ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 2 Δεκέμβρη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Ο Δον Κιχώτης έβαλε τις παντόφλες του

Ο ελεύθερος άνθρωπος δε φθονεί, δέχεται πρόθυμα καθετί το μεγάλο και χαίρεται που το μεγάλο μπορεί να υπάρχει. Ο γερο-Χέγκελ το έγραψε αυτό, αν και δε συνάντησε ποτέ τον Λον Κιχώτη. Παρ' όλο που προσκυνώ την κρίση του γερο-στοχαστή, κλονίζομαι - ιδίως από τότε που είδα ότι αυτός που θαύμαζα, ο Δον Κιχώτης, έβαλε τις παντόφλες του.

Τη στιγμή που έγινε αυτό, η Ευρώπη -τουλάχιστον αυτή- γέμισε από παντόφλες που με μανία έψαχναν για Δον Κιχώτες, οι οποίοι, κουρασμένοι πια να μοιράζουν χτυπήματα σε ανεμόμυλους φανταστικούς και μη, δεν μπορούσαν πια να συνεχίσουν τον αγώνα. Το γεγονός ότι ο Δον Κιχώτης πήρε αυτή την απόφαση, να θαφτεί με παντόφλες μέσα στο ένδοξο παρελθόν του, έκανε τους εχθρούς του να γελάνε. Η επιθυμία να θέλει ο Δον να γίνει ανεμόμυλος ήρθε αργότερα, γιατί οι παντόφλες, βλέπετε, ήταν μόνο η αρχή. Και όλη αυτή η μεταστροφή άρχισε να συντελείται λίγο μετά, τη φούσκα του Γαλλικού Μάη.

Αυτό ήταν το θέμα της συζήτησης μεταξύ του Αντρέ Μαλρό και του στρατηγού Ντε Γκολ στο σαλόνι του δεύτερου. «Στρατηγέ μου, ρώτησε ο Μαλρό, ποια είναι η γνώμη σας για τους εχθρούς σας;» Και κείνος, χαϊδεύοντας το γάτο του, απάντησε: «Κατά βάθος, μετά το Μάη, κατάλαβα πως ο μοναδικός μου αντίπαλος είναι ο Τεν Τεν»! (Ο γνωστός ήρωας των παιδικών εικονογραφημένων περιπετειών).

Δεν ξέρω αν είχαν διαβάσει αυτή τη συνομιλία οι Δον Κιχώτες με παντόφλες ή όχι, οι λυσσασμένοι του Παρισιού ή ο Πράσινος πια Καραγκιόζης του Μάη, Κον Μπεντίτ (τον αναφέρω γιατί ο φουκαράς, τη δική του στολή του Δον Κιχώτη δεν την πέταξε, αλλά την πούλησε εν μέσω οδοφραγμάτων). Αλλά και να τα είχαν διαβάσει, ήταν πια αργά - είχαν πνιγεί μες στις παντόφλες,..

Βέβαια, πρέπει να διακρίνουμε αυτούς που ήταν κάποτε Δον Κιχώτες από εκείνους που νόμιζαν ότι είναι. Και πώς νόμιζαν ότι είναι; Μήπως ήταν παιδιά παραμυθιασμένα; Οχι βέβαια, γιατί τα μεγάλωσαν οι δύο χαριτωμένες γεροντοκόρες: η Υστεροβουλία και η Φιλοδοξία. Η πρώτη τα προστάτευε από τις δυσκολίες, κρατώντας όμως την ιδιότητα της φαντασίωσής τους ότι είναι Δον Κιχώτες, και η δεύτερη λειτουργούσε σαν ελατήριο ή, καλύτερα, όπως λέει ο σοφός, σαν «το σκληρό ελατήριο της φιλοδοξίας που υποβαστάζει τον άνθρωπο της δράσης».

Κάπου εκεί κοντά έφτασε και η στιγμή που ο Δον Κιχώτης ένιωσε πως, για να βάλει τις παντόφλες του, πετώντας την πανοπλία, έπρεπε να γίνει ένας άβουλος αριβίστας. Φορώντας ο Δον τις παντόφλες του, πέρασε στο άλλο είδος που αγνοούσε και που σ' εμάς υπάρχει σε αφθονία: από την όχθη της πραγματικότητας ζητωκραύγαζαν τη μεταμόρφωσή του χιλιάδες μικροαστοί. Κανείς δεν πρόσεξε πόσο αδέξια περπατούσε με τις παντόφλες. Οι παντόφλες, το σύμβολο της ευημερίας. Οι παντόφλες, το σύμβολο της δημοκρατίας, Η παντόφλα που θα αντικαταστήσει το σταυρό στη σημαία.

Αυτά σκεφτόμουν μέχρι που συνέβη το αναπάντεχο: έπεσε η βιβλιοθήκη του σπιτιού και παραλίγο να με πλακώσει. Πρώτος έπεσε πάνω μου ο Καρυωτάκης. Και, σαν γνήσιος αναγνώστης, έπιασα να διαβάζω: «Ετσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα στη μίαν ανάλγητη ζωή, του Ονείρου τους ιππότες άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρή ν ανάσα, με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες».


