ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 20 Νοέμβρη 2025
Σελ. /24
ΜΙΣΘΟΙ - ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Μονόδρομος η σύγκρουση με τις «βέλτιστες πρακτικές» κεφαλαίου και ΕΕ

Αποκαλυπτικά παραδείγματα για την «ευρωπαϊκή κανονικότητα» γενικής συμπίεσης των μισθών για τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας

RIZOSPASTIS

«Στον τόπο του εγκλήματος» ετοιμάζεται να επιστρέψει η κυβέρνηση της ΝΔ, ετοιμάζοντας το νέο νομοσχέδιο για τους μισθούς και τις ΣΣΕ. Το αμέσως επόμενο διάστημα μάλιστα αναμένονται και νέες συναντήσεις με τους «κοινωνικούς εταίρους», προκειμένου να μπουν και οι τελευταίες πινελιές, με άξονα πάντα τις λεγόμενες «βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές». Πρόκειται για εκείνο το πυκνό αντεργατικό πλέγμα της ΕΕ που αποτελεί τη μήτρα εκατοντάδων νόμων σε όλες τις χώρες για τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου, μέσα από τη διαρκή συμπίεση του λεγόμενου «κόστους εργασίας».

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ίδια επικαλούνται και οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις στη χώρα μας (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ κ.ά.), που διεκδικούν για λογαριασμό τους τα σκήπτρα της ορθής εφαρμογής των παραπάνω πρακτικών της ΕΕ, κατηγορώντας μάλιστα την κυβέρνηση ότι «παρεκκλίνει» απ' αυτές, όπως έκαναν πρόσφατα με τον νόμο για το 13ωρο.

Η σύγκλιση αυτή όλων των «εκδοροφαγέων» των μισθών είναι αρκετά αποκαλυπτική για το ποιον πρέπει να βάζει στο στόχαστρο η πάλη για αυξήσεις και υπογραφή ΣΣΕ, για κατοχύρωση σύγχρονων δικαιωμάτων. Μια πάλη που είναι σε εξέλιξη για μια σειρά σωματεία και αναμένεται να κλιμακωθεί το επόμενο διάστημα, αποτελώντας μονόδρομο για να μείνουν στα χαρτιά αντεργατικές διατάξεις, όπως για τον εργάσιμο χρόνο, τις αμοιβές, τις υπερωρίες κ.ο.κ.

Μπροστά λοιπόν στην πολυαναμενόμενη παρουσίαση του «Οδικού Χάρτη για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας» στην Ελλάδα, κυβέρνηση και συστημική αντιπολίτευση επικαλούνται την περιβόητη Ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041 για τους «επαρκείς μισθούς» στην ΕΕ. Εστιάζουν μάλιστα στις προβλέψεις της ΕΕ για «αυξήσεις στα ποσοστά κάλυψης των εργαζομένων από Συλλογικές Συμβάσεις», που στην πραγματικότητα αποτελούν ευχολόγιο, αφού την ίδια στιγμή παραμένει στη θέση του το τεράστιο αντεργατικό οπλοστάσιο για τη διαρκή συμπίεση των μισθών.

Να σημειωθεί βέβαια ότι η κυβέρνηση έχει ήδη ενσωματώσει μέρος της παραπάνω Οδηγίας σε νόμο που ψήφισε πέρυσι τέτοια εποχή για τον τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού. Ο συγκεκριμένος νόμος παίρνει τη σκυτάλη από το σημερινό καθεστώς καθορισμού του κατώτατου μισού με Υπουργική Απόφαση, όπως ψηφίστηκε και εφαρμόστηκε από τις κυβερνήσεις ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Και από το 2028 θα καθορίζει τον κατώτατο μισθό μέσω μαθηματικού τύπου, δίνοντας «επιστημονικοφάνεια» στον μόνιμο κόφτη με κριτήρια την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα.

Σε ένα τέτοιο έδαφος λοιπόν αναμένεται να ανοίξει ξανά η συζήτηση για τους μισθούς, με τα αστικά κόμματα να στήνουν καβγά γύρω από το ποιος εφαρμόζει και ποιος παραβιάζει τις «βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές».

Σε αυτές τις πρακτικές επιχειρεί να ρίξει φως ο «Ριζοσπάστης», φέρνοντας παραδείγματα από μια σειρά χώρες.

Τα ευρωπαϊκά «πρότυπα»

Αν επιβεβαιώνουν κάτι οι συγκρίσεις για τον τρόπο καθορισμού των μισθών σε κράτη - μέλη της ΕΕ, είναι ότι τελικά το κεφάλαιο την έχει «στημένη» από παντού για τους εργαζόμενους. Ανεξάρτητα π.χ. από το αν ο κατώτατος ρυθμίζεται με νομοθετική διάταξη ή με συλλογικές διαπραγματεύσεις, με αλγόριθμους ή με συνδυασμό των παραπάνω, «μονά - ζυγά» βγαίνει κερδισμένη η εργοδοσία και χαμένος ο εργαζόμενος.

