Απόσπασμα από το σχετικό άρθρο του τεύχους της ΚΟΜΕΠ που κυκλοφορεί
Οι ελληνικές κυβερνήσεις υλοποίησαν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις της ΕΕ (...) απογυμνώνοντάς την από τον προληπτικό χαρακτήρα της και δίνοντας έμφαση κυρίως στην καταστολή της πυρκαγιάς, αφού πρώτα αυτή εκδηλωθεί. Ετσι, οδηγούμαστε στη σημερινή κατάσταση, με τα δάση - εμπορεύματα να παραμένουν απροστάτευτα και να παραδίδονται στις φλόγες, ανοίγοντας τον δρόμο για νέες χρήσεις γης, επενδύσεις κ.λπ. (...)
Ολες οι αστικές κυβερνήσεις έκαναν τα αδύνατα δυνατά, στην προσπάθειά τους να κρύψουν ότι στις 10ετίες '60, '70, '80, '90 οι εμπρησμοί ήταν πάνω από το 65% των αιτίων των πυρκαγιών και κατέστρεφαν πάνω από το 85% των καμένων δασικών οικοσυστημάτων σύμφωνα με στοιχεία της Δασικής Υπηρεσίας και ότι οι πυρκαγιές ήταν βασικό εργαλείο μεταβολής του χαρακτήρα των καμένων δασών και δασικών εκτάσεων σε τουριστικές και άλλες επιχειρήσεις, οικόπεδα, οικισμούς, πολυτελείς βίλες, «δασικά χωριά» κ.λπ. Αλλωστε γι' αυτό ο σχεδιασμός χρήσεων γης γίνεται ή νομιμοποιείται στη βάση των αναγκών και επιλογών των μονοπωλιακών ομίλων (...)
Η προστασία των δασών (δασοπροστασία) αποτελεί - και πρέπει να αποτελεί - μια θεμελιώδη και κεφαλαιώδη πλευρά της ολοκληρωμένης διαχείρισης των δασών.
Σε αυτό το πλαίσιο η πραγματική προστασία αφορά το σύνολο της έρευνας, της μελέτης των έργων και των ενεργειών, ώστε να αυξηθεί στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό η συνολική προστασία του κάθε δάσους από όλους τους κινδύνους (ασθένειες από μύκητες, βακτήρια, σπανιότερα ιούς, έντομα), πυρκαγιές, παράσυρση εδαφών, οικολογική υποβάθμιση, μείωση της φυσικής αναγέννησης, καταπατήσεις, εκχερσώσεις, παράνομη αλλαγή της χρήσης, υποβάθμιση βιοποικιλότητας, μείωση - εξαφάνιση άγριας πανίδας και ορνιθοπανίδας, ιχθυοπανίδας αν στο δάσος υπάρχει ποτάμι, ρύπανση και η εξασφάλιση των προϋποθέσεων γι' αυτό.
Η κυβέρνηση και σύσσωμη η αστική αντιπολίτευση επιχειρούν να ταυτίσουν την προστασία των δασών μόνο με την προστασία τους από τις δασικές πυρκαγιές.
Η πολιτική αυτή υπονομεύει την ολοκληρωμένη διαχείριση και προστασία των δασών, τα αντιμετωπίζει ως εμπόρευμα, και σύμφωνα με την αντίληψη του κόστους - οφέλους, για το κεφάλαιο και το κράτος.
Ακόμη πιο προκλητική είναι η αναγωγή των εκκενώσεων περιοχών, της λειτουργίας του «112» και της επιτήρησης με drones στο «μαγικό κουτί» της προστασίας από τις δασικές πυρκαγιές. Ολα τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι το βασικό πρόβλημα δεν είναι ο έγκαιρος εντοπισμός της εστίας μιας πυρκαγιάς, αλλά κυρίως η έγκαιρη άφιξη των δυνάμεων και η πρώτη προσβολή.
Η δασοπροστασία δεν κρίνεται από την ικανότητα εκκένωσης χωρίς νεκρούς, ούτε μόνο από την ικανότητα κατάσβεσης μια δασικής πυρκαγιάς.
Είναι αποκαλυπτικό ότι εδώ και δεκαετίες δεν έχει εκπονηθεί καμία μελέτη ολοκληρωμένης διαχείρισης και προστασίας των δασών που να αντιμετωπίζει ενιαία, συστηματικά και να περιλαμβάνει και το σύνολο των αναγκαίων μέτρων για τη δασοπροστασία.
