Κλιμάκωση και με οργάνωση απεργίας ενάντια στους χώρους δουλειάς - αρένες θανάτου
Στην κατεύθυνση αυτή προτάθηκε η πραγματοποίηση απεργιακής κινητοποίησης τον επόμενο Γενάρη με αιτήματα αιχμής τα μέτρα Υγείας και Ασφάλειας, μείωση του χρόνου εργασίας, σταθερή δουλειά και Συλλογικές Συμβάσεις.
Ακόμα τονίστηκε ότι τα σωματεία του Πειραιά θα δώσουν μαζικό «παρών» στην αυριανή σύσκεψη συνδικάτων στην Αθήνα (βλ. θέμα δίπλα), ώστε να συμβάλουν στον σχεδιασμό των επόμενων αγωνιστικών βημάτων.
Το ζήτημα της Υγείας και της Ασφάλειας είναι στην πρώτη γραμμή της πάλης απέναντι σε ένα σύστημα που υπηρετεί τα κέρδη των λίγων σε βάρος της ζωής της εργατικής τάξης, τόνισε εισηγητικά ο Μάρκος Μπεκρής, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου.
Επικαλούμενος τη θλιβερή εμπειρία των εργαζομένων στον Πειραιά, με τους εκατοντάδες τραυματισμούς και τους δεκάδες θανάτους εργαζομένων, επισήμανε πως «σε όλους μας είναι καθαρό ότι πίσω από κάθε τέτοιο έγκλημα υπάρχει η εργοδοτική και η κρατική ευθύνη. Υπάρχει πίεση για μεγαλύτερη παραγωγικότητα, εντατικοποίηση της εργασίας, έλλειψη μέτρων γιατί κοστίζουν ή καθυστερούν ένα έργο, διάλυση των ελεγκτικών μηχανισμών γιατί κοστίζουν, ενώ την ίδια ώρα δίνουν λεφτά για πολέμους, λεφτά δικά μας. Στα παραπάνω προστίθεται η απουσία γιατρών εργασίας, που έχουν μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα και μετά όλα παραπέμπονται στο διευθυντικό δικαίωμα, αλλά και των τεχνικών ασφάλειας που οι εργοδότες τούς μετατρέπουν σε "αυτοφοράκηδες". Ολα αυτά στην ουσία δημιουργούν ένα τεράστιο κενό που μετατρέπει τους εργασιακούς χώρους σε αρένες θανάτου».
Αναφέρθηκε ακόμα στον πρόσφατο νόμο για το 13ωρο, τονίζοντας ότι είναι «η συνέχεια της πολιτικής που βλέπει τον εργαζόμενο σαν αναλώσιμο, σαν μια μηχανή, νομιμοποιεί τη δουλειά χωρίς όρια, την εξόντωση των εργαζομένων, φέρνει περισσότερη εντατικοποίηση, περισσότερα εργατικά "ατυχήματα", ραγδαία αύξηση των επαγγελματικών ασθενειών».
Οπως δείχνουν οι μέχρι σήμερα αγώνες των εργαζομένων, υπογράμμισε, η λήψη ουσιαστικών μέτρων για την Υγεία και Ασφάλεια στους χώρους δουλειάς «δεν εξασφαλίζεται με νομοσχέδια και υπουργικές αποφάσεις, αλλά με οργανωμένο, συντονισμένο, ταξικό αγώνα κάτω από την πίεση του οποίου και μόνο έτσι θα καταφέρουμε να έχουν και θεσμική ή νομική υπόσταση. Τίποτα δεν μας έχει χαριστεί και αυτό το ξέρουμε πολύ καλά εδώ στον Πειραιά».
Και μεταξύ άλλων αναφέρθηκε «στην κοινή απεργία των λιμενεργατών, των μεταλλεργατών και των ναυτεργατών για μέτρα υγείας και ασφάλειας», η οποία «αποτέλεσε παράδειγμα για το πώς μπορεί να οργανωθεί και να επιβληθεί η θέληση των εργαζομένων απέναντι στα μονοπώλια, απέναντι στο κράτος τους. Αυτή την πείρα πρέπει να την αξιοποιήσουμε σήμερα πιο πλατιά».
Πρόσθεσε δε ότι ο αγώνας για μέτρα προστασίας, μείωση του χρόνου εργασίας, σταθερή δουλειά και Συλλογικές Συμβάσεις «πρέπει να αποκτήσει συντονισμό και σχέδιο. Να συζητηθεί μέσα στα Διοικητικά Συμβούλια των σωματείων, τις συνελεύσεις, στις περιοδείες των σωματείων μέσα στους χώρους δουλειάς. Να καταλήξουμε σε απεργιακή απάντηση με ανοιχτή ημερομηνία μέσα στον Γενάρη, που θα αποτελέσει βήμα κλιμάκωσης και συσπείρωσης των δυνάμεων της εργατικής τάξης».
