Και τα επαναφέρω, γιατί εκτός από ενδιαφέροντα, είναι και προφητικά.
Πριν όμως, αξίζει να επισημάνουμε κάτι που έχει πει για τον σπουδαίο δημιουργό, ο καλλιτεχνικός συνεργάτης του Μάνος Λαμπράκης:
«Υπάρχει ένα σημείο μέσα στην κοινότητα του θεάτρου όπου η απουσία γίνεται κάτι περισσότερο από σιωπή: γίνεται κρίση του νοήματος. Αυτό συμβαίνει όταν ένας δημιουργός που υπήρξε για χρόνια το μέτρο, το κεντρικό σταθερό, πεθαίνει. Και δεν μιλάμε εδώ για τον βιολογικό θάνατο ενός ακόμη επαγγελματία του χώρου, μιλάμε για την αναχώρηση ενός προσώπου - μέτρου, ενός ανθρώπου του οποίου η παρουσία οργάνωνε άρρητα, αλλά σταθερά, την κοινότητα του θεάτρου γύρω από έναν άξονα, γύρω από ένα αισθητικό και υπαρξιακό ήθος, που επέτρεπε στο κοινό να βλέπει, να κρίνει, να συγκινείται, να μαθαίνει τι είναι αληθινό.
Οταν ο καλλιτέχνης - μέτρο πεθαίνει, δεν μένει πίσω μόνο ένα έργο, μένει ένα κενό δομικό που δεν καλύπτεται. Κι αυτό γιατί ο ρόλος του δεν ήταν αναπαραγώγιμος - δεν ήταν απλώς ένας ακόμη σκηνοθέτης, ηθοποιός ή συγγραφέας, αλλά γιατί μέσα από εκείνον, η θεατρική κοινότητα συγκροτούσε τη μνήμη και την κρίση της. Η μορφή του λειτουργούσε ως ενσάρκωση της διάκρισης μεταξύ υψηλού και χαμηλού, ουσιώδους και φτηνού, εφήμερου και διαρκούς. Με τον θάνατό του, δεν χάθηκε μόνο ένα πρόσωπο αλλά κλονίστηκε το κριτήριο. Και χωρίς κριτήριο, η κοινότητα κινδυνεύει να μετατραπεί σε αγορά: Ολα έχουν αξία γιατί όλα είναι καταναλώσιμα, και άρα τίποτα δεν έχει αξία, γιατί τίποτα δεν πληγώνει.
Και ο Μ. Λαμπράκης απαντάει στο ερώτημα:
- Τι κάνουμε με την απουσία; Τη γεμίζουμε με είδωλα; Τη μετατρέπουμε σε σχήμα; Την προδίδουμε με φτηνές απομιμήσεις; `Η τη μεταστοιχειώνουμε σε επιθυμία για το αληθινό, και για το πρόσωπο εκείνο που τελικά δικαιώνεται από την πείνα που αφήνει;
«Ο καλλιτέχνης - μέτρο, στον θάνατό του, παραμένει ζωντανός μόνο στο μέτρο που η κοινότητα θα αποφασίσει να μην αποδεχτεί το τίποτα ως κάτι. Να μην παραδοθεί στο θέαμα της απουσίας, αλλά να διατηρήσει την κρίση, την αγωνία και το όραμα του παρόντος μέσα στη σκιά του απόντος. Αλλιώς, το θέατρο πεθαίνει δεύτερη φορά».
Ακολουθεί μια εκτενέστερη περίληψη εκείνης της συνέντευξης στον αόριστο, με ύφος πυκνό, λόγιο, αλλά με ρυθμό που τιμά το ήθος και την πνευματικότητα του Βογιατζή. Σκοπός, να αναδειχθεί ο στοχαστικός χαρακτήρας της συνέντευξης όχι ως χρονικό γεγονός, αλλά ως διαρκές συμβολικό τεκμήριο συνείδησης.
Εκείνο το απόγευμα στις παρυφές του Λυκαβηττού, ο Λευτέρης Βογιατζής δέχτηκε να μου μιλήσει. Στο ημίφως ενός σαλονιού που αρνιόταν το αστικό φως, πλάι σε στοίβες από βιβλία και σημειώσεις για μια επερχόμενη δουλειά πάνω στον Μολιέρο, εκφράστηκε με την ευκρίνεια ενός ανθρώπου που δεν υπήρξε ποτέ αφελής θεατής του κόσμου. Είχε ήδη από τότε διαγνώσει με ακρίβεια την ηθική κρίση, την έκπτωση του δημόσιου λόγου και τη θεσμοποιημένη λήθη. Είχε εντοπίσει το ρήγμα όχι μόνο στην πολιτική, αλλά κυρίως στον συλλογικό ψυχισμό.