Στο προοίμιο άλλωστε της Οδηγίας 2022/2041 (άρθρο 1) ξεκαθαρίζεται ότι γνώμονας είναι η «κοινωνική οικονομία της αγοράς με υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας». Αυτή η θωράκιση είναι ο στόχος της ΕΕ, πολύ περισσότερο στις συνθήκες που σημειώνει υποχώρηση σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, οπότε θα γίνεται όλο και πιο επιθετική απέναντι στους λαούς και στα δικαιώματά τους. Οι προσπάθειές για ...ρεφάρισμα συνδέονται μάλιστα με τη στροφή στην πολεμική οικονομία, με τα επιτελεία της να έχουν ως «ένα το κρατούμενο» την ανάγκη για ένταση της εκμετάλλευσης ώστε να πιάσουν τόπο τα εκατοντάδες δισ. ευρώ που ετοιμάζονται να ρίξουν.

Οσο για το ποιο «μείγμα» επιλέγουν κάθε φορά για την εφαρμογή της παραπάνω κατεύθυνσης, αν π.χ. η συγκράτηση των μισθών θα γίνεται με πράξη υπουργικού συμβουλίου, όπως έγινε στη χώρα μας τα προηγούμενα χρόνια, με αλγόριθμο ή με μια «μούφα» επαναφορά των ΣΣΕ που εκ προοιμίου θα υπονομεύονται, συνδέεται και με τις ανάγκες διασφάλισης της «κοινωνικής ειρήνης».

Ειδικά σε σχέση με τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού, σε άλλες χώρες της ΕΕ γίνεται με νομοθετική ρύθμιση από την εκάστοτε κυβέρνηση, ενώ σε άλλες χώρες καθορίζεται μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα:

- Στη Γερμανία υπάρχει νομοθετημένος κατώτατος μισθός και ορίζεται μέσω του νόμου «Mindestlohngesetz, MiLoG». Επιπλέον, προβλέπει τη σύσταση Εθνικής Επιτροπής η οποία κάθε δύο χρόνια προβαίνει σε σύσταση για αναπροσαρμογή. Βασικό κριτήριο που πρέπει να λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή είναι η «διασφάλιση δίκαιων και αποτελεσματικών όρων ανταγωνισμού, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η απασχόληση». Δηλαδή η όποια ονομαστική αύξηση δεν θα πρέπει να θέτει σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, επομένως το κριτήριο της «επάρκειας» καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από την πορεία της οικονομίας.

- Στην Ισπανία ο κατώτατος μισθός ορίστηκε διά νόμου (Εργατικός Κώδικας 1980 - Estatuto de los Trabajadores). Ο κατώτατος μισθός καθορίζεται με βασική παρέμβαση της κυβέρνησης, μετά από διαβούλευση με «κοινωνικούς εταίρους» (συνδικάτα και οργανώσεις εργοδοτών), ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει και επιτροπή εμπειρογνωμόνων. Στο άρθρο 27 του Κώδικα αναφέρεται ότι λαμβάνονται υπόψη ο δείκτης τιμών καταναλωτή, η μέση εθνική παραγωγικότητα που επιτεύχθηκε, η αύξηση του μεριδίου της εργασίας στο εθνικό εισόδημα και η γενική οικονομική κατάσταση, ενώ προβλέπεται πως «θα προγραμματίζεται επίσης εξαμηνιαία αναθεώρηση σε περίπτωση που δεν επιτευχθούν οι προβλέψεις σχετικά με τον προαναφερθέντα δείκτη τιμών». Η εν λόγω διάταξη λειτουργεί ως «κόφτης», αποτρέποντας το ενδεχόμενο να θιγεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

- Στη Γαλλία ο κατώτατος μισθός (Salaire Minimum Interprofessionnel de Croissance) καθορίζεται από Κώδικα Εργασίας (Code se Travail), με την κυβέρνηση να εκδίδει διάταγμα, αφού πριν έχει πραγματοποιηθεί διαβούλευση με την αντίστοιχη Επιτροπή, αποτελούμενη από εργοδότες και εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ο Κώδικας ορίζει ότι αν ο πληθωρισμός αυξηθεί πάνω από 2%, τότε προβλέπεται αύξηση, όμως η αύξηση αυτή αντισταθμίζεται με σημαντική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών στους εργοδότες, οι οποίοι πληρώνουν μόνο την εισφορά εργατικού «ατυχήματος» και επαγγελματικής ασθένειας. Ετσι, τις εισφορές από τις οποίες απαλλάσσονται οι εργοδότες τις πληρώνει ο γαλλικός λαός, μέσω της φορολογίας του και τελικά μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Αυτό το μοντέλο παρουσίαζε ως πρότυπο η κυβέρνηση και στη χώρα μας. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι στη Γαλλία μέσα από το συγκεκριμένο μοντέλο καταγράφεται κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των εργαζομένων που αμείβονται με το κατώτατο ωρομίσθιο (από 12% το 2021 σε 17,3% το 2023), επιβεβαιώνοντας ότι όλο και περισσότερο οι γενικές αποδοχές προσαρμόζονται στα κάθε φορά κατώτατα επίπεδα.

