(Ετος 13ο)
Εκλεκτοί λογοτέχνες και διαλεχτά αποσπάσματα από το παρελθόν της Αθήνας, τη σύγχρονη πραγματικότητα, με προεκτάσεις για καλύτερο μέλλον.
Και ο... Περικλής πάνω στην Ακρόπολη να εγκαινιάζει τον Παρθενώνα. Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς αν ήταν γερά ποτήρια οι αρχαίοι; Φυσικά, αν σκεφτούμε πως είχαν θεό της οινοποσίας τον Διόνυσο, με δικές του τελετές, πανηγύρια και θεατρικές παραστάσεις. Μαθαίνουμε πολλά έως και τη ρωμαϊκή εποχή, γι' αυτό το θέμα: «τα σφηνάκια... των αρχαίων». Μπαίνουμε κατόπιν στη μετά την τουρκοκρατία περίοδο με ό,τι αποκαλύπτει ο Εδμόνδος Αμπού στον «βασιλέα των ορέων» για την εκρηκτική κατάσταση στην Αθήνα. Παρακολουθούμε την κατανυκτική κηδεία του Θόδωρου Κολοκοτρώνη.
Οι Παπαδιαμάντης, Παλαμάς, Γρυπάρης, Στρατής Μυριβήλης κρατούν το ίσο, ώσπου να κορυφωθεί η πραγματογνωσία με σημαντικά άρθρα για τα όμορφα αρμονικά κτίρια του παρελθόντος και πώς κακοποιήθηκαν. Για το υπέροχο φως της Αττικής, τις εποχές του χρόνου που έμειναν απαράλλαχτες επί αιώνες, εκτός από το «ηλιακόν κάμα» του Ιουλίου που επαυξήθηκε. Και, πολύ θεατρική κίνηση με ονόματα, στέκια, θέατρα στον πόλεμο του '40. Πώς γλεντούσαν οι Αθηναίοι, τ' αθηναϊκά βαριετέ, ως τη ζωή των καλλιτεχνών στην Αθήνα του μεσοπολέμου.
Και για όσους βίωσαν όλ' αυτά και συμμετείχαν σύψυχα για να βρει αυτός ο τόπος καλύτερες μέρες, ένας σεμνός «εκ βαθέων» αποχαιρετισμός. Λ.χ. Λέων Αυδής: «Εσύ δε θά 'θελες ποτέ να βαδίσεις σε μακαρία οδό, όπως ψέλνουν για παρηγοριά... εσύ... χώμα ποτέ δεν ήσουν, χώμα ποτέ δε θα γίνεις. Φωτιά ήσουν και πυρπολούσες... Κι αν δε σε βλέπουμε είναι γιατί είσαι πολύ μπροστά. Τσουγκρίζουμε μαζί σου το ποτήρι, αγαπημένε μας, το προτελευταίο, έλεγες, ποτέ το τελευταίο, "στα ωραία πράγματα δεν υπάρχει τέλος", έλεγες...» (Εκδόσεις Φιλιππότη).
Στίχοι φτερωτοί, δροσεροί, με ελάσσονα θέματα, που φέρνουν μειδίαμα με το παιχνίδι ανάμεσα στο φαιδρό και το σοβαρό. Ο Λ. Βασιλειάδης είναι καλός παίχτης. Οχι το ανούσιο και ανόσιο καλαμπούρι που τελευταία «φοριέται» πολύ.
«Τώρα που βιάζομαι / χρονοτριβείς / με θεωρίες περί κβάντων. / Εγώ ένα θαύμα - σαλιγκάρι περιμένω / να με περάσει στο αντικρινό φανάρι(...)».
Αλλά και λυρικά: «... να οραματίζεσαι: / πόλη ανθρώπινη, / βλέμμα παρήγορο, / ένα χαμόγελο / φιλί στο όνειρο». Ακόμα πιο λυρικά: «Η φευγαλέα γοητεία του ωραίου, / τέχνη. / Αμμος που διολισθαίνει / στ' ακροδάχτυλα, / πούπουλο - χάδι, / πούπουλο - χάδι, / μια γλυκιά υπεκφυγή. / Την είδες; Χάθηκε».
