Χαρακτηριστική η ακύρωση της συνάντησης του Τραμπ με τους «4» του Ινδο-Ειρηνικού στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ
2025 The Associated Press. All |
Υποδεχόμενος τον Ισίμπα στον Λευκό Οίκο τον Φλεβάρη, ο Τραμπ είχε διαμαρτυρηθεί για ...«μονομέρεια» της διμερούς συνεργασίας |
Αυτά σημείωνε πριν ενάμιση περίπου μήνα ανάλυση στην αμερικανική «δεξαμενή σκέψης» «Centre for Strategic and International Studies» (CSIS - «Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών»), με τις πρόσφατες εξελίξεις να επιβεβαιώνουν τις «δυσκολίες» στα σύνθετα παζάρια μεταξύ των ΗΠΑ και κρίσιμων συμμάχων τους σε Ασία - Ειρηνικό.
Χαρακτηριστικά, μόλις στις αρχές της βδομάδας έγινε γνωστή η ακύρωση της συνάντησης του Αμερικανού Προέδρου Ντ. Τραμπ με τους ηγέτες των «4» του Ινδο-Ειρηνικού (Ιαπωνίας, Αυστραλίας, Νότια Κορέας, Νέα Ζηλανδίας) η οποία θα πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη.
Οι πρωθυπουργοί Ιαπωνίας και Αυστραλίας και ο Πρόεδρος της Νότιας Κορέας ακύρωσαν το ταξίδι τους στη Χάγη, και τις χώρες τους εκπροσώπησαν άλλα κυβερνητικά στελέχη.
Κάθε πλευρά επικαλέστηκε διαφορετικούς λόγους για την αλλαγή προγράμματος, αλλά σε κάθε περίπτωση αποτυπώνονται υπαρκτές αντιθέσεις.
Πριν λίγες μέρες οι «Financial Times» μετέδωσαν ότι το Τόκιο ακύρωσε και τη συνάντηση των υπουργών Αμυνας και Εξωτερικών ΗΠΑ και Ιαπωνίας (2+2) που θα γινόταν την 1η Ιούλη, κάνοντας λόγο για δυσαρέσκεια που προκαλούν στην κυβέρνηση Ισίμπα οι διαρκείς «προτροπές» της Ουάσιγκτον να αυξήσει η Ιαπωνία τις στρατιωτικές δαπάνες της.
Την ακύρωση δεν έχει διαψεύσει καμία από τις δύο πλευρές, ενώ η Ουάσιγκτον αρνήθηκε να απαντήσει σε σχετική ερώτηση.
Ιδιαίτερο «εκνευρισμό» φέρεται να προκάλεσαν στην ιαπωνική πλευρά οι επισημάνσεις του νέου υφυπουργού Αμυνας των ΗΠΑ, Ελμπριτζ Κόλμπι, ο οποίος από την πρώτη στιγμή ανάληψης των καθηκόντων του υποστηρίζει ότι «η Ιαπωνία θα πρέπει να αρχίσει να ξοδεύει τουλάχιστον το 3% του ΑΕΠ της το συντομότερο δυνατόν». Χαρακτήρισε δε τον σημερινό ιαπωνικό στρατιωτικό προϋπολογισμό «κρίσιμο και καλοδεχούμενο», αλλά «ολοφάνερα ανεπαρκή», καθώς προβλέπει ότι μέχρι το 2027 οι στρατιωτικές δαπάνες του Τόκιο θα φτάσουν «μόλις» το 2%.
«Δεν βγάζει πολύ νόημα για την Ιαπωνία, που απειλείται άμεσα από την Κίνα και τη Βόρεια Κορέα, να ξοδεύει μόνο 2%», είχε σχολιάσει ο Κόλμπι. «Οπως και ο Πρόεδρος (σ.σ. Τραμπ) έχει πει, οι σύμμαχοι χρειάζεται να βασίζονται πολύ περισσότερο στη δική τους άμυνα, ειδικά όσοι απειλούνται έντονα», συμπλήρωσε, καταλήγοντας ότι «ο καλύτερος τρόπος για τις ΗΠΑ να υποστηρίξουν αυτήν την αλλαγή είναι να καταστήσουν αυτές τις προτεραιότητες και τον επείγοντα χαρακτήρα τους σαφείς στο Τόκιο, με έναν τρόπο εποικοδομητικό αλλά πιεστικό».
