Το ερώτημα που θέτει η έκθεση παίρνει βέβαια «χρώμα», ανάλογα και με το ποιος ρωτάει. Οταν για παράδειγμα ρωτάνε οι καπιταλιστές, οι κυβερνήσεις τους και ο γνωστός ιμπεριαλιστικός οργανισμός που λειτουργεί ως «κράχτης» των αντεργατικών ανατροπών, η απάντηση είναι μεν καταφατική, αλλά αφορά τα κέρδη του κεφαλαίου και έχει μια προϋπόθεση: Οι εργαζόμενοι να δουλεύουν ακόμα περισσότερο έως τα βαθιά γεράματα, ώστε να μπορέσει το κεφάλαιο και τα κράτη του να ξεπεράσουν τις δυσκολίες για τις καπιταλιστικές οικονομίες ξεζουμίζοντας «έως την τελευταία σταγόνα» την εργατική δύναμη.
Η έκθεση άλλωστε, παραθέτοντας τα διάφορα στοιχεία και τις ανησυχίες που κατατρέχουν τα αστικά επιτελεία, περιστρέφεται όλη γύρω από το ζήτημα της καπιταλιστικής κερδοφορίας και της «προβολής» της στο μέλλον που δείχνει πτώση του ποσοστού της, μια αντικειμενική τάση δηλαδή για το σάπιο σύστημά τους, που ο καπιταλισμός «ξεπερνάει» μέσα από τις συνεχείς, βαθιές οικονομικές κρίσεις που φορτώνει στους λαούς με όλους τους τρόπους.
Το βασικό αυτό πρόβλημά τους «καμουφλάρουν» πίσω από διάφορους δείκτες και στατιστικά που βρίσκονται σε μια ακόμα τέτοια έκθεση:
Με βάση όλα αυτά λοιπόν η έκθεση σημειώνει με «ανάμεικτα» συναισθήματα πως «οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν μακρύτερες και υγιέστερες ζωές από ποτέ» αλλά... δυστυχώς «ενώ υπάρχουν συναρπαστικές ευκαιρίες για επανεξέταση της εργασίας, της συνταξιοδότησης και της μακροζωίας, οι προκλήσεις για την αγορά εργασίας και την ευρύτερη οικονομία είναι σημαντικές και δεν μπορούν να αγνοηθούν». Ενώ δηλαδή η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μεγαλώνει το προσδόκιμο ζωής, δίνει τη δυνατότητα για υγιέστερη ζωή, λιγότερο εργάσιμο χρόνο, η καπιταλιστική ιδιοποίησή τους τα αντιμετωπίζει όλα αυτά ως «προκλήσεις» για το εμπόρευμα - εργατική δύναμη. Και προβλέποντας πως «το δυνητικό εργατικό δυναμικό θα συρρικνωθεί όχι μόνο στις περισσότερες από αυτές στην Ευρώπη, αλλά και σε πολλές ασιατικές οικονομίες όπως η Ιαπωνία και η Κορέα», καλεί τις κυβερνήσεις να «αναλάβουν δράση», ώστε να κλείσουν με όλους τους τρόπους τα κενά σε ό,τι αφορά τις ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό.
Εδώ βέβαια αποκαλύπτεται άλλη μια μεγάλη αντίφαση, η οποία βρίσκεται στο DNA του βάρβαρου καπιταλιστικού συστήματος και του κυνηγιού του κέρδους που βρίσκεται στην καρδιά του: Την ίδια ώρα που οι καπιταλιστές λένε ότι δεν έχουν αρκετό εργατικό δυναμικό, την ίδια ώρα με φόντο την ύφεση και μια νέα καπιταλιστική κρίση που έρχεται, απολύουν με τη σέσουλα το «πλεονάζον» και «ακατάλληλο» εργατικό δυναμικό, με την έκθεση να λέει πως «υπάρχουν σημάδια αποδυνάμωσης των αγορών εργασίας, με την αύξηση της απασχόλησης να επιβραδύνεται και τη στενότητα στην αγορά εργασίας σε πολλές χώρες και τομείς να επιστρέφει στα επίπεδα πριν από την COVID-19, αν και οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού παραμένουν. Κοιτώντας μπροστά, οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες και οι αυξήσεις στους δασμολογικούς συντελεστές αναμένεται να μειώσουν την οικονομική δραστηριότητα, οδηγώντας σε περαιτέρω επιβράδυνση της αγοράς εργασίας». Επισημαίνει δε πως «η επιμονή των ελλείψεων εργατικού δυναμικού, παρά την επιβράδυνση της ανάπτυξης, μπορεί να αποτελεί μια αποπροσανατολιστική προεπισκόπηση των εποχών που έρχονται».
