ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 10 Φλεβάρη 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Πατριάρχης» του ρεμπέτικου

Τριάντα χρόνια συμπληρώθηκαν προχτές από το θάνατο του Μάρκου Βαμβακάρη

Η ξακουστή Τετράς του Πειραιά: Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής, Γιώργος Μπάτης, Ανέστης Δελιάς
Η ξακουστή Τετράς του Πειραιά: Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής, Γιώργος Μπάτης, Ανέστης Δελιάς
«Εγεννήθηκα στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων στην ωραία Σύρα και συγκεκριμένα σε μια φτωχική συνοικία της Ανω Χώρας ονομαζόμενη Σκαλί το έτος 1905 στις 10 Μαΐου ημέραν Τετάρτη και ώρα τρίτη πρωινή, από γονείς πάμπτωχους...».

Στην ωραία Σύρα πρωτοείδε το φως ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο λαϊκός συνθέτης, που με τους «δρόμους», τα κουρδίσματα του τρίχορδου μπουζουκιού του και τα αθάνατα τραγούδια του έμελλε να γίνει ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου. Ο Μάρκος της φτώχειας και της μαγκιάς, που έγινε η σημαντικότερη φυσιογνωμία του ρεμπέτικου τραγουδιού, αφού ήταν εκείνος που έβγαλε το μπουζούκι από το περιθώριο και το επέβαλε σαν όργανο. Ο δημιουργός, για τον οποίο έλεγε χαρακτηριστικά ο Γιάννης Παπαϊωάννου «μας έμαθε τι ήταν το μπουζούκι, μέχρι τότε δεν ξέραμε αν ήταν ντουλάπα ή όργανο». Ο άνθρωπος, που έφυγε από τη ζωή πριν τριάντα χρόνια πάμφτωχος και παραπονεμένος, γιατί παρ' όλο που έγραφε μέχρι να πεθάνει και βρέθηκε για αρκετά χρόνια στη δίνη της εμπορικότητας, δεν προσχώρησε στο «παιχνίδι». «Ο πατέρας μου πέθανε από το μαράζι», έγραφε παλιότερα στο περιοδικό «Ντέφι» ο γιος του Στέλιος. «Ηταν άνθρωπος ειλικρινής. Εγραψε την εποχή του αληθινά. Κι έγραφε μέχρι να πεθάνει. Το μυαλό του ήταν ματσακόνι, κι ας ήταν άρρωστος. Επαιζε και έγραφε. Από τις εταιρείες ήτανε ριγμένος. Τον πολεμήσανε ακόμα κι οι φίλοι του. Κι ας είχαν περάσει όλοι απ' τα χέρια του. Στα μέσα της δεκαετίας του '50 η παραμορφωτική αρθρίτιδα στα χέρια του δεν τον άφηνε να δουλέψει.... Το 1957 αναγκάστηκε να βγει στη γύρα. Εγώ ήμουν 8-9 χρόνων και μ' έπαιρνε μαζί του στα διάφορα ταβερνάκια που είχαν βγάλει τζουκ - μποξ κι ο κόσμος διασκέδαζε τότε μ' αυτά. Πηγαίναμε και κάναμε "σφουγγάρα", δηλαδή έπαιζε ο πατέρας μου κι εγώ έβγαζα πιατάκι. Οι καταστηματάρχες τον λυπούνταν, επειδή είχε παιδιά, σταματάγανε το τζουκ - μποξ και μας αφήνανε. Κάθε πρωί που φεύγαμε για το σπίτι έκλαιγε. Σου λέει, εγώ ο Μάρκος, πώς έγινα έτσι!... Κι όταν πέθανε, πήγαμε και πήραμε χρήματα από την ΑΕΠΙ για να τον κηδέψουμε! Για μια αξιοπρεπή κηδεία!...».

«Θα κόψω τα χέρια μου...»


Εχοντας περάσει τα παιδικά του χρόνια μέσα στη φτώχεια ο Μάρκος στα 13 του το «σκάει» για τον Πειραιά. Ανάμεσα στο «κάρβουνο» και τη «χαμαλίκα» κυλούν τα πρώτα χρόνια στον Πειραιά. Και μετά από τις πολλές δουλιές του ποδαριού αρχίζει να εργάζεται ως εκδορέας στα σφαγεία (μέχρι το '30 στου Πειραιά και μετά στης Αθήνας). «Εκεί στα Ταμπούρια, όχι μόνον μυήθηκα στη σκληρή ζωή του εργάτη... μα το πιο σπουδαίο απ' όλα ξεμυαλίστηκα με το όργανο αυτό, το μπουζούκι», αναφέρει στην αυτοβιογραφία του ο Μ. Βαμβακάρης. «Λίγο πριν πάω στρατιώτης, το 1924 ή αρχή το 25, άκουσα κατά τύχη τον μπάρμπα Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι του, το οποίον τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δε μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα που σπάνε τα κόκαλα στο μαγαζί. Λογάριασα τον όρκο μου ιερό και απαράγραπτο. Τέτοιο πράμα, τέτοιο όργανο είναι, είπα από μέσα μου, αυτό το μπουζούκι... Και έκτοτε με αιχμαλώτισε αυτό το όργανο. Τίποτα άλλο δεν ήταν για μένα στον κόσμο...».