Αντιδρώντας, ο Ιάπωνας πρωθυπουργός Σ. Ισίμπα είχε απαντήσει ότι «η Ιαπωνία αποφασίζει από μόνη της τον αμυντικό της προϋπολογισμό, δεν πρέπει να αποφασίζει με βάση τι της λένε άλλα έθνη να κάνει».
Στο μεταξύ, ήδη από την προηγούμενη θητεία Τραμπ η Ουάσιγκτον ζητά επίμονα το Τόκιο να αναλάβει μεγαλύτερο μερίδιο του κόστους «φιλοξενίας» των τουλάχιστον 50.000 Αμερικανών στρατιωτών που σταθμεύουν σε ιαπωνικό έδαφος. Επί της πρώτης προεδρίας Τραμπ οι ΗΠΑ φέρονταν να ζητούσαν μέχρι και τετραπλασιασμό της «οικονομικής συμβολής» του Τόκιο, η οποία σήμερα κυμαίνεται στα 2 δισ. δολάρια.
Ο δε Τζορτζ Γκλας, νέος πρέσβης των ΗΠΑ στο Τόκιο, κατά την ακρόασή του από την αρμόδια Επιτροπή του Κογκρέσου είχε μιλήσει για «σκληρές διαπραγματεύσεις» για τις οποίες πρέπει να προετοιμαστεί, ειδικά σχετικά με το εμπορικό έλλειμμα Τόκιο - Ουάσιγκτον και τους δασμούς των ιαπωνικών εισαγωγών στις ΗΠΑ.
Τότε μάλιστα ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζ. Ντ. Βανς, είχε επιστήσει την προσοχή στον Γκλας, λέγοντάς του ότι «πρόκειται να υπηρετήσετε κοντά στον πιο σημαντικό μας σύμμαχο, στην πιο σημαντική περιοχή του κόσμου, στην πιο σημαντική χρονική περίοδο».
Σημειωτέον, στο περιθώριο της επίσκεψης του Ισίμπα στον Λευκό Οίκο τον Φλεβάρη - μετά τον Νετανιάχου ήταν ο δεύτερος ξένος ηγέτης που βρέθηκε στην Ουάσιγκτον κατόπιν της ορκωμοσίας του Τραμπ - ο Αμερικανός Πρόεδρος είχε χαρακτηρίσει «μονόπλευρη» τη συμμαχία ΗΠΑ - Ιαπωνίας, διατυπώνοντας ...«παράπονο» επειδή «εμείς πληρώνουμε εκατοντάδες δισ. δολάρια για να τους προστατεύσουμε» και «αν ποτέ δεχτούμε εμείς επίθεση, εκείνοι δεν είναι υποχρεωμένοι να κάνουν κάτι για να μας υπερασπιστούν».
Τον Απρίλη η επιβολή υψηλών δασμών, από την οποία η Ουάσιγκτον δεν εξαίρεσε ούτε τους στενότερους εταίρους της, προκάλεσε νέα δυσαρέσκεια στο Τόκιο. Στις πρώτες του δηλώσεις ο Ισίμπα είχε κάνει λόγο για «εθνική κρίση», περιγράφοντας τον χαρακτήρα των συνεπειών που διαμορφώνονται για την ιαπωνική οικονομία, ειδικά σε κλάδους όπως η αυτοκινητοβιομηχανία.
Με βάση τα στοιχεία του 2024, το 21% των εξαγωγών της Ιαπωνίας κατευθύνθηκε στις ΗΠΑ και το 19% στην Κίνα, κάτι που δείχνει το εύρος των οικονομικών σχέσεων της Ιαπωνίας και με το Πεκίνο.