Την ίδια ώρα, ξεχωριστό λόγο ανησυχίας για τα αστικά επιτελεία αποτελεί η κοινωνική δυσαρέσκεια που μεγαλώνει και τα περιθώρια «ελιγμών» και εξαγοράς που μειώνονται για τις αστικές τάξεις σε όλο τον κόσμο, με βάση τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις του συστήματος, αφού όπως σημειώνεται «ιστορικά, η επιβράδυνση της ανάπτυξης από τη δεκαετία του 1970 έχει πράγματι συμβαδίσει με μια ανοδική τάση στην κοινωνική δυσαρέσκεια. Με απλά λόγια, οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να συνεχίσουν να αγνοούν αυτή τη μετατόπιση, η οποία μόνο θα επιταχυνθεί», ενώ «η κλιματική αλλαγή, οι γεωπολιτικές εντάσεις και η οικονομική αστάθεια έρχονται σε μια περίοδο που οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τεράστιες πιέσεις σχετικά με το δημόσιο χρέος και τις δαπάνες, ιδίως σε προγράμματα που δεν έχουν κοινωνικό χαρακτήρα. Καθώς η έλλειψη εργατικού δυναμικού που σχετίζεται με τη γήρανση του πληθυσμού εδραιώνεται, οι κυβερνήσεις θα έχουν περισσότερους περιορισμούς στους πόρους και λιγότερο χώρο ελιγμών για να αντιμετωπίσουν τις παγκόσμιες αβεβαιότητες και να διατηρήσουν το βιοτικό επίπεδο».
Η έκθεση σχολιάζει επιπλέον και όσους παρουσιάζουν ως «πανάκεια» της έλλειψης εργατικού δυναμικού τις νέες τεχνολογίες και ειδικά την Τεχνητή Νοημοσύνη, επί της ουσίας επιβεβαιώνοντας πως αυτές δεν αναπτύσσονται «σε κενό αέρος», αλλά στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος και γι' αυτό αξιοποιούνται όχι προς όφελος των εργαζομένων που παράγουν όλο τον πλούτο αλλά για την ένταση της εκμετάλλευσής τους.
Οπως λέει χαρακτηριστικά η έκθεση: «Κάποιοι αγνοούν τη δημογραφική πρόκληση ως "κάτι που θα λυθεί με την ώθηση της τεχνητής νοημοσύνης, ένα είδος τυχαίας ιστορικής σύμπτωσης" που θα δει τα bots να αντικαθιστούν το μειούμενο ανθρώπινο εργατικό δυναμικό. Ενώ η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να βελτιώσει την παραγωγικότητα, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση υποκατάστατο ή πανάκεια για την έλλειψη εργαζομένων.
Ο αντίκτυπος της γήρανσης του πληθυσμού απειλεί την ίδια την κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης, η οποία εξαρτάται από τους ανθρώπινους πόρους για την παραγωγή προϊόντος. Η οικονομία των χωρών του ΟΟΣΑ έχει εισέλθει σε μια νέα εποχή, όπου η πρόκληση μετατοπίζεται από την έλλειψη θέσεων εργασίας σε έλλειψη εργαζομένων».
Με αυτή λοιπόν την εργατική δύναμη να είναι η μόνη που παράγει τα κέρδη για τους καπιταλιστές, η έκθεση προτείνει την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών όχι για τη γενική μείωση του εργάσιμου χρόνου και του εργάσιμου βίου αλλά για την επέκτασή του για όσο θέλουν τα αφεντικά: «Η Τεχνητή Νοημοσύνη θα μπορούσε, για παράδειγμα, να συμβάλει στην παράταση του επαγγελματικού βίου, μειώνοντας τη σωματική εργασία, βελτιώνοντας την ψυχική υγεία και καθιστώντας την εργασία ασφαλέστερη και τις συνθήκες εργασίας πιο προσαρμόσιμες στις ανάγκες των ηλικιωμένων εργαζομένων, όλοι παράγοντες που είναι καθοριστικοί για να διατηρήσουν οι άνθρωποι την εργασία τους καθώς μεγαλώνουν», σημειώνεται με τον γνωστό κυνισμό.