Και κριτικά - ρεαλιστικά: «Πώς μπορώ την αλήθεια σου νά βρω; / Η ζωή άσπρο είναι ή μαύρο;». Ακόμα πιο ρεαλιστικά και αποκαλυπτικά: «Τη διαδρομή δεν άλλαξα / να μπω στο καραβάνι, / την ατραπό τη δύσβατη ακολουθώ».
Ο Λ. Β., τέλος, ικετεύει, προειδοποιώντας: «Γλώσσα / (...)μη μας προδώσεις σήμερα, / που ζούμε στο λυκόφως, / ενώ είναι μεσάνυχτα». Να και μια σοβαρή κουβέντα. (Εκδ. «Σαββάλας»).
- «Αγρα»: Γκι Σοντέ «Εωσφόρος και άβυσσος (ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη)» (μελέτη του Γάλλου ελληνιστή).
- «Διάμετρος»: Κ. Γ. Καρυωτάκη «Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα», με εκτενή εισαγωγή και σε ανθολόγηση του Θανάση Χατζόπουλου (εξώφυλλο του Δημήτρη Μυταρά).
- «Στάχυ»: Ζαν - Ζακ Ρουσό «Επιστολή στον ντ' Αλαμπέρ (Περί των θεαμάτων)» (μετάφραση Γιώργος Μητρόπουλος) (πρόκειται για έργο - απάντηση του Ρουσό στον ντ' Αλαμπέρ για το άρθρο του τελευταίου «Γενεύη» για την «Εγκυκλοπαίδεια». Ο Ρουσό απορρίπτει την πρόταση για ίδρυση γαλλικού θεάτρου στη Γενεύη και ασκεί κριτική στην κοινωνία, την πολιτική και την τέχνη). Κοστάντσο Πρέβε «Το Εθνικό Ζήτημα στο κατώφλι του 21ου αιώνα» (μετάφραση Γιώργος Βολακάκης, δοκίμιο). Π. Α. Μ. Ντιράκ «Αντιΰλη και σχετική κβαντομηχανική» (μελέτη του κορυφαίου φυσικού. Μετάφραση Θάνος Χριστακόπουλος). Ευγένιου Βουλγάρεως «Σχεδίασμα περί της ανεξιθρησκείας (Ητοι περί της ανοχής των ετεροθρήσκων)» (επίκαιρο έργο του πρωτοπόρου του νεοελληνικού διαφωτισμού, υπερασπιστή της ανεξιθρησκίας. Η έκδοση τηρεί τη γλώσσα του πρωτοτύπου). Κίριλ Αλντρεντ «Οι Αιγύπτιοι» (ιστορική - αρχαιολογική μελέτη του Αιγυπτιολόγου, πανεπιστημιακού καθηγητή, μετάφραση Ελένης Αστερίου).
- «Καστανιώτης»: Μπερνάρ Βιολέ «Αλέν Ντελόν (Η απαγορευμένη βιογραφία)» (μετάφραση Γιάννης Καυκιάς. Βιογραφία του περιπετειώδους προσωπικού βίου του διάσημου Γάλλου ηθοποιού, της οποίας την έκδοση προσπάθησε ο Ντελόν να απαγορεύσει). Δημήτρης Παπαχρήστος «Εξοδος ονείρου» (μυθιστόρημα). Κατερίνα Καριζώνη «Βαλς στην ομίχλη» (μυθιστόρημα). Ολγα Χαντζή «Κι όμως, έμοιαζες με τύψη» (νουβέλα). Νάνσι Χιούστον «Το τραγούδι της πεδιάδας» (μετάφραση Ρένα Χάτχουτ, μυθιστόρημα). Τζόρτζιο Τσέλι «Πώς δολοφονήθηκε ο Ουμπέρτο Εκο (και άλλες ελάσσονες δολοφονίες)» (διηγήματα, μετάφραση Αννα Παπασταύρου).
Η Ελένη Γκίκα παίζει με τις λέξεις και κάνει ποίηση. Ποίηση λυρική, με ευαισθησία και τρυφερότητα για ό,τι συνθέτει τη ζωή μας. Με ευχέρεια λόγου εκφράζει συν-αισθήματα και ψάχνοντας στα μύχια της ψυχής της καταγράφει εικόνες αληθινές, κάποτε οδυνηρές. Στην πορεία της αναζήτησης βρίσκει το γράμμα για να κρατηθεί και να προχωρήσει στη ζωή, στον έρωτα και στο θάνατο. Ετσι, καλύπτει μια μεγάλη γκάμα με τη θεματική της και τον εσωτερικό της κόσμο, ώστε με τον αναγνώστη να χαράξουν κοινούς κώδικες επικοινωνίας.
