Το σχέδιο αυτό βρέθηκε στο επίκεντρο της χτεσινής σύσκεψης που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου, με πρόσχημα τη λειψυδρία, και την κυβέρνηση, πίσω από τις διακηρύξεις χωρίς κανένα αντίκρισμα ότι «το νερό θα παραμείνει δημόσιο αγαθό», να προωθεί παραπέρα τα σχέδια για αναδιαρθρώσεις και συγχωνεύσεις στις Επιχειρήσεις Υδρευσης και Αρδευσης (σύμφωνα με το «Bloomberg», το κυβερνητικό σχέδιο προβλέπει τη συγχώνευση περισσότερων από 700 δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης - ΔΕΥΑ - σε τρεις ενιαίους κρατικούς φορείς), με «μοντέλο ΔΕΗ» όπως χαρακτηριστικά λέγεται.
Πίσω απ' όλα αυτά βρίσκεται η λογική του «κόστους - οφέλους», η θυσία δηλαδή των λαϊκών αναγκών για το κρατικό «ταμείο» και τα κέρδη των καπιταλιστών, με την κυβέρνηση να λέει ότι στόχος είναι οι «βιώσιμες» (βλέπε κερδοφόρες) επιχειρήσεις, το «αποδεκτό κόστος για όλες τις χρήσεις», και να μιλά για «ζημιογόνα δραστηριότητα», «χαμηλή εισπραξιμότητα» και «υποανάκτηση κόστους - επενδύσεων»! Κριτήριο δηλαδή δεν είναι το νερό ως κοινωνικό αγαθό, που θα καλύπτει τις λαϊκές ανάγκες σε ύδρευση και φτηνή άρδευση, αλλά η κερδοφορία των εταιρειών που διαχειρίζονται το νερό - εμπόρευμα, οι οποίες μάλιστα εξαπολύουν κυνήγι ανείσπρακτων οφειλών για τα αυξημένα τιμολόγια, δρομολογούν έργα μέσω ΣΔΙΤ κ.ο.κ.
Υπενθυμίζεται ότι αυτά τα μέτρα έρχονται σε συνέχεια αυξήσεων στα τιμολόγια του νερού μετά το περσινό καλοκαίρι, και πάλι στο όνομα της «αντιμετώπισης της λειψυδρίας», ενώ η ίδια η Ρυθμιστική Αρχή επιτάσσει τη διαμόρφωση των τιμολογίων με κριτήριο την «επαρκή ανάκτηση του κόστους επένδυσης», του «περιβαλλοντικού κόστους» και του «κόστους πόρου», όπως προβλέπουν και οι σχετικές Οδηγίες της ΕΕ.
Περιττό βέβαια να πει κανείς και πόσο «ολιστικός» και για ποιον θα είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο σχεδιασμός, όπως διατείνεται η κυβέρνηση, που μιλάει για ορισμένες παρεμβάσεις - τάισμα σε επιχειρηματικά συμφέροντα και εργολάβους, τα οποία καμία σχέση δεν έχουν με ολοκληρωμένες επιστημονικές μελέτες και παρεμβάσεις με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες.
Εξάλλου, και τα έργα που ανακοίνωσαν ως «αριθμούς», χωρίς να δίνουν λεπτομέρειες, λειτουργούν αποσπασματικά και με βάση τα παραπάνω κριτήρια, γι' αυτό και έργα όπως η μερική εκτροπή του Αχελώου δεν έχουν προχωρήσει, και ενώ σύμφωνα με τα δικά τους στοιχεία τόσα χρόνια το αστικό κράτος δεν έχει κάνει τίποτα για να αποκαταστήσει και να δημιουργήσει σύγχρονα δίκτυα ύδρευσης και άρδευσης, με αποτέλεσμα να υπάρχουν απώλειας ύψους 40% και 60% αντίστοιχα!
Στο ίδιο πνεύμα άλλωστε, αυτό των κερδοφόρων επενδύσεων, πιθανώς και με χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης, από το οποίο - θυμίζουμε - έχουν αφαιρεθεί σε προηγούμενη φάση κρίσιμα έργα ύδρευσης, άρδευσης και αντιπλημμυρικής προστασίας, δρομολογείται και ο έτερος άξονας του κυβερνητικού σχεδίου, αυτός που αφορά τους «συμπληρωματικούς τρόπους» παραγωγής νερού (αφαλάτωση, ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση).
Ενώ την πιο αποφασιστική προώθηση των σχεδιασμών εμπορευματοποίησης, είτε από «δημόσιες» - κρατικές είτε από ιδιωτικές επιχειρήσεις, αφορούν και τα «έκτακτα σχέδια», όπως η ανακήρυξη της Αττικής και της Κρήτης ως περιοχών με «έλλειψη νερού».
Ολα αυτά με πρόσχημα τη λειψυδρία, η οποία, σε αντίθεση με τα όσα διέρρεε η κυβέρνηση, «φουσκώνοντας» το υπαρκτό πρόβλημα και μιλώντας για «πρωτόγνωρα» φαινόμενα, βρίσκεται - σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία - στα επίπεδα του 2007.
Σε σχόλιό του για τις κυβερνητικές ανακοινώσεις σχετικά με τη διαχείριση του νερού, το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ τονίζει: «Η κυβέρνηση αξιοποιεί τον κίνδυνο της λειψυδρίας για να μετατρέψει το νερό σε όλο και πιο ακριβό εμπόρευμα και να διασφαλίσει την κερδοφορία των ΑΕ που θα αναλάβουν τη διαχείρισή του, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της ΕΕ. Ιδιαίτερα δε για τους βιοπαλαιστές αγρότες αυτή η επιλογή θα έχει ως συνέπεια νέα αύξηση στο κόστος παραγωγής χωρίς φυσικά να λύνει και τα σοβαρά προβλήματα επάρκειας.
Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι άλλο ένα μοντέλο διαχείρισης της πολιτικής της εμπορευματοποίησης του νερού - πόσο μάλλον ένα μοντέλο στα πρότυπα της ΔΕΗ, με τα γνωστά αποτελέσματα για τις τσέπες των λαϊκών νοικοκυριών - αλλά η πραγματοποίηση των αναγκαίων έργων υποδομής, η οποία προσκρούει σε αυτήν ακριβώς την πολιτική και τα κριτήρια του κόστους-οφέλους».