Κατέκρινε με νηφαλιότητα τη συμπεριφορά των κυβερνώντων που, αν και ανεπιθύμητοι, παρέμεναν προσκολλημένοι στην εξουσία, μιλώντας σαν να μην κατέρρεε το έδαφος κάτω απ' τα πόδια του κόσμου.
Κατήγγειλε την απουσία καθήκοντος.
Παραδέχτηκε ότι παρακολούθησε ειδήσεις με πάθος, μα διαλύθηκε. Είδε τους περισσότερους δημοσιογράφους να παίζουν επικίνδυνα παιχνίδια, να εστιάζουν στο ανώδυνο, ενώ γύρω κατέρρεε το ουσιώδες.
Διαχώρισε καθαρά τη θεατρική υποκρισία - ως τέχνη - από τη δημοσιογραφική υποκρισία - ως στρατηγική αλήθειας. Δεν μιλούσε με αποστροφή για τα Μέσα, αλλά με θλίψη για τον τρόπο με τον οποίο η πραγματικότητα είχε μετατραπεί σε επιμελημένη επινόηση.
Κατέδειξε πως η πολιτιστική αδιαφορία δεν προερχόταν απλώς από άγνοια, αλλά από έλλειψη πνευματικού αισθητηρίου, από απουσία ερωτικής σχέσης με την ανώτερη περιοχή της ζωής.
Ανέλυσε με διαύγεια το σχέδιο της εξουσίας: Να αφήνονται τα πράγματα να περνούν, να ξεχνιούνται, ώστε να διαγράφονται από το συλλογικό σώμα. Η λήθη δεν ήταν για εκείνον ατύχημα, ήταν τεχνική. Εβλεπε την ιστορική αμνησία ως προϊόν μηχανικής χειραγώγησης.
Διέκρινε πίσω από την πληθώρα των εξατομικευμένων εξηγήσεων μια βαθύτερη παθολογία: Τον κατακερματισμό της πράξης. Οσο το «γιατί» διογκωνόταν, το «πώς» εξαφανιζόταν.
Δεν του αρκούσαν οι αναλύσεις. Τον ενδιέφερε η ανάληψη. Και πρότεινε κάτι που έμοιαζε απλό, αλλά ήταν ριζικά πολιτικό: Την εντιμότητα απέναντι στον εαυτό μας. Αν καθένας μπορούσε να σταθεί, να σωπάσει, να πάθει ό,τι του αναλογεί, να δει την αλήθεια και να δράσει - ίσως τότε να γεννιόταν ένα ρεύμα αντίστασης και αλλαγής.
Μίλησε για το τέλμα ως υπαρξιακή συνθήκη. Για την κόλαση ως κυκλική εμπειρία, σαν οι κύκλοι του Δάντη να είχαν μεταφραστεί στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Εκλεισε τη σκέψη του με μια πρόταση σχεδόν μνημοτεχνική: Να γραφούν τα 100 τραύματα της νεοελληνικής συλλογικής εμπειρίας, να επαναλαμβάνονται καθημερινά, να μη σβήνουν. Η μνήμη, ακόμη κι επιβεβλημένη, παρέμενε για εκείνον η τελευταία ασπίδα ελευθερίας.
Οταν τον ρώτησα με ποιο θεατρικό έργο έμοιαζε τότε η Ελλάδα, απάντησε με διττή αναφορά: «Του Κουτρούλη ο γάμος» και «Η φαλακρή τραγουδίστρια» - δηλαδή ένα κράτος ανάμεσα στη φάρσα του 19ου αιώνα και τον παραλογισμό του 20ού, ανάμεσα σε έναν γελοιοποιημένο δημόσιο βίο και μια αποδομημένη λογική χωρίς νοήματα.
Μου μιλούσε τότε, τον Ιανουάριο του 2012, όχι για τον εαυτό του, αλλά για το θέατρο όπως μόνο εκείνος ήξερε: Ως ένα υπαρξιακό εργοτάξιο, μια διαρκή, επώδυνη ανασκαφή της αλήθειας μέσα από τον λόγο, το σώμα, τη σιωπή. Ηταν ένας άνθρωπος που δεν ανεχόταν τίποτα που δεν είχε πειθαρχηθεί, επεξεργαστεί, αποκτήσει εσωτερική ακρίβεια. Δεν υπήρξε απλώς σκηνοθέτης, ήταν ενορατικός τεχνίτης της σκηνής, «αρχιτέκτονας» του θεάτρου με τη βαριά, απαιτητική έννοια του όρου: Οικοδόμος μορφής, ερμηνευτής δομής, ανατόμος περιεχομένου. Η σχέση του με κάθε έργο δεν ήταν απλώς ερμηνευτική. Ηταν ερωτική, αναγεννησιακή, μυητική.