«Περαματάρηδες απλώς του τυχαίου / Αλλά η άκρη του νήματος / έχει το χρώμα των ματιών μας / και τη χροιά της φωνής μας / οπωσδήποτε. / Κι ας την αποκληρώνουμε / σαν άξεστοι κι αδαείς / συνεχώς».
Κι αλλού: «Θέρισες θύελλες / δήλωνες άλλωστε λάμπα θυέλλης. / Μονάχα λυχναράκι ταπεινό / χαμένο στις ομίχλες». (Εκδόσεις «Αγκυρα»).
Η Εύη Μπούκλη έγραψε τη συλλογή όταν ήταν μαθήτρια της Β` Λυκείου. (Σήμερα φοιτά στο Πάντειο Πανεπιστήμιο).
Με πολλές αρετές και θετικά στοιχεία η Ε. Μ. έκανε το παρθενικό της ταξίδι στο χώρο της Ποίησης. Χαιρετίζουμε τα πρώτα της βήματα που πατούν σε γερά θεμέλια που υπόσχονται ελπιδοφόρο αύριο, δημιουργικό. Οι στίχοι της διαθέτουν λυρισμό και στιγμές στοχασμού. «Ζωοφόροι έλικες πετσοκόβουν / τον ήλιο - ίσως ξημέρωσε. / Κάποιος απίθανος ίππος από μπρούντζο / θυμάται πως διαμελίστηκαν πριν χρόνια / τα ιμάτιά του / βρίσκει πως είν' ώρα / να στολιστεί ξανά μ' αυτά / τα φλογισμένα κομμάτια». (Εκδόσεις «Κώδικας»).
Στη ζωή και στην ποίηση του Θάνου Ασίκη είναι «Ολα σαν όνειρο», όπως τιτλοφορείται η εικοστή συλλογή του. Ο ποιητής, με το χθες, το σήμερα και το αύριο, πορεύεται μέσα από «νεκρά τοπία» να βγει στα ξέφωτα. Ο ίδιος είναι όλοι εμείς που πρέπει να δικαιωθούμε, γιατί «μας έχουν προδώσει πριν γεννηθούμε». Ορκιστήκαμε ν' αλλάξουμε τον κόσμο και θα τον αλλάξουμε: «Η καμπύλη είναι ανοιχτή / και το τέλος αθέατο». Μα σίγουρα θα γίνει ορατό, σαν αρχή της πιο στέρεας δημιουργίας. Οσοι παλεύουν για το καλύτερο, είναι σύντροφοι. Οι άλλοι, οι πολλοί, θα 'ρθουν μαζί μας, αν γίνουμε «στοργικοί» μαζί τους, ώστε να γίνουμε όλοι μαζί ο συλλογικός μας εαυτός. «Να γίνω αόρατος και να αισθάνομαι / ίσως έτσι ανταμώσω τον εαυτό μου», λέει ο ποιητής. Οταν «τα βήματα του Θεού / προσδιορίζουν μιαν αβέβαια πορεία», τα δικά του πατούν στέρεα, πέρα απ' τον «έρημο πόθο», φορτισμένα με τη μοναδική δύναμη του «εμείς», που τον «γεμίζει οίστρο». Λέει: «Δεν έχω άλλη λύση / από το να ταλαιπωρώ το σώμα μου(...). Αντέχω όμως / θα φτάσω στο ξέφωτο(...). Η περηφάνια κρίνεται στους δρόμους».
Χάρη στην περηφάνια τους «δε χάνονται οι άνθρωποι(...). Είναι άγρια πουλιά που θέλουν να ζήσουν». Οπως ο «σταυραετός ψηλά στο βουνό», που έμεινε να «θυμίζει το παρελθόν» του ποιητή και του λαού μας. Αυτό το σύμβολο σηματοδοτεί το μέλλον, όταν «ο θάνατος δε θα 'ναι τίποτε άλλο παρά μόνο ένα απλό επεισόδιο στην ανοιξιάτικη αγάπη μας». (Εκδ. «Ιδμων»).