- Στην Ιταλία δεν υπάρχει νομοθετημένος κατώτατος μισθός, αλλά καθορίζεται μέσω Συλλογικών Συμβάσεων, εθνικών, τοπικών και κλαδικών. Οι Εθνικές Συλλογικές Συμβάσεις (Contratto Collettivo Nazionale di Lavoro) αποτελούν τη βάση, ταυτόχρονα όμως υπογράφονται και υπάρχουν μια σειρά επιπλέον ρυθμίσεων -DCBA - με τη νομοθεσία να επιτρέπει την εισαγωγή προγραμμάτων απόδοσης, δηλαδή μηχανισμοί που συνδέουν τους μισθούς με την απόδοση των εργαζομένων.

Ομοίως σε Φινλανδία, Αυστρία, Σουηδία και Δανία οι μισθοί ορίζονται μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων ανά τομέα οικονομίας. Παρότι οι μισθοί, τα επιδόματα και τα ωράρια εργασίας είναι αποτέλεσμα συλλογικών διαπραγματεύσεων, βασικό κριτήριο της σύναψής τους είναι η «εργασιακή ειρήνη». Ετσι, στο περιβόητο «σουηδικό μοντέλο», που εφαρμόζεται σε Δανία και Σουηδία, υπάρχει στη Συλλογική Σύμβαση «ρήτρα ειρήνης» («peace clause)», με βάση την οποία τα συνδικάτα απαγορεύεται να προχωρήσουν σε απεργία για όσο καιρό διαρκεί η Συλλογική Σύμβαση! Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζονται η «εργασιακή σταθερότητα» και η ταξική συνεργασία.

«Ευαγγέλιο» η ανταγωνιστικότητα

Επομένως, παρά τις διαφοροποιήσεις ανά χώρα, κοινός τόπος παραμένουν τα κριτήρια διαμόρφωσης των μισθών, είτε μιλάμε για νομοθετική ρύθμιση είτε για «συλλογική διαπραγμάτευση».

Στην ίδια κατεύθυνση των ευρωπαϊκών προτύπων βαδίζει η κυβέρνηση της ΝΔ με το νομοσχέδιο που μαγειρεύει, αφού σύμφωνα με τις μέχρι τώρα διαρροές εξετάζονται διάφοροι νέοι «κόφτες» για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, έτσι που το έδαφός τους να είναι από τα πριν «ναρκοθετημένο» για τους εργαζόμενους.

Εξετάζεται για παράδειγμα το πώς θα στενεύουν τα περιθώρια των διαπραγματεύσεων με βάση τη συνολική οικονομική κατάσταση του κλάδου, αλλά και να λαμβάνονται υπόψη τα «κέρδη και οι ζημιές» για το ύψος των αυξήσεων, κάτι που μεταφράζεται αυτομάτως σε μηχανισμό παγώματος των αποδοχών, ανάλογα με τις εξελίξεις.

Σημειωτέον, αυτό το έδαφος υπάρχει ήδη, αφού π.χ. με τον νόμο 4635/2019, προκειμένου να επεκταθεί μια κλαδική ΣΣΕ τα σωματεία καλούνται να τεκμηριώσουν ότι αυτή δεν θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Μάλιστα, η συγκεκριμένη διάταξη - που μέχρι στιγμής δεν έχει εφαρμοστεί, αφού έτσι κι αλλιώς οι κλαδικές συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι στον «πάγο» - προβλέπει τη δυνατότητα ακόμα και «ειδικών όρων» μέσα στις Συμβάσεις ή εξαιρέσεων από συγκεκριμένους όρους για επιχειρήσεις που «αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα».

Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι τα όσα διαρρέονται π.χ. για πιθανή επέκταση της μετενέργειας των ΣΣΕ, ή για τον εξεταζόμενο περιορισμό του απαιτούμενου ορίου εκπροσώπησης επιχειρήσεων κάτω από το 50% ώστε να κηρύσσονται υποχρεωτικές οι ΣΣΕ, είναι απλά ο «φερετζές» για τη νομιμοποίηση των απαράδεκτων αξιώσεων της εργοδοσίας.

