Η Μέλπω Μερλιέ, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της «Το αρχείο της Μικρασιατικής Λαογραφίας», αναφέρεται στην επιλογή της Καππαδοκίας ως αφετηρίας για την έρευνα της Μικρασίας: «Τη διαλέξαμε σαν τη σπουδαιότερη περιφέρεια του εσωτερικού της Μικρασίας. Ηταν αραιά κατοικημένη από Ελληνες - καμμιά σύγκριση με τα πυκνοκατοικημένα δυτικά παράλια, με την Προποντίδα και με τον Πόντο - αυτοί, όμως, οι Ελληνες παρουσίαζαν, νομίζω, περισσότερη ενότητα από τους Ελληνες άλλων περιφερειών του εσωτερικού της Μικρασίας, της Γαλατίας, της Λυκαονίας, ή και στα νότια παράλια, της Παμφυλίας και της Κιλικίας. Σα νησιά μέσα σε τούρκικους πληθυσμούς, κοινότητες συχνά ανθηρές, οι Ελληνες αυτοί και στον τόπο τους βαστάχτηκαν και αποικίες έστειλαν σε άλλα μέρη της καππαδοκικής χώρας και σταθμούς και παροικίες ίδρυσαν (...) Η ελληνική Καππαδοκία των τελευταίων χρόνων παρουσίαζε, ίσως μόνη αυτή από τις περιφέρειες του εσωτερικού, γεωγραφική και ιστορική ενότητα. Εσωτερικό θα πει Καππαδοκία...». Και ο Samuel Baud - Bovy, αναφερόμενος στο μικρασιάτικο και καππαδοκικό τραγούδι, σημειώνει: «Είναι αναμφισβήτητο ότι τα πιο παλαιά κείμενα ελληνικών τραγουδιών είναι μικρασιατικά. Τόσο τα επικά τραγούδια με θέμα "πάθη ενδόξων ανδρών" (...), όσο και οι "παραλογές" που θα γίνουν, όχι μόνον πανελλήνιες, αλλά και παμβαλκανικές: Του Πρωτομάστορα που θυσιάζει τη γυναίκα του, του Νεκρού Αδελφού, του Κοντού που πουλάει τη γυναίκα του για να ξεχρεωθεί, είναι όλα μικρασιατικά. Από τη Μικρασία προέρχονται, επίσης, μπαλάντες, που ο στίχος τους δεν είναι ο δεκαπεντασύλλαβος, αλλά ο δωδεκασύλλαβος, είτε ιαμβικός με την τομή μετά την έβδομη συλλαβή, είτε τροχαϊκός με την τομή μετά την πέμπτη. Αυτούς τους τρεις στιχουργικούς τύπους παρουσιάζουν τα τραγούδια που στην Καππαδοκία συνόδευαν τον επίσημο χορό των γυναικών στις μεγάλες γιορτές. Η στροφή τους είναι πάντα μονόστιχη, μπορεί, όμως, η επανάληψη του ενός ημιστιχίου να την κάνει τριμερή. Οταν τα πρωτάκουσα στα 1930, τα είχα βρει μονότονα και άνοστα. Σήμερα μ' εντυπωσιάζει η αυστηρότητα, το ιεροτελεστικό ύφος τους .(...)
Γάμος στη Μαλακοπή της Καπαδοκίας, περίπου το 1910 |
Ο μουσικολόγος, υπεύθυνος του ΜΛΑ, Μάρκος Δραγούμης, σημειώνει πως «στη Σινασό ελάχιστοι από τους 3.000 κατοίκους της ήταν Τούρκοι. Τα όργανα που χρησιμοποιούσαν οι Σινασίτες ήταν το βιολί, το κλαρίνο και το ντέφι. Παράλληλα, υπήρχαν και τα "κουτάλια", που τα μεταχειρίζονταν σαν καστανιέτες και που η κρούση τους απαιτούσε ιδιαίτερη επιδεξιότητα. Πρόγονος του βιολιού ήταν ο κεμανές, ένα έγχορδο με δοξάρι, που μοιάζει με λύρα κι έχει μακρόστενο ηχείο και ταστιέρα, έξι χορδές κουρντισμένες κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές και ισάριθμες συμπαθητικές χορδές, που περνάνε κάτω από την ταστιέρα».
Βασισμένες στις αυθεντικές εκτελέσεις είναι και οι σύγχρονες ηχογραφήσεις, που υπάρχουν στο δίσκο. «Στο CD, αναφέρει ο Θανάσης Μωραΐτης, υπάρχει η συνέχεια του νήματος της δημιουργίας των ανθρώπων. Από τη μια μεριά, οι ίδιοι οι κάτοικοι αυτών των περιοχών μάς συναρπάζουν με τη δύναμη της αυθεντικής και ανεπιτήδευτης έκφρασής τους και, από την άλλη, νέοι μουσικοί με βαθύ σεβασμό σ' οτιδήποτε αληθινό, πιστοποιούν την πιο πάνω φράση περί συνέχειας».
Οσον αφορά στο CD με τα «Τραγούδια της Σίφνου», περιλαμβάνει ηχογραφήσεις που έγιναν σε τέσσερις περιόδους: Το 1930 από την Μ. Μερλιέ και τους συνεργάτες της στο θέατρο «Αλάμπρα», το 1961 από τον Μ. Δραγούμη, το 1971 από την Δέσποινα Μαζαράκη και το 1998 από τον Θ. Μωραΐτη. Ο Μ. Δραγούμης, στην εισαγωγή του δίσκου, σημειώνει πως «οι Σιφνιοί οργανοπαίκτες συνηθίζουν να συνοδεύουν το τραγούδι τους με το βιολί και το λαούτο με έναν τρόπο που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακός. Τα βιολιά κινούνται με θαυμαστή άνεση σε πολύ μεγαλύτερη έκταση από αυτήν που χρησιμοποιούν οι φωνές, υπογραμμίζοντας τα ευρύτερα χαρακτηριστικά της κλίμακας, σχολιάζοντας με ευστοχία την κάθε φράση του μέλους και εφευρίσκοντας ειδικά ηχοχρώματα, ιδίως στις χαμηλότερες νότες, για να κάνουν τη συνοδεία τους πιο ενδιαφέρουσα. Τα λαούτα πάλι, αντί ν' αρκούνται σ' έναν παθητικό ρόλο, αναδεικνύονται σε μια σχεδόν ανεξάρτητη τρίτη φωνή (...). Οσο για τους τραγουδιστές, όλοι, παλιοί και νέοι, είτε το ξέρουν, είτε όχι, ελέγχουν αριστοτεχνικά τη φωνή τους, έτσι ώστε να αποδίδουν στην εντέλεια τα όσα απαιτεί μια μουσική, που αντλεί όλη της τη χάρη από τη σωστή χρήση ενός συστήματος μη συγκερασμένων διαστημάτων με τον τρόπο που αυτό διαμορφώνεται στα επιμέρους διατονικά ή χρωματικά τετράχορδα, πεντάχορδα κλπ.».