Με τον ίδιο κυνισμό εξάλλου ο ιμπεριαλιστικός οργανισμός απευθύνεται στις κυβερνήσεις σημειώνοντας πως «απαιτούνται σκληρές και έξυπνες πολιτικές επιλογές. (...). Οι χώρες του ΟΟΣΑ διαθέτουν αρκετές ανεκμετάλλευτες δεξαμενές ταλέντων στις οποίες μπορούν να στραφούν για να ενισχύσουν το εργατικό τους δυναμικό: Νέους, μετανάστες, γυναίκες και ηλικιωμένους εργαζόμενους. Ορισμένες από τις απαιτούμενες αλλαγές μπορούν να προκαλέσουν ακανθώδη κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα και η εύρεση των κατάλληλων στρατηγικών για την κινητοποίηση αυτών των πόρων μπορεί να μην είναι εύκολη. Ωστόσο, τα εμπόδια στην απασχόληση αυτών των εργαζομένων πρέπει να αρθούν και οι κυβερνήσεις πρέπει να λάβουν τολμηρά μέτρα για να το κάνουν αυτό».
Μέσα σε αυτές τις «ανεκμετάλλευτες δεξαμενές» εργατικής δύναμης συγκαταλέγονται οι ανήλικοι 15χρονοι, οι γυναίκες, οι μετανάστες, αλλά κυρίως οι γηραιότεροι, μιας που όπως επισημαίνεται για την ένταξη των γυναικών χρειάζονται επιπλέον προϋποθέσεις (π.χ. στήριξης οικογένειας κ.ο.κ.). Για τους μετανάστες η επιπλέον «δυναμική» θεωρείται μικρή «εκτός εάν τα καθαρά ποσοστά μετανάστευσης αυξηθούν πολύ πάνω από τις ιστορικές τιμές», ενώ αντίθετα «Η κινητοποίηση περαιτέρω συμμετοχής στην αγορά εργασίας και απασχόλησης ηλικιωμένων με καλή υγεία έχει σημαντικό αναπτυξιακό δυναμικό».
Στο πλαίσιο αυτό ο ΟΟΣΑ ζητάει παραπέρα «μεταρρυθμίσεις» στα ασφαλιστικά συστήματα για δουλειά μέχρι τον τάφο, διαπιστώνοντας πως «παρά την πρόοδο των τελευταίων δεκαετιών, τα ποσοστά απασχόλησης αρχίζουν να μειώνονται από την ηλικία των 50 ετών και μειώνονται απότομα μετά τα 60. Οι συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις των συνταξιοδοτικών συστημάτων παραμένουν σημαντικές για την καθυστέρηση της εξόδου από την αγορά εργασίας, συμπεριλαμβανομένων προσεκτικά σχεδιασμένων ευέλικτων επιλογών συνταξιοδότησης που επιτρέπουν τον συνδυασμό σύνταξης και εισοδήματος από εργασία».
Και την ίδια ώρα λέει ότι «θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην απασχολησιμότητα των ηλικιωμένων εργαζομένων σε έναν ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο εργασίας», δίνοντας «κίνητρα» στους εργοδότες για να προσλαμβάνουν ηλικιωμένους εργαζόμενους, αλλά και «βοηθώντας» τους ηλικιωμένους εργαζόμενους να διατηρούν και να προσαρμόζουν τις δεξιότητες και τις ικανότητές τους και να διευκολύνουν την κινητικότητα στην εργασία»! Ο δε «απογειωμένος» κυνισμός φτάνει σε νέα επίπεδα, όταν ο ΟΟΣΑ λέει ότι «ορισμένοι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν επίσης προκλήσεις δεξιοτήτων ή κακή υγεία που τους εμποδίζουν να συμμετέχουν πλήρως στην αγορά εργασίας. Τα υποστηρικτικά μέτρα - όπως η διά βίου μάθηση, η ευέλικτη εργασία και τα υγιή εργασιακά περιβάλλοντα - είναι ζωτικής σημασίας» για να τους ξεζουμίζουν κυριολεκτικά μέχρι τον τάφο...