Του Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΜΟΣΧΟΣ
Παρακαταθήκη και χρέος

Πριν τρεις εβδομάδες έφυγε από τη ζωή ο Αριστείδης Μόσχος, ο άφταστος δεξιοτέχνης στο σαντούρι, που συνάμα υπήρξε ένας ακούραστος δάσκαλος της παραδοσιακής μας μουσικής. Το «φευγιό» του έκλεισε το κεφάλαιο της ανθρώπινης περιπέτειας ενός καλλιτέχνη, που με αφοσίωση υπηρέτησε για μισό και πλέον αιώνα την ελληνική μουσική παράδοση. Μια «περιπέτεια», που σφραγίστηκε από την καλλιτεχνική καταξίωση, αλλά και αρκετές πίκρες και αγωνία για την υπόθεση της παραδοσιακής μουσικής εκπαίδευσης. Ονειρο ζωής, που έγινε πραγματικότητα το 1985, ήταν για τον Αρ. Μόσχο το Λαϊκό Σχολείο Παραδοσιακής Μουσικής, στο οποίο διδάσκονται δεκάδες μουσικά όργανα. Ενα όνειρο, όμως, που δεν το συμμερίστηκε η πολιτεία, καθώς πολλές ήταν οι φορές που το σχολείο βρέθηκε μπροστά σε τεράστια οικονομικά αδιέξοδα, με κίνδυνο να σταματήσει τη λειτουργία του. Κι αν αυτό αποτράπηκε ήταν χάρη στη συνεχή επίμονη και ακούραστη προσπάθεια του δασκάλου. «Το Σχολείο μας», έλεγε ο Αρ. Μόσχος σε παλαιότερη συνέντευξή του στο «Ριζοσπάστη» (28/6/1992), «το μοναδικό σχολείο παραδοσιακής μουσικής στην Ελλάδα αντιμετωπίζει οξυμένα οικονομικά προβλήματα. Κάθε μήνα έχει ένα παθητικό της τάξης των 700-900 χιλιάδων. Ο,τι οικονομικές δυνατότητες είχα, τις εξάντλησα. Από την πολιτεία όμως ποτέ δε μου είπαν "πάρε κάτι για το Σχολείο", δεν έχει δοθεί ποτέ η παραμικρή ενίσχυση. Το Σχολείο κινδυνεύει. Και μαζί του κινδυνεύει να ναυαγήσει το όνειρο μιας ζωής. Να καταστραφεί ένα έργο επίμονης και πολύχρονης προσπάθειας, που από χρόνια θα έπρεπε να έχει αναλάβει το κράτος. Θα ήταν κρίμα να σταματήσει να λειτουργεί, εξαιτίας κάποιου μηδαμινού ποσού των 8-10 εκατομμυρίων το χρόνο, τη στιγμή μάλιστα που επιχορηγούνται με τρομακτικά ποσά εκδηλώσεις που δεν αξίζουν».


«Το μόνο που έχω χορτάσει είναι βραβεία, περγαμηνές και λόγια», έλεγε και συμπλήρωνε: «Σε κάθε εθνική γιορτή ακούω λόγια μεγάλα: "Ο Μόσχος είναι ζωντανή παράδοση", "Φυλάει Θερμοπύλες". Του Ευαγγελισμού αναγκάστηκα να πω: "Καλά τα λέτε σήμερα. Ομως δεν ξέρω αν θα τα θυμάστε και αύριο ή θα τα ξαναθυμηθείτε πάλι στις 28 Οκτωβρίου". Είμαι πολύ πικραμένος σ' αυτό τον τομέα και προκαλώ όποιον θέλει να έρθει να ελέγξει τι κάνουμε εδώ μέσα. Υπάρχουν τόσοι χορηγοί που ενισχύουν ορισμένες προσπάθειες. Ας κάνει κάποιος κάτι...». Η αγωνία, οι εκκλήσεις του Αρ. Μόσχου, δυστυχώς, στη διάρκεια της ζωής του δεν ευαισθητοποίησαν ούτε βρήκαν ανταπόκριση από αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις, καθορίζοντας την τύχη της όποιας πολιτιστικής προσπάθειας. Και είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως αυτή η ίδια κυβερνητική πολιτική, που επί χρόνια αδιαφόρησε, θα αγκαλιάσει τώρα αυτή την προσπάθεια, που ο δάσκαλος δε βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Η διεύθυνση, πάντως, του Λαϊκού Σχολείου Παραδοσιακής Μουσικής θεωρεί χρέος να συνεχίσει το έργο που ξεκίνησε και υπηρέτησε με συνέπεια και ευθύνη ο ιδρυτής του. Οπως ανακοίνωσε το Σχολείο, θα συνεχίσει κανονικά τη λειτουργία του υπό τη διεύθυνση της γυναίκας του Α. Μόσχου, Αγγελικής, ενός ανθρώπου που μοιράστηκε όλα αυτά τα χρόνια την αγάπη και τα όνειρά του για τη μουσική μας παράδοση. Στο Λαϊκό Σχολείο διδάσκονται σαντούρι, κλαρίνο, βιολί, λαούτο, ούτι, κανονάκι, λύρα Κρήτης και Πόντου, σάζι, φλογέρα, γκάιντα, μπουζούκι, κιθάρα, μπαγλαμάς, τζουράς, ακορντεόν, νταούλι, ταραμπούκα, ντέφι και τουμπερλέκι. Επίσης, Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική, Θεωρία της Ευρωπαϊκής Μουσικής, καθώς και Ιστορία της Ελληνικής Μουσικής, Βυζαντινής και Παραδοσιακής. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επικοινωνούν με τη Γραμματεία του Σχολείου (Βασ. Ηρακλείου 4, απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο, τηλ. 8229.952).

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα 16 χρόνια λειτουργίας του αυτό το φυτώριο των εκατοντάδων σπουδαστών της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής - διαφόρων ηλικιών - έδωσε πολλούς επαγγελματίες μουσικούς, ενώ δημιούργησε το δικό του αξιόλογο συγκρότημα, που έχει εκπροσωπήσει πολλές φορές επάξια την Ελλάδα σε διάφορες διοργανώσεις στο εξωτερικό. Το συγκρότημα μαζί με το Αρ. Μόσχο έχει λάβει πολλές τιμητικές διακρίσεις από συλλόγους, σωματεία και δήμους.


Ρ. Σ.



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