Ξεχωριστό ρόλο παίζει η σοσιαλδημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ κ.ά. που θυμήθηκαν ξανά τους βιοπαλαιστές και τους καλούν να «κρεμάσουν» τη δίκαιη αγανάκτηση και τις προσδοκίες τους για μια ακόμα φορά στην κυβερνητική εναλλαγή, από την οποία βέβαια «κάηκε η γούνα τους» όλα τα προηγούμενα χρόνια, αφού αποδείχθηκε ότι κάθε κυβέρνηση συνέχιζε την ίδια πολιτική από εκεί που την άφηνε η προηγούμενη.
Οι ίδιοι που ευθύνονται για τα αδιέξοδα των αγροτών, αυτοί που στήριξαν και στηρίζουν την εγκληματική πολιτική της ΕΕ σε βάρος τους, αυτοί που ψήφισαν στο Ευρωκοινοβούλιο και εφάρμοσαν ως κυβερνήσεις όλες τις αναθεωρημένες εκδοχές της ΚΑΠ, παριστάνουν τώρα τους «σωτήρες» τους.
Στα μπλόκα του αγώνα όμως οι αγρότες κάνουν το δικό τους «ταμείο», που βγάζει ένα αποτέλεσμα: Οτι όλα τα προηγούμενα χρόνια οι υποσχέσεις του ΠΑΣΟΚ και των άλλων κομμάτων για «μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά» και για τα «χρυσά κουτάλια» με τα οποία θα έτρωγαν τάχα οι αγρότες, τη μια με τους συνεταιρισμούς, την άλλη με τα «θαφτικά» και την παράλλη με τις επιδοτήσεις, αποδείχθηκαν ψεύτικες.
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ, που όλοι μαζί στηρίζουν, οδηγεί σε συγκέντρωση της γης και της παραγωγής σε ολοένα και λιγότερα χέρια. Μείωσε το εισόδημα των μικρών αγροτοκτηνοτρόφων και αύξησε το κόστος παραγωγής. Οδήγησε σε ξεκλήρισμα πάνω από 800.000 μικρά και μεσαία αγροτικά νοικοκυριά. Συρρίκνωσε παραδοσιακές καλλιέργειες και βιομηχανικούς κλάδους με πρώτη ύλη από την αγροτική παραγωγή, όπως είναι η ζάχαρη, ο καπνός, η κλωστοϋφαντουργία. Ενισχύθηκε παράλληλα η κυριαρχία των μονοπωλιακών ομίλων, ιδιαίτερα στην κτηνοτροφική παραγωγή, στη συγκέντρωση των αγροτικών προϊόντων, στην παραγωγή και εμπορία των τροφίμων. Χιλιάδες αγροτοκτηνοτρόφοι καταχρεώθηκαν στις τράπεζες για να ενταχθούν στα Προγράμματα Αγροτικής Ανάπτυξης και, τελικά, παρά την εξαντλητική εργασία τους, βρέθηκαν σε δεινή θέση, να απειλούνται με κατασχέσεις στην περιουσία τους.
Υπενθυμίζουμε ορισμένα ενδεικτικά από «τα έργα και τις ημέρες» του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, είτε στη διακυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, τα οποία δεν είναι μόνο πειστήρια της πρoσήλωσής τους στην αντιλαϊκή πολιτική. Κυρίως είναι πλευρές μιας πολιτικής που τα αποτελέσματά της πληρώνουν σήμερα οι αγρότες.
Στον ίδιο «ντορό» κινούνται και σήμερα. Για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ μιλά για τη λεγόμενη «ανταγωνιστικότητα των αγροτικών προϊόντων». Από τη σκοπιά της διαφύλαξης της «ανταγωνιστικότητας» μιλά για το «υψηλό κόστος παραγωγής», με το βλέμμα στραμμένο βέβαια στα κέρδη των εμποροβιομηχάνων.
Ομως το ΠΑΣΟΚ μαζί με την κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα υποστήριξαν με τα μπούνια κάθε μέτρο που εκτόξευσε το κόστος παραγωγής: Από τα εμπάργκο στη Ρωσία, στο πλαίσιο της ΝΑΤΟικής εμπλοκής, μέχρι τις «πράσινες μπίζνες» της ΕΕ. Δηλαδή στήριξαν όσα οδήγησαν σε αύξηση του ενεργειακού κόστους, του κόστους λιπασμάτων και αγροεφοδίων κ.λπ.
Στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, άλλωστε, το ΠΑΣΟΚ στηρίζει κάθε λογής συμφωνίες που ακόμα και σήμερα πληρώνουν οι αγρότες, π.χ. μέσα από τη διεύρυνση των αθρόων εισαγωγών, ώστε οι εμποροβιομήχανοι να εξασφαλίζουν εισροές από όπου τους βολεύει καλύτερα. Στα αποτελέσματα περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι ζωονόσοι που τσακίζουν σήμερα τους κτηνοτρόφους.
Ακόμα, τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας στηρίζουν το λεγόμενο «νέο μοντέλο» του σύγχρονου αγρότη - επιχειρηματία, που συνεπάγεται την περαιτέρω συγκέντρωση της παραγωγής σε λίγα χέρια, σε μεγάλες καθετοποιημένες επιχειρήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο υπερθεματίζουν για τα λεγόμενα «συνεργατικά σχήματα», που είναι απλά ο «φερετζές» της συγκέντρωσης σε όλο και λιγότερα χέρια.
Οσο για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, που σήμερα υψώνει νέα αδιέξοδα, είναι συνένοχοι, επειδή όλοι μαζί - πλην ΚΚΕ - ψήφισαν το νομοσχέδιο του 2015 που έδινε τη δυνατότητα να χαρακτηρίζονται βοσκότοποι δάση και δασικές εκτάσεις, ανοίγοντας τον δρόμο για τις σημερινές εξελίξεις. Και, βέβαια, καμία κυβέρνηση, ούτε του ΠΑΣΟΚ, δεν ικανοποίησε το πάγιο και διαχρονικό αίτημα του οργανωμένου αγροτικού κινήματος να συνδέονται οι επιδοτήσεις με την πραγματική παραγωγή και το πραγματικό ζωικό κεφάλαιο.
Την ίδια στιγμή δεν λένε κουβέντα για τις ευθύνες της ΚΑΠ και εγκλωβίζουν τη συζήτηση στις ευθύνες του ενός ή του άλλου κυβερνητικού στελέχους, αξιοποιώντας το σκάνδαλο στις διεργασίες που «τρέχουν» για την αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος.
Αντίστοιχη είναι και η στάση τους απέναντι στα μπλόκα. Στα χωριά της υπαίθρου όλοι γνωρίζουν τον υπονομευτικό ρόλο αγροτοσυνδικαλιστών του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να μη στηθούν μπλόκα και να μην υπάρχει συντονισμός των κινητοποιήσεων.
Αλλά και σε κεντρικό επίπεδο στελέχη της σοσιαλδημοκρατίας δεν στηρίζουν τις μορφές πάλης που επιλέγονται από τους ίδιους τους αγρότες.
Ακόμα και τώρα που ο ξεσηκωμός σε όλη την ύπαιθρο είναι γεγονός, που η κυβέρνηση στριμώχνεται από τον δίκαιο αγώνα των αγροτών, κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ παίρνουν «αποστάσεις» από τα μπλόκα, ξεκαθαρίζουν ότι διαφωνούν με τα κλεισίματα δρόμων.
Ειδικά στη Λάρισα, όλοι θυμούνται τον σημερινό περιφερειάρχη Κουρέτα (στηρίζεται από ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ ΜέΡΑ25 κ.λπ.) να δηλώνει στο μπλόκο του Πλατυκάμπου τον Γενάρη του 2024 ότι δεν συμφωνεί με το κλείσιμο των δρόμων.
Τα παραμύθια τους έχουν χρεοκοπήσει πανηγυρικά. Οι βιοπαλαιστές αγρότες δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από επίδοξους «σωτήρες», έξω από τους συλλογικούς αγώνες. Η μαχητική διεκδίκηση των δίκαιων αιτημάτων τους, μέσα από τους Αγροτικούς Συλλόγους και τις Ομοσπονδίες, την Πανελλαδική Επιτροπή των Μπλόκων, η συμμαχία τους με τους εργαζόμενους και τους βιοπαλαιστές της πόλης, είναι το όπλο τους για να καταφέρουν να ζήσουν καλύτερα.
Αυτός είναι λοιπόν ο δρόμος που δίνει διέξοδο, και όχι η αναμονή για «λύσεις από τα πάνω». Το μέλλον είναι στην κατεύθυνση της σύγκρουσης με τα μονοπώλια και το κράτος τους, τις κυβερνήσεις και την πολιτική του κέρδους, την ΕΕ και τα κόμματα που τη στηρίζουν. Είναι η προοπτική της πάλης για την ανατροπή του κοινωνικού και οικονομικού συστήματος που δεν επιτρέπει στους αγρότες, όπως και στους εργαζόμενους, να απολαμβάνουν τον κόπο της δουλειάς τους.