Καθόλου τυχαία, τέλη Μάρτη έγινε στο Τόκιο συνάντηση των ΥΠΕΞ Κίνας, Ιαπωνίας και Νότιας Κορέας, με τον Κινέζο Γουάνγκ Γι να σημειώνει στους δύο ομολόγους του ότι «τα τρία μας έθνη έχουν αθροιστικά έναν πληθυσμό σχεδόν 1,6 τρισεκατομμύριο και μια οικονομική παραγωγή 24 τρισ. δολαρίων. Με τις τεράστιες αγορές μας και τη μεγάλη δυνατότητα, μπορούμε να ασκήσουμε τεράστια επιρροή».
Οι υπαρκτές αντιθέσεις, βέβαια, δεν αναιρούν την προτεραιότητα που έχει ο Ινδο-Ειρηνικός για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Κοινή Ανακοίνωση που εκδόθηκε μετά από συνάντηση που είχε ο γγ του ΝΑΤΟ Μ. Ρούτε με τους εκπροσώπους Ιαπωνίας, Νότιας Κορέας και Αυστραλίας και με τον πρωθυπουργό της Νέας Ζηλανδίας, Κρ. Λούξον, αναφέρει: «Επιβεβαιώνουμε τη σημασία της σχέσης μας. Δεσμευόμαστε να ενισχύσουμε τον διάλογο και τη συνεργασία μας, με βάση τα κοινά μας στρατηγικά συμφέροντα και τις κοινές αξίες και αναγνωρίζοντας ότι η ευρωατλαντική και η ινδο-ειρηνική ασφάλεια είναι αλληλένδετες».
Η Ανακοίνωση καταλήγει σε δέσμευση «να αυξήσουμε με διαφάνεια τις αμυντικές μας δαπάνες» και «να εξετάσουμε την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανικής συνεργασίας (...) οικοδομώντας στην ισχύ και στο συμφέρον του καθενός από μας (...) Η ενίσχυση της συνεργασίας ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και στους εταίρους του στον Ινδο-Ειρηνικό είναι σημαντική μέσα σε αυτό το απρόβλεπτο περιβάλλον ασφάλειας».
Οι αντιθέσεις που ενισχύονται μεταξύ των ΗΠΑ και «συμμάχων» τους φαίνεται πως δεν αφήνουν ανέγγιχτο ούτε το τριμερές σχήμα AUKUS (ΗΠΑ, Βρετανία, Αυστραλία), το οποίο ανακοινώθηκε το 2023 με τη φιλοδοξία να αποτελέσει ένα βασικό «εργαλείο» των ΗΠΑ και της «Δύσης» στην αντιπαράθεσή τους με την Κίνα στο κρίσιμο πεδίο του Ινδο-Ειρηνικού.
Οταν η Αυστραλία ανακοίνωσε πως ούτε ο πρωθυπουργός της χώρας, Αντ. Αλμπανέζι, θα παρευρισκόταν τελικά στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη, αυστραλέζικα ΜΜΕ απέδωσαν στην απόφαση στα σχέδια για «μια επαναπρογραμματισμένη συνάντηση με τον Τραμπ», καθώς ο Τραμπ δεν είχε συναντήσει τον Αυστραλό πρωθυπουργό ούτε και στο περιθώριο της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής της G7 στον Καναδά, μετά την πρόωρη αποχώρησή του.
Πολλοί έσπευσαν να μιλήσουν για «δυσαρέσκεια» που έχει προκαλέσει στην Καμπέρα και η πρόσφατη ενημέρωση από το αμερικανικό Πεντάγωνο ότι «το υπουργείο θα επανεξετάσει την AUKUS στο πλαίσιο της προσπάθειας να διασφαλιστεί ότι η πρωτοβουλία της προηγούμενης κυβέρνησης είναι ευθυγραμμισμένη με την ατζέντα "πρώτα η Αμερική" του Προέδρου».
Η δημιουργία του σχήματος AUKUS είχε συνοδευτεί από εξαγγελίες και συμφωνίες μεταξύ άλλων για κατασκευή, πώληση και στάθμευση αμερικανικών πυρηνικών υποβρυχίων στην Αυστραλία, απέναντι στην κινεζική στρατιωτική ενίσχυση στον Ινδο-Ειρηνικό.
Η επανεξέταση της συμφωνίας ξεκινά - όπως εξήγησε το Πεντάγωνο - ώστε «να διασφαλιστεί η υψηλότερη ετοιμότητα του προσωπικού μας» και το «ότι οι σύμμαχοί μας επιταχύνουν πλήρως ό,τι τους αναλογεί για τη συλλογική άμυνα και την αμυντική βιομηχανική βάση που αντιστοιχεί στις ανάγκες μας».
Δημοσιεύματα κατέγραφαν, ανάμεσα σε άλλα, ότι η αμερικανική πλευρά δεν έχει αποκομίσει ακόμα «καρπούς» όσον αφορά την προσαρμογή της αυστραλέζικης πολεμικής βιομηχανίας σε παραγωγή εξαρτημάτων που η Ουάσιγκτον κρίνει ότι θα επιταχύνει την υλοποίηση αυτοτελών της εξοπλιστικών σχεδιασμών.
Ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, «κάλεσε» πρόσφατα την Αυστραλία να αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες της, από λίγο πάνω από 2% που είναι σήμερα, στο 3,5% του ΑΕΠ.
Δημοσίευμα των «Financial Times» επισημαίνει ακόμα τις δυσκολίες στη γραμμή παραγωγής νέων αμερικανικών πυρηνικών υποβρυχίων κλάσης «Virginia», ώστε να καλυφθούν και οι άμεσες ανάγκες των ΗΠΑ και οι προβλεπόμενες παραδόσεις στην Αυστραλία.
Ρεπορτάζ σε αμερικανικά ΜΜΕ αναφερόταν επίσης σε «ερωτήματα» στις ΗΠΑ για το αν θα έπρεπε να βοηθήσουν την Αυστραλία να αποκτήσει πυρηνικά υποβρύχια χωρίς ρητή δέσμευση χρήσης τους σε περίπτωση πολέμου με την Κίνα για την Ταϊβάν...
Στο μεταξύ, στη Νότια Κορέα, η προεδρία ανακοίνωσε για την άφιξη του Λι Ζε Μιούνγκ στη Χάγη ότι «απλά δεν ήταν εφικτή», επικαλούμενη «έναν συνδυασμό επειγόντων εσωτερικών ζητημάτων και την αυξανόμενη αστάθεια στη Μέση Ανατολή».
Σημειωτέον ότι ο προερχόμενος από το Δημοκρατικό Κόμμα (που τα προηγούμενα χρόνια ήταν στην αντιπολίτευση) Λι Ζε Μιούνγκ εκλέχτηκε στις πρόωρες προεδρικές εκλογές του Μάη - με φόντο την όξυνση των ενδοαστικών διεργασιών στη χώρα, όπως αποτύπωσε και η επιβολή στρατιωτικού νόμου τον περασμένο χειμώνα - λανσάροντας τον εαυτό του ως «πιο πραγματιστή στην εξωτερική πολιτική».
Αν και επέμενε ότι βασικός άξονας θα παραμείνει η στενή συνεργασία με τις ΗΠΑ, ο Λι υποστηρίζει ότι «δεν πρέπει να βάζουμε όλα τα αυγά μας σε ένα καλάθι» και με διάφορες ευκαιρίες έχει υποστηρίξει την ανάγκη να αντισταθεί η Σεούλ σε πιέσεις, για να εμπλακεί σε σύγκρουση με την Κίνα για το θέμα της Ταϊβάν ή στις διαμάχες που «φουντώνουν» στη Νότια Κινεζική Θάλασσα εξαιτίας (και) συνοριακών διαφορών.
Ας καταγραφεί, τέλος, ότι και η Σεούλ διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις για τις προσδοκίες της Ουάσιγκτον να αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες, που σήμερα αντιστοιχούν στο 2,8 % του ΑΕΠ.