Το όνομά του συνδέθηκε με τη σχολαστικότητα, με την άρνηση του πρόχειρου, με την επιμονή στο ουσιώδες.
Σκηνοθετούσε όχι για να κατασκευάσει εντυπώσεις, αλλά για να εγκαθιδρύσει όρους αλήθειας. Κάθε του πρόβα ήταν λιτανεία ακρίβειας. Κάθε του παράσταση άσκηση στην αφαίρεση. Κάθε του βλέμμα, αποτύπωμα εσωτερικής γεωμετρίας.
Ηξερε πως η αλήθεια δεν εδράζεται στη φωνή, αλλά στην παύση. Πως το θεατρικό σώμα δεν «παίζει», αλλά υποφέρει τη φθορά του κειμένου. Πως ο ρυθμός δεν είναι εξωτερική μουσικότητα, αλλά αποτέλεσμα πνευματικής ακρόασης. Η σκηνοθεσία του δεν ήταν «στιλ», ούτε «ύφος». Ηταν ένα είδος εσωτερικού ασκητισμού. Κάθε του επιμονή, κάθε εμμονή του στη λεπτομέρεια, δεν υπάκουε σε ψυχαναγκασμό, αλλά σε μια βαθιά ανάγκη για κάθαρση του βλέμματος από το περιττό.
Δεν σκηνοθετούσε για να δείξει. Σκηνοθετούσε για να ψιθυρίσει ό,τι δεν μπόρεσε να φωνάξει όταν ήταν παιδί.
Με το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, έστησε έναν χώρο που δεν λειτούργησε ως μαγαζί θεάματος, αλλά ως εργαστήριο οντολογίας της σκηνής. Εκεί διαμορφώθηκαν γενιές ηθοποιών που έμαθαν ότι το θέατρο δεν είναι ερμηνεία, αλλά έργον. Οχι παιχνίδι, αλλά σωματική εργασία υψηλού κινδύνου. Οχι κατασκευή χαρακτήρων, αλλά διάβαση μορφών. Οι παραστάσεις του δεν είχαν επιτηδευμένη πρωτοτυπία. Είχαν βάθος. Δεν ήταν ποτέ «έτοιμες». Ηταν σε πορεία. Σαν λειτουργίες ατελεύτητες, που ποτέ δεν ολοκληρώνονταν.
2025 The Associated Press. All |
Δεν χάιδεψε, δεν υπέκυψε, δεν «εκσυγχρονίστηκε» όπως το επέβαλλαν οι τάσεις. Αντιστάθηκε. Ισως γι' αυτό σήμερα τον θυμόμαστε όχι μόνο με συγκίνηση, αλλά με υπαρξιακή ευθύνη. Γιατί ό,τι υπήρξε, παραμένει επίκαιρο: Η προσήλωση στην αλήθεια, η αφοσίωση στο έργο, η απόρριψη του εφήμερου, το ήθος της εργασίας.
Πέθανε όπως έζησε: Εντός πρόβας, εντός κειμένου, κρατώντας σημειώσεις για τον Bach και τον θάνατο του Οιδίποδα. Εφυγε γράφοντας ακόμη. Αναζητώντας ακόμη. Ψάχνοντας ακόμη. Δεν πρόλαβε την Επίδαυρο, μα την κουβαλούσε εντός του. Ως τόπο εσωτερικής ακουστικής, όχι ως σύμβολο καριέρας.
Σε μια εποχή όπου το θέατρο κινδυνεύει να μετατραπεί σε «προϊόν», ο Βογιατζής υπήρξε μάρτυρας του ανεμπορεύματου. Δίδαξε με το παράδειγμά του πως το αληθινό θέατρο δεν χαρίζεται - απαιτεί. Δεν ψυχαγωγεί - παιδαγωγεί. Δεν ικανοποιεί το βλέμμα - το μεταμορφώνει.
Και τώρα, στα 81 χρόνια από τη γέννησή του, δεν τον ανακαλούμε με μελαγχολία, αλλά με επίγνωση.
Ζει σε κάθε σκηνοθέτη που αναμετριέται με το κείμενο αντί να το καταναλώνει.
Ζει σε κάθε θεατή που αναζητά, κι όχι απλώς απολαμβάνει.
Ζει σε κάθε πρόβα που επιμένει, σε κάθε σώμα που διστάζει, σε κάθε ψίθυρο που βαθαίνει.
Ζει στη λέξη που δεν ειπώθηκε.
Ζει στη λεπτομέρεια.
Και ίσως ακόμη ψιθυρίζει:
«Ψάξε κι άλλο. Δεν βρήκες ακόμη την αλήθεια».