαφορές μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ιταλίας, μεταξύ Ηπείρου, Θράκης και Στερεάς Ελλάδας, αλλά και μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας). Δεν επέτυχε ούτε και ο βορειοαμερικάνικος καπιταλισμός, παρά τη μεγάλη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού από τη μια πολιτεία στην άλλη και τη μακρόχρονη ομοσπονδιακή κρατική συγκρότησή του.

Η «τυπική» απελευθέρωση της αγοράς εργατικής δύναμης στην ευρωζώνη στην πραγματικότητα μετουσιώνεται στη χωρίς περιορισμούς μετακίνηση μιας ελίτ εργαζομένων τυπικά εμφανιζόμενης ως με «μισθωτή» σχέση εργασίας.

Γι' αυτό και τα περί ενιαιοποίησης μισθών και ημερομισθίων είναι συνθήματα - παγίδες χειραγώγησης και ενσωμάτωσης των εργαζομένων, κάμψης της αντίδρασής τους στις κεφαλαιοκρατικές κυβερνητικές πολιτικές και στην ενίσχυση των κρατικών και κοινοτικών κατασταλτικών μηχανισμών σε βάρος του εργατικού και λαϊκού κινήματος (τρομονόμος, ευρωστρατός, Σένγκεν κλπ.).

Δεύτερον: Η ένταξη στην ευρωζώνη, η λειτουργία του ενιαίου νομίσματος έχει τα οφέλη της για τα ισχυρότερα τμήματα του κεφαλαίου στην Ελλάδα (π.χ. τους ισχυρούς ομίλους επιχειρήσεων, τις επιχειρήσεις με εξαγωγή κεφαλαίων και εμπορευμάτων, το εφοπλιστικό κεφάλαιο). Εχει όμως και τους κινδύνους της από την όξυνση της ανταγωνιστικότητας με την άρση σημαντικού μέρους της εγχώριας κρατικής προστασίας. Τους κινδύνους αυτούς έχουν επισημάνει ήδη ο ΣΕΒ, η Ενωση Ελληνικών Τραπεζών, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας.

Ταυτοχρόνως, όμως, είναι έτοιμα και όλα τα εργαλεία, τα μέσα με τα οποία απαντούν και θα απαντήσουν οι κεφαλαιούχοι από την Ελλάδα στις νέες ανταγωνιστικές πιέσεις της ευρωενωσιακής αγοράς: Επιτάχυνση των αναδιαρθρώσεων στις εργασιακές σχέσεις και το Ασφαλιστικό που κάνουν φθηνότερη την εργατική δύναμη, δηλαδή αυξάνουν το βαθμό εκμετάλλευσης, επομένως και τα περιθώρια κέρδους.

Αλλωστε, δεν πρόκειται για πρωτότυπη ή αποκλειστική επιλογή των κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων στην Ελλάδα. Η, συγκριτικά με την Ελλάδα, πιο αναπτυγμένη συνολικά οικονομία στην ευρωζώνη (αφού η Ελλάδα κατέχει την τελευταία θέση σύμφωνα με ορισμένους δείκτες), ακολουθεί ταχύτερους ρυθμούς μείωσης των κρατικών κοινωνικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ, ως απόκλιση της πραγματικής ανόδου των αποδοχών των μισθωτών από την πραγματική άνοδο του ΑΕΠ για το χρονικό διάστημα 1996-2001.

Δηλαδή, η πορεία σύγκλισης αποδοχών των μισθωτών, βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα προς το μέσο όρο εκείνων της ΕΕ γίνεται στη γενική κατεύθυνση της σχετικής συρρίκνωσης του μεριδίου των μισθωτών στην πίτα της οικονομίας της ΕΕ.

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε:

Ολο το «κόστος» της λειτουργίας του ευρώ - κόστος λειτουργικό (από την κοπή του νέου νομίσματος, την απόσυρση του παλιού, την προσαρμογή των συστημάτων πληρωμών, καταγραφής χρηματοπιστωτικών λειτουργιών κλπ.), κόστος ανταγωνισμού - μεταφέρεται στους εργαζόμενους (με την τάση ανόδου των τιμών, με τη συγκράτηση ανόδου των μισθών σε σχέση με τον πληθωρισμό, την άνοδο της παραγωγικότητας και της συνολικής παραγωγής).

