Στην ΕΑΜική συντροφιά φίλων του Παρισιού ακούγεται για πρώτη φορά ο «Επιτάφιος» | Γράφτηκε μια κι έξω από τον συνθέτη, υπό βροχή, μέσα σ' ένα πράσινο αυτοκίνητο Opel, μοντέλο του 1953!
Τέσσερα ενσταντανέ από τα χρόνια του Παρισιού, όπου ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί τον «Επιτάφιο»: Με την Μυρτώ, στις όχθες του Σηκουάνα. Με τους προοδευτικούς Ελληνες φίλους. Το πράσινο «Opel», όπου πραγματοποιήθηκε η σύνθεση. Μέσα στη χαρά, με ιδιόχειρη αφιέρωση στην μητέρα του (Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη) |
Με μια μεταφορά, τα φίδια της μυθολογικής Μέδουσας και το απωθητικό πρόσωπό της διά της τέχνης εξανθρωπίζονται, γιατί το προσκήνιο του χρόνου των συμβάντων και των γεγονότων είναι διάστικτο από τέρατα του πολέμου, τα οποία ροκανίζουν ανθρώπινες ζωές.
Συνθέτης και ποιητής γράφουν και ξαναγράφουν το έργο, με το αίμα της καρδιάς τους. Οι φωνογραφικές εταιρείες έρχονται μετά, για να κάνουν τη δουλειά τους, με την κερδοφορία ν' ανάβει και να σβήνει, με τα φωτάκια του συμφέροντος, στα λογιστικά βιβλία του '60.
Θα επιστρέψουμε, κι αυτό το Σαββατοκύριακο, στον δημιουργικό τόπο του Παρισιού, όπου ο Μίκης Θεοδωράκης συνυπάρχει με τους προοδευτικούς φίλους - συνομιλητές του:
«Καθώς είμαστε λίγο πολύ Αριστεροί - ΕΑΜογενείς, με το πλησίασμα των εκλογών του 1958 αποφασίσαμε να τις γιορτάσουμε προκαταβολικά στο σπίτι μας. Σαν να προαισθανόμαστε το 25% της ΕΔΑ».
Σ' αυτό το σημείο ένα στάσιμο για να εστιάσουμε στη συμφωνία του Γιάννη Ρίτσου με τις εκδόσεις «Κέδρος». Ο οίκος είναι δημιούργημα του προοδευτικού αξιωματικού του ναυτικού Νίκου Καλλιανέση (1894-1975) και της συζύγου του Νανάς Σωτηρίου - Καλλιανέση (1915-1988) - και οι δυο είχαν πάρει μέρος στην Αντίσταση και είχαν γνωρίσει από πρώτο χέρι τα στρατόπεδα εκτοπισμού και εξορίας. Η συνεργασία του ποιητή με το συγκεκριμένο εκδοτικό έχει την αρχή του στα 1956 και θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος της ζωής του, ακόμη κι όταν έγινε αλλαγή ιδιοκτησίας.
Τέσσερα ενσταντανέ από τα χρόνια του Παρισιού, όπου ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί τον «Επιτάφιο»: Με την Μυρτώ, στις όχθες του Σηκουάνα. Με τους προοδευτικούς Ελληνες φίλους. Το πράσινο «Opel», όπου πραγματοποιήθηκε η σύνθεση. Μέσα στη χαρά, με ιδιόχειρη αφιέρωση στην μητέρα του (Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη) |
Την ίδια χρονιά, κυκλοφορούν η ποιητική σύνθεση «Σονάτα του σεληνόφωτος» - τιμάται με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης - και η διασκευή, με το ψευδώνυμο Πέτρος Βελιώτης, στα Ελληνικά του βιβλίου του Αλεξέι Τολστόι, «Η γκρινιάρα κατσίκα και άλλα ρωσικά παραμύθια» - τη μετάφραση από τα Ρωσικά υπέγραφε ο Ανδρέας Σαραντόπουλος.
Επιστρέφουμε στο Παρίσι, παραμονές των ελληνικών εκλογών της 11ης Μάη 1958. Αφηγητής ο Μίκης:
«Εκείνες ακριβώς τις μέρες λαβαίνω από τον Γιάννη Ρίτσο το ένα βιβλίο μετά το άλλο. Είχε αφεθεί ελεύθερος από τις εξορίες κι άρχισε να τυπώνει τα έργα του. Θυμάμαι την αφιέρωση στον "Επιτάφιο": "Ετούτο το βιβλίο κάηκε μαζί με άλλα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός στην περίοδο της μεταξικής δικτατορίας".
