«Οσοι περιμένουν τυφώνα, είναι ευγνώμονες στην καταιγίδα», σχολίασαν Ευρωπαίοι μεγαλοβιομήχανοι
2025 The Associated Press. All |
Από τη Σκωτία (φωτ.) ανακοινώθηκε η συμφωνία ΕΕ - ΗΠΑ |
Η εμπορική συμφωνία που στις 27 Ιούλη ανακοίνωσαν ότι «έκλεισαν» ΗΠΑ και ΕΕ χαρακτηρίστηκε «επώδυνος συμβιβασμός» στην Ευρώπη ακόμα και από εκείνους που εξέφρασαν με μεγαλύτερη σαφήνεια «ανακούφιση» για την υπογραφή της (σε σχέση με το να μην υπήρχε κατάληξη στις διαπραγματεύσεις), με κορυφαία ινστιτούτα της Γηραιάς Ηπείρου να αναγνωρίζουν ότι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων «αντικατοπτρίζει την πραγματική ισορροπία δυνάμεων», δηλαδή τους συσχετισμούς στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, όπου η ευρωπαϊκή οικονομία υστερεί σημαντικά στον ανταγωνισμό της με ΗΠΑ και Κίνα.
Ο καγκελάριος της Γερμανίας Φρίντριχ Μερτς δήλωσε ότι αποφεύχθηκε «μια περιττή κλιμάκωση στις διατλαντικές εμπορικές σχέσεις» και ότι «όλοι - και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού - ωφελούνται από σταθερές και προβλέψιμες εμπορικές σχέσεις με πρόσβαση στην αγορά», την ώρα ωστόσο που ο Σύνδεσμος Εξωτερικού Εμπορίου (BGA) της Γερμανίας (που έκανε και τη διαπίστωση περί «επώδυνου συμβιβασμού») παρατηρούσε πως «κάθε μονάδα δασμών είναι μια μονάδα περισσότερη απ' ό,τι θα έπρεπε» και πως «η συμφωνία με τις ΗΠΑ θα έχει επιπτώσεις στη Γερμανία, θα κοστίσει σε ανάπτυξη, ευημερία και θέσεις εργασίας». Ο δε γερμανικός Σύνδεσμος Χημικής Βιομηχανίας (VCI) ανέφερε ότι «όσοι περιμένουν τυφώνα, είναι ευγνώμονες με την καταιγίδα», τονίζοντας ότι οι ευρωπαϊκές εξαγωγές χάνουν σε ανταγωνιστικότητα...
Ο Πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν σχολίασε ότι «δεν μας φοβήθηκαν αρκετά» οι ΗΠΑ και πρόσθεσε πως «τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι σημαντικό να επισπεύσουμε την ευρωπαϊκή ατζέντα κυριαρχίας και ανταγωνιστικότητας», ενώ ο πρωθυπουργός του, Φρανσουά Μπαϊρού, μίλησε για «σκοτεινή μέρα» στην Ευρώπη, η οποία «αναγκάζεται να υποταχθεί». Η δε Ενωση των Γάλλων μεγαλοβιομηχάνων (MEDEF) υπογράμμισε ότι «η συμφωνία δείχνει τη δυσκολία που έχει ακόμα η ΕΕ να καταξιώσει την ισχύ της οικονομίας της και τη σημασία της εσωτερικής της αγοράς», συμπληρώνοντας πως «η Ευρώπη δεν μπορεί να είναι η μεταβλητή που προσαρμόζουν οι πολιτικές των ΗΠΑ και της Κίνας», ενώ ο αρμόδιος για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις υπουργός της Γαλλίας, Μπενζαμέν Χαντάτ, προειδοποίησε για τον κίνδυνο οι Ευρωπαίοι να υποστούν πολύ βαριές απώλειες αν «δεν ξυπνήσουν» και σήμανε συναγερμό, επειδή «η κατάσταση δεν είναι ικανοποιητική (...) Πρέπει να αντλήσουμε γρήγορα συμπεράσματα, ή θα κινδυνεύσουμε να χαθούμε». Ο συνάδελφός του άλλωστε από το χαρτοφυλάκιο Εξωτερικού Εμπορίου, Λοράν Σεν Μαρτέν, από μέρες είχε καλέσει σε προετοιμασία για ένα «μπρα ντε φερ» με τις ΗΠΑ, διότι «η σχέση ισχύος είναι το μόνο πράγμα που καταλαβαίνει ο Αμερικανός Πρόεδρος».