Τα απαλλοτριωμένα τμήματα των μικροεμπορευματοπαραγωγών στη γεωργία, κτηνοτροφία, στη μεταποίηση θα είναι τα «θύματα» της επίσπευσης της διαδικασίας συγκεντροποίησης, μέσω της κυβερνητικής πολιτικής, στο νέο πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον της ευρωζώνης.

Αποπροσανατολιστικές
οι θεωρίες «δαιμονοποίησης»

Ορισμένες πολιτικές δυνάμεις, στον αντίποδα της κυβερνητικής μυθοποίησης, «δαιμονοποιούν» την υιοθέτηση του ευρώ και της νομισματικής ένωσης ως την πηγή όλων των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Ανάγουν στην πολιτική ένταξης στην ΕΕ τις συνέπειες της φάσης της ύφεσης στην Ελλάδα την περίοδο 1990-1993 με ό,τι συνεπάχθηκε σε καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων. Σε αυτήν ανάγουν τις συνέπειες της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης που για ιστορικούς λόγους φέρνει την Ελλάδα στις χαμηλότερες βαθμίδες της ευρωζώνης. Στις συγκεκριμένες δεσμεύσεις των συνθηκών Μάαστριχτ - Αμστερνταμ και στις συγκεκριμένες κατευθύνσεις κατανομής και διαχείρισης των κοινοτικών κονδυλίων ανάγουν την αντικειμενική διαδικασία, ανεξάρτητα από τα μέσα και τους ρυθμούς επιτάχυνσης ή επιβράδυνσης, της απαλλοτρίωσης της μικρής εμπορευματικής παραγωγής από τη μεγάλη καπιταλιστική παραγωγή, της ολοκληρωτικής υποταγής της ατομικής αγροτικής στους νόμους της καπιταλιστικής παραγωγής.

Ανάγουν το σύνολο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στη «νεοφιλελεύθερη» μονεταριστική πολιτική ενός συγκεκριμένου «τύπου» συγκρότησης της ΕΕ, μιας πολιτικής διαχείρισης σε κρατικό και κοινοτικό επίπεδο που εξυπηρετεί ένα τμήμα του κεφαλαίου (κατά την άποψή τους το «χρηματιστηριακό» ή το τραπεζικό) απομονώνοντάς το από τα γενικά συμφέροντα του κεφαλαίου - βιομηχανικού, εμπορικού, ανεξάρτητα από τις μεταμορφώσεις του στον κύκλο περιστροφής του.

Κρίνουν τις αναδιαρθρώσεις, ιδιωτικοποιήσεις ως κινήσεις που εξυπηρετούν στόχους δημοσιονομικής πολιτικής (συγκέντρωση εσόδων για τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων) και όχι ως κρατικές παρεμβάσεις προσαρμοσμένες στις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες και αναγκαιότητες για αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου, για τη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος.

Την άρση του προστατευτισμού της εγχώριας παραγωγής (μεταξύ αυτών οι περιορισμοί των τελωνειακών δασμών, η πορεία μείωσης των κρατικών ενισχύσεων στην αγροτική παραγωγή, οι ποσοστώσεις περιορισμού της κλπ.) τη βλέπουν σαν το αποτέλεσμα εξωτερικών παραγόντων και συμφερόντων. Δεν μπορούν να δουν ότι το μεγάλο κεφάλαιο στην Ελλάδα -βιομηχανικό, εμπορικό, τραπεζικό- έχει εξίσου ανάγκη με το ευρωπαϊκό την απελευθέρωση των αγορών με ό,τι συνεπάγεται για τον περιορισμό της εγχώριας κρατικής προστασίας και τη διαμόρφωση κοινής διακρατικής προστασίας της διευρυμένης ευρωενωσιακής αγοράς. Βεβαίως, δε θα πρωτοτυπήσουμε επαναλαμβάνοντας ότι η διεξαγωγή του διεθνούς εμπορίου, των άμεσων ξένων επενδύσεων γίνονται με όρους καπιταλιστικής ανισομετρίας, επομένως με την υπεροχή της ισχυρότερης καπιταλιστικής οικονομίας απέναντι στην ασθενέστερη και νομιμοποιούνται με ανάλογες διμερείς, πολυμερείς συμφωνίες.

Ολες αυτές οι αναγωγές αξίζουν της ιδεολογικοπολιτικής προσοχής και θωράκισης του εργατικού κινήματος απέναντί τους, γιατί λειτουργούν αποπροσανατολιστικά, αφήνουν «ανοιχτή» τη δυνατότητα να ατονήσει η πάλη απέναντι στον ταξικό του αντίπαλο και τους πολιτικούς του εκπροσώπους στο σύνολό τους (όλα τα τμήματα του κεφαλαίου και όλους τους πολιτικούς εκφραστές του).