Το όργανο το έμαθε «σε έξι μήνες. Κανένας δε μου έκανε μαθήματα στο μπουζούκι. Οχι, τίποτες. Για μένα το μόνο σχολείο ήταν ο τεκές. Ακουγα τους παλιούς και έπαιζα». Τακτικός θαμώνας στους τεκέδες, που γέμιζαν τον Πειραιά, ο Βαμβακάρης έζησε από κοντά τους μάγκες και το περιθώριο. Ομως ήταν αυτός ο ίδιος, που έβγαλε το μπουζούκι από το περιθώριο και καθιέρωσε την κομπανία με «μπουζουκομπαγλαμάδες». Το 1934 με τον Γιώργο Μπάτη, τον Αντώνη Δελιά και τον Στράτο Παγιουμτζή αποτέλεσαν την ξακουστή πειραιώτικη τετράδα, το πρώτο συγκρότημα με μπουζούκια, στο κέντρο του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά. Από τότε, χάρη στο Μάρκο, επικρατεί το «πειραιώτικο» ρεμπέτικο, που αφομοιώνει το ήθος και τα διδάγματα της Ανατολής μέσα από μια νέα επεξεργασία με βάση το μπουζούκι. Δημιουργούνται τα σημαντικότερα δείγματα αυτής της παράδοσης, τα «κλασικά» στη μορφή, στο περιεχόμενο και στη λειτουργία τους ρεμπέτικα τραγούδια. Ο Βαμβακάρης ήξερε, όσο κανείς άλλος, τους «δρόμους», τις παραδοσιακές κλίμακες και τα κουρδίσματα του τρίχορδου μπουζουκιού. Ηξερε «τα βυζαντινά και της φυλακής. Ντουζενάτα, όχι ευρωπαϊκά. Καραντουζένι, συριανό, αραμπιέν, ανοιχτά από σολ». Τα είχε μάθει από παλαιότερους οργανοπαίκτες του Πειραιά, το Μιμίκο τον Μπογιατζή, το Γιάννη το Γυαλιά, το Στραβογιώργη, το Μανωλάκο τον Τρεισήμισι. Στις διηγήσεις του περιγράφει πώς κούρδιζε το μπουζούκι του: «Το κουρντίζεις διαφορετικά το μπουζούκι. Από κει που είναι στα ευρωπαϊκά κουρντισμένο, παίρνω και κατεβάζω το ρε το αποπάνω και το μεσαίο, τα κατεβάζω να λένε και τρία τέλια στο μάστορη. Και παίζω γιουρούκικο, δηλαδή βαρύ ζεμπέκικο. Ολ' αυτά που λένε γιουρούκικα, απτάλικα, κωτσέκικα, όλα είναι ζεμπέκικα. Το κωτσέκικο θέλει άλλο κούρντισμα, ξέχωρο από τα γιουρούκικα. Το απτάλικο είναι άλλο νταλαβέρι, τα ζεμπέκικα γιουρούκικα χορεύονται με τον ίδιο τόνο. Είπαμε το ένα είναι ίσο ζεμπέκικο, το άλλο έτσι λίγο παρτσαφλό να πούμε, με περισσότερες πενιές, αλλά το ίδιο. Βέβαια, τώρα αυτά τα μπουζούκια, τα τετράχορδα, δεν μπορούν να τα παίζουν αυτά, μόνο τα τρίχορδα μπουζούκια και ο μπαγλαμάς».

«Υπέφερα για το μπουζούκι τα πάνδεινα»

Στα τριάντα του ο Μ. Βαμβακάρης έχει ήδη δημιουργήσει αρκετό υλικό που θα ηχογραφήσει λίγο μετά. Το 1934 αναφέρεται σαν η χρονιά που ηχογραφεί το πρώτο του δίσκο με τίτλο «Επρεπε να 'ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας», σπάζοντας το φράγμα της απομόνωσης ενός οργάνου συκοφαντημένου, παρ' όλη τη μακραίωνη παρουσία του στον ελλαδικό χώρο. Ανάμεσα στα πολλά τραγούδια που καταθέτει τα: «Η Φραγκοσυριανή», «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», «Τα έμορφα τα γαλανά σου μάτια», «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Ολοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», «Για σένα μαυρομάτα μου», «Δε θέλω πλούτη και λεφτά», «Η κλωστηρού», «Ο Μάρκος πολυτεχνίτης», «Ο Μάρκος υπουργός», «Οσοι έχουνε πολλά λεφτά» και τόσα άλλα. Ομως παρότι ήταν αυτός που άρχισε «όλο αυτό το νταλαβέρι του λαϊκού τραγουδιού», όπως έλεγε στην αυτοβιογραφία του, «δεν ωφελήθηκα οικονομικώς όσο όλοι αυτοί οι μπουζουξήδες που είναι τώρα και κάνουν το μέγα και τρανό... Εγώ ποτέ δεν ήμουνα φίλος του χρήματος. Αυτό που ήθελα το έκανα. Είμαι ο Μάρκος. Από το σπίτι το δικό μου εδώ πέρα πηγάζει η αλήθεια όλη για το μπουζούκι. Οσοι άλλοι να πούνε και να δείξουνε, δε θα ξέρουν ό,τι ξέρω εγώ για το μπουζούκι, διότι εγώ υπέφερα για το όργανο αυτό... τα πάνδεινα». Το μεγάλο του όμως παράπονο ήταν πως ενώ αυτός είχε στρώσει το «τραπέζι» ο ίδιος έμεινε «νηστικός στην πάντα».

Ο Μάρκος, ο μάγκας του ελληνικού τραγουδιού, ο ντόμπρος και ασυμβίβαστος δημιουργός, πλήρωσε με αίμα τη στάση ζωής του. Και παρότι άλλοι θησαύρισαν μέσα από το έργο του, ο ίδιος μην έχοντας πόρους πέθανε πριν τριάντα χρόνια σ' έναν από τους διαδρόμους του Ερυθρού Σταυρού.


Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