Ακόμα, μίλησε για τη σημασία της σύσκεψης που οργανώνουν Εργατικά Κέντρα, Ομοσπονδίες και σωματεία αύριο Τετάρτη στον κινηματογράφο «STUDIO» στην Αθήνα, λέγοντας ότι «μπορούμε με ακόμα καλύτερο συντονισμό σε όλη την Αττική, σε όλη τη χώρα να βάλουμε φρένο σε αυτή την πολιτική. Να απαιτήσουμε να ζούμε σύμφωνα με τις ανάγκες μας αξιοποιώντας προς όφελός μας την ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης. Βγάζοντας συμπεράσματα από τη δράση μας, διορθώνοντας αδυναμίες, οργανώνοντας τον αγώνα για τη συνέχεια. Από αυτή την άποψη πρέπει και τα σωματεία του Πειραιά να δώσουμε μαζικό "παρών" στη σύσκεψη της Τετάρτης μεταφέροντας την πείρα μας, να συμβάλουμε στον σχεδιασμό για τις επόμενες μάχες που έχουμε μπροστά, καθώς η κυβέρνηση ετοιμάζεται να φέρει και νέο νομοσχέδιο για το χτύπημα των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας».
«Η ζωή και η υγεία μας δεν είναι κόστος. Είναι δικαίωμα, είναι υπόθεση του δικού μας αγώνα. Η πείρα αυτή στον Πειραιά δείχνει ότι όπου οι εργάτες οργανώνονται, σώζονται ζωές. Οπου επικρατεί ο φόβος, ο συμβιβασμός, ο "κοινωνικός διάλογος", κυριαρχούν η ανασφάλεια και ο θάνατος. Το Εργατικό Κέντρο Πειραιά θα συνεχίσει να είναι στην πρώτη γραμμή του αγώνα με τα σωματεία του, τους εργαζόμενους, τη νεολαία της περιοχής», σημείωσε χαρακτηριστικά ο Μ. Μπεκρής.
Ακολούθησαν τοποθετήσεις συνδικαλιστών από πολλούς χώρους δουλειάς. Κοινή ήταν η διαπίστωση ότι αιτία των εργατικών «ατυχημάτων» και επαγγελματικών ασθενειών είναι το γεγονός ότι οι εργοδότες αντιμετωπίζουν την προστασία της υγείας και της ζωής σαν κόστος που μπαίνει εμπόδιο στα κέρδη τους. Περαιτέρω σημειώθηκε ότι υπάρχουν μια σειρά παράγοντες που συμβάλλουν, καθ' αυτοί ή συνδυαστικά, στη μετατροπή των χώρων δουλειάς σε παγίδες θανάτου. Ετσι, δεν είναι μόνο η έλλειψη μέτρων υγείας και ασφάλειας αλλά και η ένταση της εργασίας και η αύξηση του εργάσιμου χρόνου, που εξουθενώνουν τους εργαζόμενους. Είναι ακόμα η συστηματική υποβάθμιση της Επιθεώρησης Εργασίας από όλες τις κυβερνήσεις, με αποτέλεσμα να μη γίνονται επαρκείς έλεγχοι και κυρίως να μη γίνονται προληπτικοί έλεγχοι.
Μεταξύ άλλων μεταφέρθηκε πείρα από τη συλλογική δράση σωματείων και επιτροπών στους χώρους δουλειάς, που βάζει ως έναν βαθμό φρένο στην εργοδοτική ασυδοσία, αναγκάζει την εργοδοσία να παίρνει μέτρα προστασίας. Τονίστηκε ακόμα πως είναι σημαντικό τα ζητήματα υγείας και ασφάλειας να είναι καθημερινά ψηλά στην ατζέντα των συνδικάτων και να γίνονται συνεχείς παρεμβάσεις, που στόχο θα έχουν όχι μόνο τη λήψη μέτρων αλλά και την οργάνωση των εργαζομένων, το ανέβασμα των απαιτήσεών τους στο ζήτημα αυτό, ώστε να μην υπάρχει καμιά ανοχή σε ό,τι απειλεί την υγεία και τη ζωή τους.
Αρκετές τοποθετήσεις έφεραν εικόνα από τι συμβαίνει στους χώρους δουλειάς. Στα τηλεφωνικά κέντρα οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν μυοσκελετικά προβλήματα, λιποθυμίες, πονοκεφάλους, προβλήματα ακοής, κρίσεις πανικού, τη μετατροπή σπιτιών, λόγω τηλεργασίας, σε εντελώς ακατάλληλους χώρους εργασίας. Στα νοσοκομεία κυριαρχούν τα άστατα και μεγάλα ωράρια, οι ελλείψεις προσωπικού, οι απαρχαιωμένες υλικοτεχνικές υποδομές. Σε χώρους παροχής υπηρεσιών όπως οι ναυτιλιακές εταιρείες η πολύωρη καθιστική εργασία δημιουργεί διάφορες επιπλοκές στην υγεία κ.ά.
Η σύσκεψη ολοκληρώθηκε με τις τοποθετήσεις του Γιώργου Δούκα, επιθεωρητή Εργασιακών Σχέσεων και μέλους του ΔΣ του Συλλόγου Εργαζομένων Επιθεώρησης Εργασίας και της Εύης Γεωργιάδου, δρ. μηχανικού Ασφάλειας.
