Μνήμες από τη Βηρυτό, τον Αύγουστο του 1982, δημοσιευμένες για πρώτη φορά
Από την τηλεόραση της ΕΡΤ έφθασε απεσταλμένη η Εύη Δεμίρη. Εκείνη την εποχή εγώ εργαζόμουν στη διεύθυνση ραδιοφώνου, με προϊστάμενο τον Γιώργο Κορωναίο, που προσπαθούσε να στείλει έναν πολεμικό ανταποκριτή για να καλύψει τα γεγονότα και στο ραδιόφωνο.
Κανένας δεν ήταν πρόθυμος γι' αυτή τη δύσκολη αποστολή και τελικά πήρα τη μεγάλη απόφαση να ζήσω κι αυτή την εμπειρία. Η δημοσιογραφική μοίρα μου προετοίμαζε αυτό το ταξίδι στον πόλεμο.
Το ταξίδι μέχρι τη Δαμασκό μου φάνηκε ατελείωτο. Μόλις προσγειωθήκαμε, με περίμενε ο πρέσβης με την γυναίκα του. Είχαν ειδοποιηθεί με φαξ ότι από τη Ραδιοφωνία της ΕΡΤ έρχεται δημοσιογράφος για να καλύψει τις εξελίξεις.
Με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο ξεκινήσαμε για την ανατολική Βηρυτό. Εκεί δεν υπήρχε καμία πολεμική σύρραξη. Η ζωή κυλούσε κανονικά, με ανοιχτά τα καζίνο, τα εστιατόρια, τα θεάματα. Δηλαδή, αν μπορεί να φανταστεί κανείς, να γίνεται πόλεμος στον Πειραιά, και στην Αθήνα να ζουν την καθημερινότητά τους ήσυχα και αδιάφορα!
Με το αυτοκίνητο της πρεσβείας διασχίσαμε τη Δαμασκό, μέσα από την κοιλάδα Μπεκά και μετά από αρκετή ώρα φτάσαμε στο κτίριο της πρεσβείας της ανατολικής Βηρυτού. Διανυκτέρευσα ένα βράδυ και την επόμενη μέρα το πρωί ο οδηγός της πρεσβείας ανέλαβε τη μεταφορά μου στην εμπόλεμη ζώνη.
Κατευθυνθήκαμε στο κέντρο της πόλης. Περισσότερο από όταν έπεφταν δίπλα μας οι βόμβες, τρόμαξα όταν ο οδηγός άνοιξε το καπό του αυτοκινήτου, όπου είχε κρυμμένες αραβικές πίτες και δεκάδες παιδιά έτρεξαν για να πάρουν λίγο φαγητό. Αν μας ανακάλυπταν, θα μας φυλάκιζαν. Ηταν παράνομο να μεταφέρεις οτιδήποτε δεν περνούσε από τον έλεγχό τους.
Είδα έναν φλογισμένο ουρανό από τις βόμβες και τα δηλητηριώδη αέρια που έριχναν οι Ισραηλινοί. Η εγκαρτέρηση ενός λαού και οι αντοχές του να παλέψει για να αποκτήσει πατρίδα.
Οι «γενναιόδωροι» στρατιώτες, που νομίζουν ότι πολεμάνε για τα υψηλά ιδανικά και αγκαλιάζουν τα παιδιά τους, έριχναν από τα αεροπλάνα μία νέα - τότε - εφεύρεση εξόντωσης του ανθρώπου, αμερικανικές βόμβες - παιχνίδια. Εβλεπες κούκλες, αρκουδάκια, μπάλες να πέφτουν από τον ουρανό, να τρέχουν με λαχτάρα τα παιδιά να τα πιάσουν και να γίνονται καπνός.
Σε μια γωνιά, είδαμε να μαζεύουν είκοσι άτομα. Τα στοίβαξαν σαν σακιά άμμου κι έριξαν πάνω τους μια χειροβομβίδα. Σαν να έπαιζαν χαρτοπόλεμο.
Προσπάθησα να συναντήσω έναν Παλαιστίνιο για να μου πει δυο λόγια, γι' αυτό κατευθυνθήκαμε στο Πανεπιστήμιο της Βηρυτού, κάτω στο υπόγειο, όπου ήταν κρυμμένοι αρκετοί επιζήσαντες, καθισμένοι στο έδαφος, τρώγοντας καρπούζι και κουβεντιάζοντας με τον Αμπού Αλίντ, έναν από τους ηγέτες του στρατού τους.
Μία διαίσθηση, ένστικτο, φόβος... με παρακίνησε να φύγω αμέσως από τον χώρο και να τρέξω μακριά. Σε δύο λεπτά είχε ανατιναχτεί το κτίριο. Σκοτώθηκαν όλοι. Σώθηκα για δευτερόλεπτα.
Απερίγραπτες, αξέχαστες οι στιγμές, οι ώρες, οι σκηνές. Εμεινα είκοσι μέρες. Οταν αποφάσισα να επιστρέψω, μέσω της Δαμασκού, ζήτησα να δω το οικοτροφείο όπου στεγάζονταν τα ορφανά παιδιά του πολέμου.