Η κρατική πολιτική περιορίζεται σε αποσπασματικές παρεμβάσεις, χωρίς συνολικό σχεδιασμό, ιδιαίτερα για τα πιο ευάλωτα πευκοδάση στα χαμηλά υψόμετρα, που αποτελούν και τις κύριες εστίες καταστροφικών πυρκαγιών κάθε καλοκαίρι.
Η διαχείριση των δασών ή το γενικό σχέδιο (master plan) για κάθε δασικό σύμπλεγμα - που δεν γίνεται από τις Δασικές Υπηρεσίες, αφού δεν υπάρχει τέτοια πολιτική κατεύθυνση - έπρεπε να περιλαμβάνει πλήρεις και τεκμηριωμένες μελέτες και δασοτεχνικά έργα.
Μία από τις μελέτες είναι αυτή της αντιπυρικής προστασίας, που πέρα από την ανάλυση των συνθηκών σε κάθε συγκεκριμένο δάσος θα πρότεινε και συγκεκριμένα έργα και εργασίες - όπως δασοκομική διαχείριση, αραίωση της βλάστησης, καθαρισμούς, διάνοιξη και συντήρηση δασικού οδικού δικτύου, εγκατάσταση ή πύκνωση του αναγκαίου δικτύου υδατοδεξαμενών, πύκνωση και επέκταση του δικτύου πυροσβεστικών κρουνών, πυροφυλακίων κ.λπ. Ενα από τα πιο σημαντικά στοιχεία είναι το σχέδιο διασποράς των επίγειων δυνάμεων μέσα στο δάσος πριν την έναρξη οποιασδήποτε πυρκαγιάς, με στόχο ο χρόνος πρώτης προσβολής σε οποιαδήποτε εστία να είναι αυτό που προβλέπει η επιστήμη, 10-15 λεπτών από την εκδήλωση πυρκαγιάς.
Σε αυτήν τη βάση, το σχέδιο θα έπαιρνε υπόψη τις γεωμορφολογικές συνθήκες (κλίσεις εδάφους, ανάγλυφο, κατάσταση οδικού δικτύου κ.λπ.), τη σύνθεση της δασικής βλάστησης (πυκνό δάσος, ψηλά δέντρα, θάμνοι κ.ά.), τα μετεωρολογικά στοιχεία (κύριες και βασικές κατευθύνσεις, ένταση ανέμων κ.λπ.). Ολα αυτά θα υλοποιούνταν αν η διαχρονικά ασκούμενη δασική πολιτική υλοποιούσε μια τέτοια κατεύθυνση, που δηλαδή ως προς τον κίνδυνο των δασικών πυρκαγιών θα έδινε το βάρος στην πρόληψη. Ομως η ασκούμενη δασική πολιτική μετατοπίζει το βάρος στη «διαχείριση της κρίσης» αντί για την πρόληψη.
Η έννοια της «ανθεκτικότητας» αξιοποιείται έντονα και στο πεδίο των δασών. Ετσι, με το πρόσχημα της προσαρμογής στη λεγόμενη κλιματική κρίση, εμφανίζονται προγράμματα και μέτρα που δήθεν θα εξασφαλίσουν την ανθεκτικότητα των δασών.
Στην πραγματικότητα, όμως, η κυβέρνηση στο όνομα της δασοπροστασίας εξειδικεύει και υλοποιεί στην Ελλάδα την ανθεκτικότητα ως εργαλείο που υπηρετεί τη στρατηγική του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών οργανισμών ΕΕ και ΝΑΤΟ, της πολεμικής προετοιμασίας και της καταστολής του λαού.