Επομένως, το εργατικό κίνημα πρώτ' απ' όλα, πρέπει να θωρακίζεται από αποπροσανατολιστικές τοποθετήσεις ή και από επιφανειακά προβλήματα της καθημερινότητας, για να μπορεί να στοχοπροσηλώνεται στο κύριο.

Ετσι, το κύριο πρόβλημα δεν είναι οι προσαρμοστικές δυσκολίες στη χρήση του καινούριου νομίσματος. Το κύριο ζήτημα είναι πολιτικό. Και ως κύριο πολιτικό ζήτημα για την εργατική τάξη αλλά και τα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν είναι ούτε η «εθνική» ή «ευρωπαϊκή» υπερηφάνεια που ενσωματώνεται σε ένα νόμισμα, ούτε ο βαθμός ευελιξίας, περιορισμού ή και κατάργησης της δυνατότητας άσκησης εθνικής νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής. Αλλωστε, στην άσκησή τους πάντοτε συνδέονται και υπηρετούν συνολικούς οικονομικούς στόχους, που σε τελευταία ανάλυση εξυπηρετούν τους βιομηχάνους, τους μεγαλεμπόρους, τους τραπεζίτες, τους εφοπλιστές.

Βεβαίως, στην εφαρμογή της η εκάστοτε κυβερνητική οικονομική πολιτική, σε κάθε καπιταλιστικό κράτος, βρίσκεται αντιμέτωπη με τις εσωτερικές ταξικές και με τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Η περιστολή κάποιων συνεπειών από τη μια μεριά, προκειμένου να περισταλεί η δυναμική ανάπτυξης των κοινωνικοταξικών αντιδράσεων και να μην εξελιχθούν σε επικίνδυνες συγκρούσεις, με την εφαρμογή μιας ορισμένης νομισματικής ή συναλλαγματικής πολιτικής οδηγεί στη διόγκωση κάποιων άλλων συνεπειών. Θα βεβαιωθούμε γι' αυτό αν παρακολουθήσουμε ιστορικά τα «πλεονεκτήματα» και τα «μειονεκτήματα» από την άσκηση συγκεκριμένων μέτρων νομισματικής (π.χ. αυξομειώσεις των επιτοκίων) ή συναλλαγματικής πολιτικής (π.χ. αυξομειώσεις ισοτιμιών με πολιτικές αποφάσεις, δηλαδή υποτίμηση ή ανατίμηση νομίσματος).

Τα καπιταλιστικά κράτη, αναλόγως με τη φάση του κύκλου της κρίσης που διέπει την οικονομία τους, τη θέση σε μια διακρατική καπιταλιστική αγορά περισσότερο ή λιγότερο ενοποιημένη, αναλόγως με τη θέση τους στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, επιλέγουν τη μια ή άλλη επιμέρους οικονομική πολιτική (π.χ. στη νομισματική πολιτική σταθερή ή κυμαινόμενη ισοτιμία με ένα παγκοσμίως ισχυρότερο νόμισμα, αλλαγή της ισοτιμίας μέσω της αγοράς ή με πολιτική απόφαση). Εχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη ευελιξία να επιλέγουν το συνδυασμό των επιμέρους συνιστωσών της οικονομικής πολιτικής τους αναλόγως με τη θέση τους στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Είναι σχεδόν αυτονόητη η ευκολία της FED (Κεντρικής Τράπεζας) στις ΗΠΑ να μειώνει τα επιτόκιά της σε φάσεις ύφεσης χωρίς να έχει λόγο σε αυτό το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, να στηρίζεται το δολάριο από μια απότομη κατρακύλα με κινήσεις όχι μόνο της FED αλλά και της ΕΚΤ και της Κεντρικής Τράπεζας της Ιαπωνίας, γιατί είναι επενδεδυμένα συμφέροντα του κεφαλαίου υπό μορφήν δολαρίου στη διεθνή αγορά, καπιταλιστικά συμφέροντα προερχόμενα και από την ΕΕ και την Ιαπωνία.

Αντιστοίχως, είδαμε στις δυο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα κινήσεις στήριξης των νομισμάτων των ισχυροτέρων καπιταλιστικών οικονομιών, όπως του Ην. Βασιλείου, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιαπωνίας.