Η περιοχή λέγεται «πόλη των παιδιών». Εγώ θα την ονόμαζα «στρατόπεδο ορφάνιας». Απέχει μισή ώρα από τη Δαμασκό. Μέσα σ' ένα τεράστιο κτιριακό συγκρότημα ζουν 700 ορφανά παιδιά απ' τη δυτική Βηρυτό που είδαν να σκοτώνονται μπροστά στα μάτια τους οι γονείς τους. Αυτά τα παιδιά θυμούνται τις γειτονιές που έπαιζαν, το σχολείο, τους γονείς, τα σπίτια τους. Σας περιγράφω τις συνομιλίες μου μαζί τους:
Ετρεξα απ' το σχολείο στο σπίτι για να δω τι έγιναν οι δικοί μου. Το σπίτι μας είχε γκρεμιστεί. Στα ερείπια διέκρινα ανθρώπινα χέρια. Οι γονείς μου κι ο αδερφός μου σκοτώθηκαν. Τώρα είμαι μόνη, αλλά θέλω να γυρίσω στη Βηρυτό. Στο σχολείο όπου έμαθα τα πρώτα μου γράμματα, στην αυλή του σπιτιού μου όπου έπαιζα», λέει η 12χρονη Φιντάλ και κλαίει ασταμάτητα.
Ο κ. Χασάν, διευθυντής του σχολείου και υπεύθυνος για την προστασία των παιδιών μαζί με τους άλλους δασκάλους, με παρακάλεσε να μην συγκινηθώ γιατί τα παιδιά έχουν ανάγκη από ευχάριστο περιβάλλον. Πώς είναι δυνατόν κ. Χασάν, ακούγοντας και βλέποντας αυτά τα παιδιά να μη δακρύσεις, να μη συγκινηθείς;
«Κάναμε μάθημα στο σχολείο. Είχαμε Φυσική για τον μαγνητισμό. Ο δάσκαλος κρατούσε έναν μαγνήτη και μεις προσπαθούσαμε να κολλήσουμε πάνω καρφίτσες, μικροαντικείμενα. Ξαφνικά ξέσκισε τ' αυτιά μας θόρυβος από βομβαρδισμό.
Πανικοβληθήκαμε. Ετρεξα μαζί με τους συμμαθητές μου στην αυλή του σχολείου. Μπροστά μου έβλεπα μόνο σκόνη και καπνούς. Ο ουρανός είχε πάρει φωτιά. Οι γονείς μου. Αρχισα να φωνάζω τους γονείς μου. Δεν ήθελα να πάθουν κακό. Ετρεξα στη γειτονιά μου. Και από κει σκόνη και καπνός. Από τότε δεν τους ξανάδα», λέει τρομαγμένος ο 15χρονος Βιντάχ.
Δεν μπορούσα να τη βοηθήσω. Οι φίλοι μου τρέξανε στα σπίτια τους και χάθηκαν κάτω απ' τα ερείπια. Ετρεξα προς το σχολείο. Είδα πολλά παιδιά να μπαίνουν σε πούλμαν. Ανέβηκα μαζί τους. Δεν έχω κανέναν. Ο πατέρας μου χάθηκε στον πόλεμο. Ομως θέλουμε να γυρίσουμε στη Βηρυτό. Να ζήσουμε στο χωριό μας».
Με κοιτάνε επίμονα παιδιά που είδαν να σκοτώνονται μπροστά στα μάτια τους οι γονείς τους, τα αδέλφια τους. Μου περιγράφουν αυτά τα παιδιά φρικτές σκηνές. Αυτά τα επίμονα βλέμματα των παιδιών με ανάγκασαν να μην μπορώ να μιλήσω για πολλή ώρα. Τα λόγια τούτες τις στιγμές χάνουν την αξία τους.
Ο μικρός Αμπουραΐτ έχει όνειρα στη ζωή του. «Αγαπώ πολύ τα βιβλία. Το σχολείο. Θέλω να γίνω γιατρός για να σώζω τους ετοιμοθάνατους, να κάνω μεταμοσχεύσεις. Δεν θα 'θελα ποτέ να ανεβώ στα αεροπλάνα και να σκοτώνω. Θέλω να σπουδάσω στο πανεπιστήμιο της Βηρυτού Ιατρική για να μάθω να σώζω τους ανθρώπους. Πριν καταλάβω τι σημαίνει ζωή, γνώρισα τον θάνατο.
«Ημουνα στο σπίτι κι έπαιζα στην αυλή μπάλα. Ακουσα θόρυβο, αεροπλάνα και κάτι φωτιές στον ουρανό. Ετρεξα να βρω τη μαμά που είχε βγει για να ψωνίσει τρόφιμα και ψωμί. Στον δρόμο έβλεπα κόσμο να τρέχει, να κρύβονται σε υπόγεια, να κλαίνε, να φωνάζουν. Εψαξα για τη μαμά μου, όμως τίποτα. Τα πάντα στην αγορά είχαν γκρεμιστεί. Μετά πήγα στο σχολείο για να βρω τον αδελφό μου. Τώρα είμαστε μαζί εδώ», λέει φοβισμένος ο μικρός Αλίντ.
Ακούσαμε μερικές φωνές παιδιών που ζητάνε μόνο γονείς και πατρίδα. Ο πόλεμος στη δυτική Βηρυτό σφράγισε τις ψυχές τους. Τα περισσότερα ξυπνάνε το βράδυ τρομαγμένα από εφιάλτες και φωνάζουν. Αλλα βγάζουν πληγές από την πίκρα και την αγωνία τους. Μερικά χάσανε τη φωνή τους από το σοκ. Ολα μάθανε τι σημαίνει πόλεμος. Ολα γνώρισαν τις σύγχρονες εφευρέσεις εξόντωσης του ανθρώπου. Τις βόμβες παιχνίδια ναπάλμ και κενού.