Το βράδυ περιμέναμε τους φίλους μας για βεγγέρα κι έτσι το μεσημέρι βγήκαμε με τη Μυρτώ για ψώνια. Πριν έναν χρόνο, με το πρώτο (σ.σ. διεθνές) φιλμ που έκανα στο Λονδίνο, την "Απαγωγή του στρατηγού Κράιπε" ("I' ll met by moonlight"), είχαμε αγοράσει ένα πράσινο Opel, μοντέλο του 1953».
Τέσσερα ενσταντανέ από τα χρόνια του Παρισιού, όπου ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί τον «Επιτάφιο»: Με την Μυρτώ, στις όχθες του Σηκουάνα. Με τους προοδευτικούς Ελληνες φίλους. Το πράσινο «Opel», όπου πραγματοποιήθηκε η σύνθεση. Μέσα στη χαρά, με ιδιόχειρη αφιέρωση στην μητέρα του (Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη) |
Κι εκεί, καθώς είχαν ανοίξει οι ουρανοί, βρέθηκε ο μελοποιός με τον «Επιτάφιο» στα χέρια. Αρχισε να τον ξεφυλλίζει, και το μάτι του άτακτα έπεφτε στις σελίδες του, κοντοστεκόταν σε στίχους που τον τράβαγαν, για να τους διαβάσει, να τους ξαναδιαβάσει, να τους απορροφήσει ψυχοσωματικά.
«Με έπιασε ξαφνικά μια βαθιά επιθυμία για μελοποίηση. Οταν πρόκειται να μου μιλήσει η ποίηση του Ρίτσου, τότε ήχοι αναβλύζουν με ορμή μέσα από τους στίχους, λες και είναι αρτεσιανό νερό που πετάγεται ψηλά πάνω απ' το χώμα, χαρούμενο που βρήκε τη δύναμη να χαιρετήσει τον ουρανό και το φως», μνημόνευε. Ας μάθουμε, όμως, τη συνέχεια:
«Ευτυχώς που είχα μολύβι. Χάραξα γρήγορα τα πεντάγραμμα πλάι στους στίχους κι άρχισα να γράφω γρήγορα - γρήγορα για να προφτάσω. Δεν θυμάμαι πόσα μέρη μελοποίησα. Πιθανόν και τα είκοσι. Εκτοτε το βιβλίο με τις νότες εξαφανίστηκε. Ισως το "δανείστηκε" κάποιος συλλέκτης για να το φανερώσει αργότερα. Ισως να χάθηκε.
Γυρίζοντας σπίτι, αντέγραψα μερικά από τα τραγούδια και τα πρόβαρα στο πιάνο. Ηθελα να τα τραγουδήσω το βράδυ στη συντροφιά, για να δω κυρίως τις αντιδράσεις τους. Ετσι κι έγινε...».
Την επόμενη μέρα, κάθισε μπροστά σε διαφανές χαρτί και με σινική μελάνη καθαρόγραψε τα τραγούδια. Τα αφιέρωσε στον φίλο του, τον γιατρό Βύρωνα Σάμιο. Και η αιτιολογία της αφιέρωσης:
Τέσσερα ενσταντανέ από τα χρόνια του Παρισιού, όπου ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί τον «Επιτάφιο»: Με την Μυρτώ, στις όχθες του Σηκουάνα. Με τους προοδευτικούς Ελληνες φίλους. Το πράσινο «Opel», όπου πραγματοποιήθηκε η σύνθεση. Μέσα στη χαρά, με ιδιόχειρη αφιέρωση στην μητέρα του (Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη) |
Αυτό, λοιπόν, το διαφανές χαρτί το προμηθευόταν από τον αντιγραφέα Βαντό, ο οποίος είχε το εργαστήρι του ψηλά - ψηλά στις σκάλες που οδηγούν στην εκκλησία της Σακρ Κερ, στη Μονμάρτρη. Ο χώρος ήταν ένα μουσείο της γαλλικής μουσικής, με ιδιόχειρες σημειώσεις των Ντεμπισί, Ραβέλ, Μιγιό, Ονεγκέρ.
Πότε, ωστόσο, κατάλαβε ο φέρελπις συνθέτης ότι είχε γίνει πια «κάποιος» (σ.σ. τα εισαγωγικά δικά του); «Τη μέρα που ο κύριος Βαντό γύρεψε και τη δική μου φωτογραφία». Η κατάληξη της συνεργασίας με τον σπεσιαλίστα της αντιγραφής; Εκανε τρία αντίτυπα του «Επιτάφιου» και τα ταχυδρόμησε στον Γιάννη Ρίτσο, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Βύρωνα Σάμιο.
(Συνεχίζεται)
Το εξώφυλλο της δεύτερης έκδοσης του «Επιτάφιου», από τις εκδόσεις «Κέδρος» (1956) |
Ο Γιάννης Ρίτσος με την εκδότριά του Νανά Καλλιανέση, όταν πια η συνεργασία τους είναι μια παλιά ιστορία |