Η κυβέρνηση της ΝΔ με τον Νόμο 5106/2024 εκχώρησε τη διαχείριση των κρατικών δασικών οικοσυστημάτων - που καλύπτουν το 70% των δασών της χώρας - σε ξυλοβιομήχανους και ξυλέμπορους, στο πλαίσιο της «πράσινης μετάβασης» και της επιδίωξης της ΕΕ για «κλιματική ουδετερότητα», που υλοποιείται με τη συνενοχή όλων των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, και των άλλων αστικών κομμάτων. Ετσι επιταχύνονται τα σχέδια εμπορευματοποίησης των δασών, υπονομεύοντας την προστασία τους και εντάσσοντας τα δάση στην αγορά δικαιωμάτων ρύπων. Δηλαδή θα μπορούν οι ενεργοβόρες βιομηχανίες να αντισταθμίζουν την εκπομπή ρύπων με αγορά δικαιωμάτων που θα προκύπτουν από τη διαχείριση των δασών από τους ξυλοβιομήχανους, που μετατρέπεται σε μηχανισμό κερδοφορίας και «πλυντήριο» για τους μεγάλους ομίλους.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, όπως και οι προηγούμενες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, δεν μπορεί, ούτε θέλει να υλοποιήσει συνολικά και συνδυαστικά τη διαχείριση και προστασία των δασών. Συνεχίζει να δίνει το βάρος μόνο στην κατάσβεση και μάλιστα από τις εναέριες δυνάμεις, παρόλο που η δασολογική επιστήμη επιβεβαιώνει ότι το κύριο βάρος πρέπει να δίνεται στην πρόληψη και στις επίγειες δυνάμεις που γνωρίζουν τις τοπικές συνθήκες του δάσους, που βρίσκονται διασπαρμένες μέσα στο δάσος με ιδιαίτερη για κάθε δασικό σύμπλεγμα διασπορά και μπορούν άμεσα να προσβάλουν κάθε πυρκαγιά πριν εξελιχτεί (...).
Η κυβέρνηση της ΝΔ οξύνει τα προβλήματα υποχρηματοδότησης του τομέα δασικών οικοσυστημάτων, που αποτελούν το 65% του χερσαίου εδάφους της Ελλάδας. Οι ελλείψεις σε προσωπικό, μέσα και υποδομές στις κρατικές υπηρεσίες που έχουν την ευθύνη της διαχείρισης και προστασίας των δασών (Πυροσβεστική, Δασική) είναι τεράστιες.
Οι Δασικές Υπηρεσίες λειτουργούν με το 30% - 40% του απαιτούμενου προσωπικού (δασολόγοι, οικονομικό, διοικητικό προσωπικό και δασοφύλακες), ενώ λείπουν 10.000 δασεργάτες (σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένας). Η χρηματοδότηση είναι ανύπαρκτη. Τα ποσά που προβλέπονται από τον τακτικό προϋπολογισμό και τις δημόσιες επενδύσεις είναι το 0,007% του ΑΕΠ, ενώ από όλες τις πηγές χρηματοδότησης προβλέπεται αθροιστικά το 0,07% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 15 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο από τον προϋπολογισμό και τις δημόσιες επενδύσεις, και ενώ το 1 χιλιόμετρο της Εγνατίας Οδού στοίχισε κατά μέσο όρο περίπου 8,8 εκατομμύρια ευρώ (...).
Το «Εθνικό Σχέδιο Αναδασώσεων» (2020 - 2030) της ΝΔ μετατρέπει τις αναδασώσεις σε αντικείμενο κερδοφορίας για μεγάλες επιχειρήσεις. Ο θεσμός του «αναδόχου αναδάσωσης» παραδίδει την αποκατάσταση των δασών σε επιχειρηματικούς ομίλους, οι οποίοι θα πάρουν πίσω τα χρήματα που ξόδεψαν με τη μορφή bonus, που θα τα αξιοποιούν στο χρηματιστήριο ρύπων, για να συνεχίσουν να ρυπαίνουν απρόσκοπτα. Δεν είναι τυχαίο ότι ανάδοχοι είναι πετρελαϊκοί και άλλοι ρυπογόνοι επιχειρηματικοί όμιλοι. Το πρόγραμμα καλύπτει ελάχιστες ανάγκες και προωθεί την εντατικοποίηση της επιχειρηματικής δράσης στα δάση.
Η κυβέρνηση μετακυλίει την κρατική ευθύνη της πυροπροστασίας στα λαϊκά νοικοκυριά, μέσω του κανονισμού πυροπροστασίας ακινήτων. Επιβάλλει νέα χαράτσια, με πανάκριβες τεχνικές εκθέσεις και έργα πυροπροστασίας που πρέπει να πληρώσουν οι ιδιοκτήτες, στο όνομα της «ατομικής ευθύνης».
Για τον χαρακτήρα, την ένταση, την έκταση, ακόμα και την ύπαρξη της κλιματικής αλλαγής υπάρχουν διαφορετικές, ακόμη και αντίθετες επιστημονικές απόψεις. Η συζήτηση είναι σε εξέλιξη, όμως δεν θα απασχολήσει αυτό το άρθρο.