Ο βασικός κορμός της συμφωνίας που ανακοίνωσαν μετά από συνάντησή τους στη Σκωτία ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, περιλαμβάνει τη δασμολόγηση των προϊόντων που εξάγονται από την ΕΕ στις ΗΠΑ κατά 15% (αντί του 30% με το οποίο απειλούσε η Ουάσιγκτον, αλλά και αντί των πολύ χαμηλότερων δασμών που ίσχυαν προηγουμένως), με μια σειρά ωστόσο εξαιρέσεις και με διάφορες «ασάφειες».
Για παράδειγμα, όσον αφορά τις εισαγωγές χαλκού προβλέπονται «καθολικοί δασμοί 50%» σε ημιτελή προϊόντα όπως σωλήνες, σύρματα, ράβδοι, φύλλα, αλλά και σε παράγωγα προϊόντα χαλκού, όπως εξαρτήματα σωληνώσεων, καλώδια και ηλεκτρικά εξαρτήματα.
Με 50% θα δασμολογούνται εξάλλου και όλες οι εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου στις ΗΠΑ, ενώ ασάφειες παραμένουν για κλάδους όπως η φαρμακοβιομηχανία. Στα τέλη της βδομάδας ανακοινώθηκε ότι τελικά δεν επιτεύχθηκαν εξαιρέσεις που επιδίωκαν οι Βρυξέλλες για μια σειρά ευρωπαϊκά ποτά, ζήτημα που συνδεόταν σημαντικά με τους οινοπαραγωγούς Γαλλίας, Ισπανίας, Ιταλίας αλλά και τις εξαγωγές σε ιρλανδικό ουίσκι.
Ο δε εκπρόσωπος της Κομισιόν, Ολαφ Γκιλ, επέμενε ότι η Κοινή Δήλωση ΗΠΑ - ΕΕ «δεν αποτελεί κείμενο νομικά δεσμευτικό, αλλά περισσότερο ένα είδος οδικού χάρτη».
Την ίδια στιγμή, μεγάλη ήταν η συζήτηση για τον όρο της συμφωνίας με βάση τον οποίο - όπως δεν παρέλειψε να τονίσει ιδιαίτερα ο Τραμπ - η ΕΕ δεσμεύτηκε να αγοράσει ενεργειακά προϊόντα από τις ΗΠΑ ύψους 750 δισ. δολαρίων, καθώς και στρατιωτικό εξοπλισμό, όπως και να προχωρήσει σε πρόσθετες επενδύσεις 600 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ.
Για παράδειγμα, αναλυτές οικονομικών ΜΜΕ παρατηρούσαν ότι υπάρχουν τεχνικά δεδομένα που δεν επιτρέπουν ακόμα μια εκτόξευση των εξαγωγών αμερικανικού LNG στην Ευρώπη, και πρόσθεταν ότι για να αναπροσαρμοστούν με βάση τις νέες απαιτήσεις οι υπάρχουσες υποδομές υγροποίησης στις ΗΠΑ χρειάζονται επενδύσεις δεκάδων δισ. δολαρίων και τουλάχιστον 5 - 7 χρόνια.
Ακόμα, πολλοί εκτιμούν ότι ο παγκόσμιος στόλος εμπορικών πλοίων που μεταφέρουν LNG χρειάζεται σημαντική ενίσχυση, ενώ μεγάλο ζήτημα αποτελεί το κόστος της Ενέργειας, που θα μεγαλώσει ακόμα περισσότερο. Τα ίδια επιτελεία σημείωναν ότι τη χρονική περίοδο 2021 - 2024 η ευρωπαϊκή αγορά επηρεάστηκε από την αύξηση στην τιμή του ρωσικού LNG κατά 274%, και όταν πλέον η ζήτηση ρωσικών υδρογονανθράκων αυξάνεται πολύ στις ασιατικές αγορές, μια «προτίμηση» της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και γενικά της αγοράς στην αμερικανική Ενέργεια θα γιγαντώσει την ανοδική πίεση στις τιμές.
Ας καταγραφεί ότι μέσα σε αυτά τα δεδομένα, η Μόσχα δεν παρέλειψε να υποστηρίξει ότι η συμφωνία ΗΠΑ - ΕΕ θα είναι «πολύ σκληρό πλήγμα» για την ευρωπαϊκή βιομηχανία, αφού «ξεκάθαρα» οι αμερικανικοί ενεργειακοί πόροι θα είναι «σημαντικά πιο ακριβοί από τους ρωσικούς»...
Στην Ελλάδα, αστικά επιτελεία έσπευσαν να καλλιεργήσουν την εικόνα των «μειωμένων επιπτώσεων» στην οικονομία, αξιοποιώντας και τις σχέσεις που ΗΠΑ - ΝΑΤΟ αναπτύσσουν με τις αστικές κυβερνήσεις της χώρας για την υλοποίηση των σχεδιασμών κόντρα σε αντίπαλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Η πραγματικότητα βέβαια είναι πως είναι αδύνατον να μείνει ανεπηρέαστη η πορεία και της ελληνικής οικονομίας, όταν ήδη αναγγέλλονται μια σειρά αρνητικές επιπτώσεις στις «μεγάλες δυνάμεις» της Ευρωένωσης. Αυτό θα εκφραστεί είτε με νέες δημοσιονομικές «αναπροσαρμογές» που θα τεθούν προς συζήτηση για να μοιραστεί η χασούρα, είτε με αλυσιδωτές συνέπειες στις εφοδιαστικές αλυσίδες και στη μεταφορά παραγωγικών μονάδων μονοπωλιακών κολοσσών εκτός Ευρώπης. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη μια σειρά επικεφαλής μεγαθηρίων όπως «Mercedes», VW και «Bosch» κλείνουν ραντεβού στον Λευκό Οίκο για να διαπραγματευτούν αυτόνομα με την αμερικανική ηγεσία, συζητώντας π.χ. ανταλλάγματα για τη μεταφορά εργοστασίων τους στην αμερικανική επικράτεια.
Υπάρχουν βέβαια και μερίδες του ευρωενωσιακού κεφαλαίου που «τρίβουν τα χέρια τους» με τα νέα δεδομένα, όπως οι Ελληνες εφοπλιστές, που σχεδιάζουν πώς θα αυξήσουν τα μερίδιά τους από την «πίτα» της μεταφοράς αμερικανικού LNG μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού και όχι μόνο. Κάτι που - όπως έχει δείξει η εμπειρία - δεν οδηγεί σε διεύρυνση των δικαιωμάτων των εργαζομένων του κλάδου, αλλά μόνο σε αύξηση της εργοδοτικής επιθετικότητας...
Ο Λευκός Οίκος συνέχιζε, μέχρι το τέλος της βδομάδας, να εκδίδει ανακοινώσεις για το νέο ύψος των δασμών σε εισαγωγές από χώρες με τις οποίες δεν υπογράφτηκαν εμπορικές συμφωνίες, αλλά και διευκρινίσεις για συνέχιση των διαπραγματεύσεων με μια σειρά κράτη.
Τα νέα δεδομένα μέσα στα οποία κλιμακώνονται τα εμπορικά και άλλα παζάρια ανάμεσα στις ΗΠΑ και άλλες χώρες καταγράφονται ενώ η αβεβαιότητα για την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία παραμένει μεγάλη, σύμφωνα και με τη νέα έκθεση του ΔΝΤ.