Ομως, δε γίνονται αντιληπτοί οι λόγοι για τους οποίους μια λεγόμενη «αναπτυσσόμενη» οικονομία, όπως η Αργεντινή σήμερα, η Μαλαισία ή η Ινδονησία πριν 3-4 χρόνια, δεν έχουν την ανάλογη ευελιξία. Για ποιους λόγους δεν μπορούν να ζητήσουν νέες πιστώσεις από το ΔΝΤ σε φάση ύφεσης χωρίς να ελέγχονται για περιοριστική πιστωτική πολιτική, για διατήρηση των επιτοκίων τους σε υψηλά επίπεδα (όχι γιατί είναι «άκαρδη» η αμερικανική πλευρά που κυριαρχεί στην πολιτική του ΔΝΤ και «αδιάφορη» για την τύχη ανάκαμψης στην οικονομία της καπιταλιστικής Αργεντινής, αλλά γιατί πάνω απ' όλα θέλει να προστατεύσει τα συμφέροντα των άμεσων αμερικανικών επενδύσεων στην Αργεντινή). Βεβαίως, από την αστική πλευρά, και την αμερικάνικη, συχνά εγείρονται ενστάσεις, διαφωνίες σε σχέση με την επιλογή της μιας ή της άλλης γραμμής του ΔΝΤ, με κριτήριο ποια είναι τελικά η πιο αποτελεσματική γραμμή για το σύστημα παγκοσμίως, για το διεθνές καπιταλιστικό εμπόριο και τον έλεγχο των κρίσεων.

Αν έχουν αξία αυτές και άλλες πλευρές στις αντιφάσεις των πολιτικών επιλογών και εναλλαγών διαχείρισης του συστήματος είναι για να βαθαίνει η γνώση και η ικανότητα του εργατικού κινήματος σε κάθε κράτος να οξύνει τις αντιθέσεις και όχι να εγκλωβίζεται μεταξύ των εναγώνιων επιδιώξεων της αστικής πολιτικής να διατηρήσει μακροπρόθεσμα τη σταθερότητά της.

Η προοπτική ανάπτυξης της ταξικής πάλης στις νέες συνθήκες

Τα ζητήματα, λοιπόν, της οικονομίας, όσο και αν εμφανίζονται περίπλοκα και δυσνόητα, είναι θεμελιακά τουλάχιστον για την ανάπτυξη της κομμουνιστικής συνείδησης, επομένως και για τον προσανατολισμό του εργατικού κινήματος και την ανάπτυξη της ταξικής πάλης.

Ειδικότερα, για την ταξική πάλη στην Ελλάδα, στη βαθύτερη γνώση όλων των συνεπειών και των αντιφάσεων από τη συμμετοχή της ελληνικής οικονομίας στην ευρωζώνη και τη λειτουργία του ευρώ, ως κοινού νομίσματος, στηρίζεται η δυνατότητα αξιοποίησής τους προς όφελος του εργατικού κινήματος. Το ευρώ δεν είναι ούτε όχημα «εθνικής σωτηρίας» ούτε «εθνικής καταστροφής», ούτε μέσον απελευθέρωσης των παραγωγικών δυνατοτήτων ούτε δεσμά συγκράτησής τους.

Δεσμά συγκράτησης της δυνατότητας ενός σημαντικά ανώτερου επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων είναι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και κατανομής.

Μέσο απελευθέρωσής τους είναι η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα αναπτυγμένα και συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σαν αποτέλεσμα πλήρους ανάπτυξης της ταξικής πάλης, με όλα τα μέσα και τις μορφές, για την αποφασιστική σύγκρουση στις κατάλληλες συνθήκες για την κατάκτηση της εξουσίας.

Η ένταξη στην ευρωζώνη και οι αντιφάσεις στη λειτουργία του ευρώ δεν αποκλείεται να δημιουργήσουν συνθήκες επιτάχυνσης στην ωρίμανση των αντικειμενικών συνθηκών μιας πανεθνικής κρίσης, να εξελιχθεί η Ελλάδα ως ένας αδύνατος κρίκος στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα της ΕΕ. Και σε αυτή την κατεύθυνση οφείλουν να δουλεύουν οι κομμουνιστές για την ανάπτυξη της ετοιμότητας του εργατικού κινήματος και του Λαϊκού Μετώπου.


Της
Ελένης ΜΠΕΛΛΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