Ο Γιώργος Δούκας υπογράμμισε ότι «με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια και Υγεία στην Εργασία, στην Ευρώπη το 98% των θανάτων στην εργασία οφείλονται σε επαγγελματικές ασθένειες και μόλις το 2% σε εργατικά "ατυχήματα". Στην Ελλάδα δεν καταγράφεται καμία επαγγελματική ασθένεια τη στιγμή που η εκτίμηση του οργανισμού είναι πως 2.500 άνθρωποι κάθε χρόνο πεθαίνουν από επαγγελματικές ασθένειες». Και πρόσθεσε ότι «το μαγείρεμα των στοιχείων που επιχειρεί να κάνει το υπουργείο και η Διοίκηση της Επιθεώρησης Εργασίας είναι τόσο "χοντροκομμένο" που βγάζει μάτι! Δεν προσμετρά στον αριθμό των θανατηφόρων τα παθολογικά, τα τροχαία, τα ατυχήματα σε ορυχεία, μεταλλεία και στον κλάδο της ναυτιλίας. Ετσι παρουσιάζει μια εντελώς διαστρεβλωμένη εικόνα σε σχέση με την πραγματική τραγική κατάσταση!».
Με βάση τα τελευταία στοιχεία, σημείωσε, σε όλη την Ελλάδα «υπάρχουν μόλις 233 Επιθεωρητές, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι και με όλα τα διοικητικά καθήκοντα. Σε καθέναν αντιστοιχούν τουλάχιστον 1.509 επιχειρήσεις και 10.814 εργαζόμενοι. Είμαστε σχεδόν στο 50% από τον προβλεπόμενο αριθμό του 2000 και ο μέσος όρος ηλικίας των επιθεωρητών Ασφάλειας και Υγείας είναι περίπου 55 έτη. Μάλιστα υπάρχουν ολόκληρες περιοχές όπως η Ρόδος, η Ξάνθη, η Κομοτηνή, η Πέλλα και όλα τα Επτάνησα όπου δεν υπάρχει κανένας Επιθεωρητής!».
Το πρόβλημα, είπε, δεν είναι ότι «"δεν υπάρχει κράτος" (...) αλλά ότι υπάρχει αυτό το συγκεκριμένο κράτος» που «δεν λογαριάζει τις ζωές μας μπροστά στα κέρδη και τους ρυθμούς ανάπτυξης».
Η Εύη Γεωργιάδου τόνισε ότι σήμερα μένουν αναξιοποίητες τεράστιες δυνατότητες πρόληψης και αντιμετώπισης του επαγγελματικού κινδύνου με βάση την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνικής και ότι οι ελαστικές σχέσεις εργασίας, οι πολλές ώρες εργασίας και η εντατικοποίηση, όπως τεκμηριώνεται από επιστημονικές μελέτες, οδηγούν σε αύξηση των θανάτων από εργατικά «ατυχήματα» και ασθένειες.
Επεσήμανε τον πολιτικό χαρακτήρα του προβλήματος, τονίζοντας ότι οι εργοδότες καθορίζουν το αν και τι μέτρα θα λάβουν για την προστασία της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων με βάση την επίδραση που θα έχουν αυτά στην κερδοφορία τους. Η ασύδοτη αυτή κατάσταση, με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων μέχρι σήμερα, διευκολύνεται από την απουσία ουσιαστικού ελέγχου από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του κράτους, λόγω της υποστελέχωσης, της απουσίας αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδομής, αλλά και του προσανατολισμού των επιθεωρήσεων που δεν εστιάζουν στην εργοδοτική ευθύνη. Το ίδιο το πλαίσιο λειτουργίας των επιθεωρήσεων καθορίζει ότι θα γίνονται «δειγματοληπτικοί» έλεγχοι και όχι έλεγχοι σε όλους τους εργασιακούς χώρους.
Αναφερόμενη στις υπηρεσίες Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία, είπε ότι οι Τεχνικοί Ασφάλειας και οι Γιατροί Εργασίας είναι σύμβουλοι του εργοδότη με σχέση οικονομικής - εργασιακής εξάρτησης από αυτόν, και συχνά, λόγω της εργοδοτικής πίεσης «αυτολογοκρίνονται», ώστε να μην υποδείξουν κάτι που θα συνεπάγεται κόστος με τα κριτήρια των εργοδοτών. Με τις αλλαγές που επέφερε ο πρόσφατος νόμος για το 13ωρο, διευκολύνεται ακόμη περισσότερο η δυνατότητα μετατόπισης της εργοδοτικής ευθύνης στις πλάτες του Τεχνικού Ασφάλειας και του Γιατρού Εργασίας και υποβαθμίστηκε ακόμη περισσότερο η επιστημονική ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας.
Αναφέρθηκε, επίσης, στη στρατηγική της ΕΕ που υποτάσσει την πρόληψη στην πολιτική του κόστους - οφέλους για το κεφάλαιο και το κράτος του. Ολοκλήρωσε λέγοντας ότι δεν υπάρχει λύση χωρίς σύγκρουση με την πολιτική που θυσιάζει την υγεία μας στον βωμό της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και είναι μονόδρομος ο συλλογικός οργανωμένος αγώνας.