Σε αυτή σημειώνεται ότι «η επίμονη αβεβαιότητα θα επιβαρύνει τις επενδύσεις, ενώ οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι δημοσιονομικές ευπάθειες συνιστούν πρόσθετες απειλές». Αν και αναθεωρούνται ανοδικά οι προβλέψεις για τους διεθνείς ρυθμούς ανάπτυξης το 2025 και το 2026, αυτές παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα ειδικά για τις δυτικές οικονομίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκτιμάται πως η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 3% το 2025 ( αύξηση 0,2% από τη προηγούμενη πρόβλεψη ) και κατά 3,1% το 2026 ( αύξηση κατά 0,1% από τη προηγούμενη πρόβλεψη ) και στις ΗΠΑ εκτιμάται αύξηση του ΑΕΠ φέτος κατά 1,9% ( αύξηση 0,1% ) και κατά 2% το 2026, έναντι 2,8% το 2024. Για την Ευρωζώνη, εκτιμάται ανάπτυξη κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες στο 1,0% το 2025, ενώ για το 2026 η πρόβλεψη μένει αμετάβλητη στο 1,2%.
Μεγάλο διατηρείται το προβάδισμα της Κίνας, με πρόβλεψη για ανάπτυξη κατά 4,8% φέτος ( από 4% ) και 4,2% το 2026, έναντι 5% το 2024.
Μετά από τον νέο γύρο διήμερων επαφών που είχαν στη Σουηδία αντιπροσωπείες ΗΠΑ - Κίνας ανακοινώθηκε παράταση της διμερούς «δημοσιονομικής εκεχειρίας», χωρίς άλλες διευκρινίσεις ωστόσο.
Ακόμα, ΗΠΑ - Μεξικό παρέτειναν κατά ενάμιση μήνα την υπάρχουσα εμπορική συμφωνία συνεχίζοντας συνομιλίες για να υπογραφεί μια νέα. Η Ουάσινγκτον διευκρίνισε ότι εξακολουθούν να ισχύουν δασμοί 25% για τα αυτοκίνητα που εξάγονται από το Μεξικό στις ΗΠΑ, 50% για τον χάλυβα, το αλουμίνιο και τον χαλκό και 25% σε όλα τα άλλα προϊόντα, πλην όσων καλύπτει η συμφωνία ελευθέρου εμπορίου Καναδά - ΗΠΑ - Μεξικού ( USMCA ).
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση Τραμπ αυξάνει την πίεση με στόχο να μειώσει το εμπορικό έλλειμμα και με τη Βραζιλία, για την οποία με προεδρικό διάταγμα τέθηκε σε εφαρμογή πρόσθετος δασμός, ανεβάζοντας τον συνολικό συντελεστή στο 50%. Πάντως, αρκετά προϊόντα εξαιρούνται από το 50%, όπως αεροσκάφη, ενεργειακά προϊόντα, χαρτοπολτός κτλ., που αφορούν μεγάλες εταιρείες όπως η Embraer που εξάγει το 45% των εμπορικών αεροσκαφών της και το 70% των ιδιωτικών τζετ της στις Ηνωμένες Πολιτείες και η Suzano, ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς χαρτοπολτού παγκοσμίως.
Ενδεικτική των περίπλοκων παζαριών είναι και η αύξηση των δασμών που οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν για εισαγωγές από την Ινδία, στο 25%, αν και τα τελευταία χρόνια η διμερής ( όχι μόνο οικονομική ) συνεργασία έχει βαθύνει σε κρίσιμους τομείς. «Παρότι η Ινδία είναι φίλη χώρα (...)εφαρμόζει τα πιο αυστηρά και ενοχλητικά μη νομισματικά εμπόδια στο εμπόριο από οποιαδήποτε άλλη χώρα» δήλωσε ο Τραμπ, απειλώντας το Νέο Δελχί και με «έμμεσους δασμούς» λόγω της σταθερής του συνεργασίας με τη Μόσχα.