Στο στόχαστρο η πολιτική κυβερνήσεων και εργοδοσίας

Κυρίως, αποκαλύπτουν στους εργαζόμενους με τι έχουν ουσιαστικά να αναμετρηθούν στην πάλη τους για ΣΣΕ με ουσιαστικές αυξήσεις και κατοχύρωση σύγχρονων δικαιωμάτων.

Γιατί αν κάτι επιβεβαιώνεται, είναι ότι το δίλημμα δεν μπορεί να είναι το ποια δύναμη μπορεί να εφαρμόσει με τον καλύτερο τάχα τρόπο την άθλια πολιτική της εκμετάλλευσης μέσα από τις λεγόμενες «βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές». Το πρόβλημα για τους εργαζόμενους δεν είναι ότι η κυβέρνηση παραβιάζει την «ευρωπαϊκή κανονικότητα», όπως καλλιεργούν οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά το αντίθετο: Οτι όλες οι κυβερνήσεις μαζί, σοσιαλδημοκρατικές και φιλελεύθερες, έχουν διαμορφώσει και εφαρμόζουν ένα ασφυκτικό νομοθετικό πλαίσιο με βάση τις Οδηγίες της ΕΕ για την εξίσωση των μισθών προς τα κάτω.

Από αυτό το πλαίσιο μόνοι κερδισμένοι είναι οι επιχειρηματικοί όμιλοι, επιβεβαιώνοντας ότι για να αποσπάσουν κατακτήσεις οι εργαζόμενοι πρέπει να χάσει το κεφάλαιο, πρέπει να πληγεί η πολιτική του, το κριτήριο της ανταγωνιστικότητας και της θωράκισης της κερδοφορίας.

Γι' αυτό και ο αγώνας πρέπει να στοχεύει τον πραγματικό αντίπαλο, την εργοδοσία και τις κυβερνήσεις της, το κράτος και την ΕΕ, απαιτώντας το ξήλωμα όλων των αντεργατικών νόμων και των περιορισμών γύρω από τις ΣΣΕ, την επαναφορά της συλλογικής διαπραγμάτευσης για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση, επαναφορά των κλεμμένων τριετιών, της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, της μετενέργειας κ.ο.κ. Ολα όσα δηλαδή δίνουν πραγματική υπόσταση στις ΣΣΕ, κόντρα στην πολιτική που τις θέλει «κενό γράμμα».

Ορος για να αναπτυχθεί αυτός ο αγώνας είναι να προσπεράσουν οι εργαζόμενοι τις δυνάμεις του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού, που επιχειρούν να εμποδίσουν αγωνιστικές διεργασίες, όπως έκαναν με τις απεργίες του Οκτώβρη, και να εξαντλήσουν τη μεγάλη δυσαρέσκεια γύρω από το λεηλατημένο εισόδημα σε ανεβοκατεβάσματα κυβερνήσεων που τάχα θα εφαρμόσουν την «ευρωπαϊκή κανονικότητα», ώστε να προστατέψουν την εργοδοσία.

Τον δρόμο στον αντίποδα των παραπάνω, άλλωστε, τον δείχνουν μια σειρά σωματεία που μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο κατάφεραν να επιβάλουν ΣΣΕ, όπως η Ομοσπονδία Οικοδόμων, με τους εργαζόμενους στις Κατασκευές να «νεκρώνουν» απανωτά εδώ και δύο χρόνια τα εργοτάξια, αποσπώντας την υπογραφή ΣΣΕ με σημαντικές αυξήσεις, ενώ τώρα δίνουν τη μάχη της υποχρεωτικότητάς της. Αντίστοιχα, οι εργάτες στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος, που με τα Συνδικάτα Μετάλλου και Ξύλου υπέγραψαν μια ΣΣΕ που ακυρώνει στην πράξη τις διατάξεις για το ξεχείλωμα του εργάσιμου χρόνου και κατοχυρώνει 7ωρο - 5ήμερο. Επίσης οι εργαζόμενοι στη ΔΕΛΤΑ, που συσπειρωμένοι στο νεοσύστατο σωματείο τους και με την ανυποχώρητη δράση τους απέσπασαν ΣΣΕ με επαναφορά των χαμένων τριετιών, παρόλο που η σχετική νομοθεσία το απαγορεύει.

Τέτοιοι και άλλοι αγώνες είναι ανάγκη να γενικευτούν το επόμενο διάστημα, με συσπείρωση και συλλογική πάλη «από τα κάτω», για την οργάνωση της αναμέτρησης με το κεφάλαιο, της σύγκρουσης με την πολιτική των κυβερνήσεών του, φωτίζοντας έτσι τον δρόμο της πραγματικής ανατροπής που έχει ανάγκη ο λαός.


Γ. Παπ.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