Η κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, χρησιμοποιεί τη λεγόμενη «κλιματική κρίση» ως βολική δικαιολογία για τις δασικές καταστροφές. Ομως οι μεγάλες πυρκαγιές και οι καύσωνες δεν είναι νέο φαινόμενο. Οι μεγάλοι καύσωνες, ο σχηματισμός «θερμικών θόλων» δεν είναι κάποιο πρωτόγνωρο φαινόμενο ούτε στην Ελλάδα (1958 με 600 νεκρούς, 1973, 1977, 1987 με 1.300 νεκρούς, 1994, 2000, 2007 κ.λπ.), ούτε διεθνώς.
Οι mega πυρκαγιές είναι το αποτέλεσμα της συσσώρευσης μεγάλων ποσοτήτων καύσιμης ύλης, γιατί τα δάση δεν διαχειρίζονται και, κατά την καύση, σε μια δασική πυρκαγιά, αναπτύσσονται αυτές οι τεράστιες ποσότητες δένδρων, κλαδιών, θάμνων κ.λπ. που αναπτύσσουν τεράστιες θερμοκρασίες (...).
Η δασική πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ είναι ενταγμένη στη στρατηγική της ΕΕ για την «πράσινη μετάβαση», με στόχο να παραδοθούν τα δασικά οικοσυστήματα στα χέρια των επιχειρηματικών ομίλων. Μέσα από νομοθετικές παρεμβάσεις και αντιλαϊκά μέτρα, η κυβέρνηση ενισχύει την εμπορευματοποίηση των δασών, υποβαθμίζει την πρόληψη και την ουσιαστική προστασία και μετακυλίει τα βάρη στις λαϊκές οικογένειες. Αυτές οι επιλογές, αντί να θωρακίζουν τα δάση και να προασπίζουν το περιβάλλον, τα μετατρέπουν σε πεδίο επενδυτικής κερδοφορίας και τα υποτάσσουν στη λογική του κέρδους (...)
Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα οδηγήσει μεσομακροπρόθεσμα σε υποβάθμιση των δασών, με αρνητικά αποτελέσματα σε περιβάλλον, οικονομία και κοινωνία. Θα υποβαθμιστούν τα δάση, θα επηρεαστεί η ποιότητα ζωής, ο υδροφόρος ορίζοντας, θα ενταθούν τα πλημμυρικά φαινόμενα και η παράσυρση εδαφών. Θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο η τιμή του ξύλου και του πέλετ, με επιπτώσεις και στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ προβάλλουν ότι το δάσος πρέπει να αποτελεί λαϊκή περιουσία. Εδωσαν και δίνουν μαχητικά, οργανωμένα, μεγάλες μάχες στα μέτωπα των πυρκαγιών, των πλημμυρών, των σεισμών, στην προσπάθεια αλληλεγγύης για τους πληγέντες, μαζί με άλλους κατοίκους, εργαζόμενους, αγρότες, όπου τα προηγούμενα χρόνια φάνηκε η δύναμη της λαϊκής πρωτοβουλίας.
Πρωτοστατούν στην οργάνωση και στη διεκδίκηση των αιτημάτων αποζημίωσης και αποκατάστασης του εισοδήματος και της λαϊκής περιουσίας μέσα από μαζικούς φορείς, οργανώσεις και επιτροπές αγώνα. Η δράση αυτή δείχνει για μια ακόμα φορά τη δύναμη που έχει ο λαός.
Παρεμβαίνουμε επίσης μέσα κι έξω από τη Βουλή και την Ευρωβουλή με τοποθετήσεις, προτάσεις νόμου, με Ερωτήσεις, ανακοινώσεις, με ημερίδες, μελέτες, άρθρα και εκδόσεις, προβάλλοντας και υπερασπίζοντας τα δίκαια αιτήματα των εργαζομένων σε όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Μπαίνουμε μπροστά στον μεγάλο αγώνα για να οργανώσει η εργατική τάξη, ο λαός την αντεπίθεσή του για την κατάργηση της εκμετάλλευσης, της εμπορευματοποίησης του περιβάλλοντος, τη ζωή μας, τα δάση, τη χρήση της γης, ενάντια στην «πράσινη μετάβαση» της ΕΕ και των μονοπωλιακών ομίλων. Εκμετάλλευση που θα σταματήσει οριστικά με την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας.