ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 14 Ιούνη 2025 - Κυριακή 15 Ιούνη 2025
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο συμφωνικός Μίκης Θεοδωράκης

Εκτενή αποσπάσματα από την ομιλία του Λουκά Καρυτινού

(...) Απ' όσο μπορώ να γνωρίζω, δεν υπήρξε πολυσχιδέστερος συνθέτης από τον Μίκη Θεοδωράκη. Και δεν είναι μόνο η συνθετική του πολυμορφία, είναι και η τεράστια απήχηση που είχε αυτή στο κοινό. Αλλο συνθέτω κι ακούγομαι σε ένα περιορισμένο κοινό, κι άλλο συνθέτω και επηρεάζω εκατομμύρια ανθρώπους.

Μπορώ να σας βεβαιώσω ότι ο Μίκης Θεοδωράκης είναι σε παγκόσμιο επίπεδο μακράν ο γνωστότερος Ελληνας καλλιτέχνης των τελευταίων 200 ετών. Κι ο πιο αγαπητός.

Μπορώ να σας μεταφέρω την προσωπική μου εμπειρία από τις παραστάσεις του μπαλέτου «Ζορμπάς» στην Αρένα της Βερόνας. Το παραλήρημα του κοινού μόλις πρωτοακούγονταν οι δυο νότες του μοτίβου από το μπουζούκι, τους χορούς του εκστασιασμένου κοινού στις κερκίδες της αρένας και το παρατεταμένο τελικό χειροκρότημα που κράτησε πάνω από μισή ώρα και τα τουλάχιστον 4 μπιζαρίσματα του φινάλε!

Συνδυάζοντας τα αντίθετα

Τρεις είναι οι βασικές κατευθύνσεις με τις οποίες θέλησε ο Μίκης Θεοδωράκης να συνδυάσει τα αντίθετα.

Η μία είναι η «Μετασυμφωνική» μουσική, όπου ανιχνεύεται η χρυσή τομή μεταξύ λαϊκής και έντεχνης μουσικής. Το ντύσιμο νεοελληνικών μελωδιών και χορών με συμφωνικά ορχηστρικά χρώματα. Η αρχή γίνεται με το «Πανηγύρι της Ασή Γωνιάς» που σας ανέφερα πιο πάνω.


Η δεύτερη είναι το επικαλούμενο «Εντεχνο Λαϊκό τραγούδι», όπου μελοποιείται η μεγάλη ελληνική ποίηση, και ο υψηλού περιεχομένου στίχος της τραγουδιέται απ' όλο τον λαό. Η αρχή γίνεται με τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου το 1958.

Η τρίτη είναι η όπερα. Με τις όπερες θέλησε να ενώσει το αρχαίο δράμα (δηλαδή την όπερα της αρχαίας εποχής) με τη σύγχρονη όπερα, γεννώντας από την ένωση αυτή μια διαφορετική μορφή μελοδράματος. Η αρχή γίνεται με τον «Κώστα Καρυωτάκη» το 1987.

Η μουσική του αφήνει τη δική της σφραγίδα στην ανθρώπινη ψυχή

Γνώρισα προσωπικά τον Μίκη Θεοδωράκη τον Μάιο του 1986, στη Γερμανία. Βρισκόμασταν στην Κολωνία, εκείνος για μια σειρά από τις μνημειώδεις συναυλίες του κι εγώ διευθύνοντας στην όπερα της πόλης την «Κάρμεν». Η συνάντηση αυτή έμελλε να αποτελέσει την αρχή μιας μακρόχρονης, ειλικρινούς και καρποφόρας φιλίας και συνεργασίας που συνεχίστηκε μέχρι τέλους.

Είχα την τιμή και τη χαρά να διευθύνω πολλά από τα έργα του, άλλα σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση (Κώστας Καρυωτάκης, 4η Συμφωνία, Μήδεια, Αντιγόνη, Canto Olympico), άλλα σε εμβληματικά θέατρα (Ηρώδειο, Αρένα της Βερόνας, Θέρμες του Καρακάλλα, Αττάλεια), άλλα ανά την υφήλιο (Ευρώπη, Ασία, Αφρική, Αυστραλία). Παντού και πάντα η υποδοχή του κοινού υπήρξε αποθεωτική. Η μουσική του αφήνει τη δική της σφραγίδα στην ανθρώπινη ψυχή. Μια σφραγίδα τόσο ιδιαίτερη, που μεταβάλλει τους πάντα πολυπληθείς ακροατές του σε πιστούς συνοδοιπόρους, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης.

Για ποιον γράφει ένας συμφωνικός συνθέτης;

Οσον αφορά το συνθετικό του έργο, ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένας απ' τους κύριους συμφωνικούς συνθέτες του 20ού αιώνα. Με το συμφωνικό του έργο, έχει δημιουργήσει έναν νέο τύπο αυθεντικής ελληνικής μουσικής.


Μετά το 1950 τρεις τάσεις επηρεάζουν τη μουσική στη Δυτική Ευρώπη.

Πρώτον, μία μειοψηφία συνθετών που αυτοαποκαλείται πρωτοπορία. Το μοναδικό τους αντικείμενο είναι μουσικές κατασκευές και το μουσικό υλικό. Στο έργο τους βεβαίως ασχολούνται και με θέματα κοινωνικής πολιτικής, οι ακροατές όμως δεν παίζουν κανέναν ρόλο.

Η δεύτερη τάση προσδιορίζεται από την οικονομία και τα media. Είναι αυτά που υποστηρίζουν την πρωτοπορία, αλλά πάνω απ' οτιδήποτε υποστηρίζουν την ελαφρά μουσική, η οποία απευθύνεται στην παθητική πλειοψηφία των καταναλωτών.

Και υπάρχει και η τρίτη τάση, όπου η μουσική ασχολείται με τις υπαρξιακές ανάγκες των ανθρώπων. Οι συνθέτες ασχολούνται με θέματα ζωής, θανάτου, ελευθερίας, έρωτα και συνύπαρξης. Θέλουν σ' αυτούς τους δυσχερείς καιρούς που ζούμε, να δώσουν απαντήσεις και ίσως λύσεις και έχουν τη δύναμη να κολυμπήσουν κατά του ρεύματος, ενάντια στο ρεύμα και ταυτόχρονα να δημιουργήσουν νέα μουσική για τους ανθρώπους.

Ο Θεοδωράκης ακολούθησε ακριβώς αυτόν τον δρόμο. Ερχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα, για ποιον γράφει ένας συμφωνικός συνθέτης. Ποιον θέλει να πλησιάσει με τη μουσική του; Αντίθετα με τους Δυτικοευρωπαίους συνθέτες της avant-garde, ο Θεοδωράκης βάζει τον άνθρωπο στο κέντρο του έργου του. Παρότι, μάλιστα, και εκείνος διαβαίνει νέους και απαιτητικούς δρόμους, οι συναυλίες του παρακολουθούνται από ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων. Με σεβασμό στην πλούσια μουσική της Ελλάδας, με τη μεγάλη της ποικιλία τραγουδιών - χορών και μουσικών οργάνων, ο Θεοδωράκης ασχολείται με το συμφωνικό χρώμα των οργάνων, τους διάφορους χορευτικούς ρυθμούς, τον μεγάλο αριθμό μελωδιών της βυζαντινής μουσικής και την αγροτική και αστική λαϊκή μουσική. Ετσι, βρίσκει τον δικό του συμφωνικό ήχο, το δικό του μουσικό ιδίωμα. Ετσι αποκτά εκείνο που τον διαφοροποιεί από άλλους και πολλούς συνθέτες της δυτικοευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Βάζει στην καρδιά των συμφωνικών του έργων τη διαμαρτυρία και αντίσταση κατά αυτού που δεν θέλει να αλλάξει. Προσπαθεί να μας κάνει να σκεφτούμε. Το συμφωνικό του έργο μας δημιουργεί την ανάγκη και την επιθυμία να πραγματώσουμε την αγάπη, τον έρωτα, την ελευθερία και την ειρήνη.

Οι όπερες του Μίκη


Τον γνώρισα προσωπικά, όταν έκανε μια νέα στροφή στη μουσική του δημιουργία, αποφασίζοντας να επανέλθει στη σύνθεση συμφωνικής μουσικής και κυρίως να πρωτοσυνθέσει όπερες. Τη στροφή αυτή την έκανε 25 χρόνια μετά την τεράστια επιτυχία που είχαν τα συμφωνικά έργα και τα μπαλέτα του σε όλη την Ευρώπη, στα τέλη του 1950. Οπως τότε (το '60), εγκατέλειψε τις ευρωπαϊκές μουσικές φόρμες, για να στραφεί στο έντεχνο ελληνικό λαϊκό τραγούδι, έτσι και στα μέσα της δεκαετίας του '80 ξαναγύρισε στις μεγάλες φόρμες και οδήγησε την έμπνευσή του στην όπερα.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Μίκης Θεοδωράκης έπρεπε να φτάσει στην ωριμότητά του, στα μέσα της δεκαετίας του '80, για να καταπιαστεί με τη σύνθεση όπερας. Ενας συνθέτης που από την απαρχή της πορείας του συνθέτει για την ανθρώπινη φωνή (παιδικά τραγούδια στην Τρίπολη), εκείνος που με τα τραγούδια του έχει ξεσηκώσει ολόκληρη την ανθρωπότητα, πώς δεν έφτασε νωρίτερα στην οπερατική σύνθεση; Ο ίδιος το αποδίδει στην απέχθεια που καλλιεργείτο στο Ωδείο Αθηνών, στο οποίο φοίτησε, για το «κατώτερο» αυτό είδος μουσικής. Ισως και η λανθασμένη πεποίθηση της ίδιας εποχής πως η λυρική τέχνη απευθύνεται στα ανώτατα κοινωνικά στρώματα ή στους βασιλείς και τους ολίγιστους αυλικούς τους, να τον απέτρεπε - για λόγους πολιτικής θέσης - από την ενασχόληση με το είδος. Ηταν όμως θέμα χρόνου να φτάσει η στιγμή κατά την οποία ο συνθέτης θα έκανε τη στροφή προς τον οπερατικό τομέα. Αυτό θα γινόταν γιατί η όπερα είναι, λόγω της χρήσης της φωνής, πιο κοντά στην ανθρώπινη φύση, αγγίζει πιο εύκολα την ψυχή και καθώς εμπεριέχει τη μουσική, τον λόγο, την κίνηση και τις εικαστικές τέχνες είναι η πιο ολοκληρωμένη μορφή Τέχνης. Ενας υπερευαίσθητος καλλιτέχνης όπως ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν αναμενόμενο να ασχοληθεί μαζί της.

Η συνέχεια στις οπερατικές συνθέσεις ήρθε με την «τετραλογία». Τέσσερις όπερες βασισμένες στο αρχαίο δράμα, τραγωδίες και κωμωδία. Τρεις τραγωδίες με τις οποίες ήλπιζε να φέρει την όπερα πιο κοντά στον ελληνικό λαό, που θεωρεί το είδος άγνωστο και ξενόφερτο. Το στοίχημα ήταν μεγάλο. Η ελπίδα του συνθέτη ήταν να ξανακάνει τον άθλο που είχε επιτελέσει στο τέλος της δεκαετίας του '50 με την εισαγωγή του έντεχνου τραγουδιού στην ελληνική κοινωνία. Να ξαναπάρει τον λαό από το χέρι και να τον οδηγήσει αυτή τη φορά στον κόσμο του αρχαίου δράματος. Από το '58, με αρχή τον «Επιτάφιο», είχε μυήσει τους Ελληνες στη μεγάλη ελληνική ποίηση, το '64 τους προχώρησε με το «Αξιον Εστί» στο νεοελληνικό λαϊκό ορατόριο, τώρα ήθελε να τους γνωρίσει - μέσω της μουσικής του - στους αρχαίους Eλληνες τραγικούς ποιητές και κυρίως την ηθική, τους νόμους και τις αξίες τους.

Η ιδιομορφία σ' αυτά του τα έργα είναι ότι δεν στηρίχθηκε απλώς στον αρχαίο μύθο - όπως έχει γίνει πολλές φορές από πολλούς συνθέτες στα 400 χρόνια ύπαρξης της όπερας - αλλά μελοποίησε κάθε του στίχο. Δεν έπλασε ένα νέο λιμπρέτο με παλαιά υλικά, αλλά τόνισε μουσικά κάθε λέξη και κυρίως κάθε αρχαίο νόημα (...).

Δεν έχω ζήσει πιο μαγικές στιγμές στη ζωή μου!

Πάνω σ' αυτό, τελειώνοντας, θα 'θελα να αναφερθώ στην εμπειρία που είχα, όταν, μαζί με τον Μίκη, διηύθυνα το «Canto General» στα μέσα της δεκαετίας του '80. Ο Μίκης σωματικά δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις πολυπληθείς μαεστρικές του υποχρεώσεις και μου ζήτησε να εμφανιζόμαστε μαζί στις συναυλίες του «Κάντο» και να μοιραζόμαστε τη διεύθυνση των επιμέρους τραγουδιών.

Δεν έχω ζήσει πιο μαγικές στιγμές στη ζωή μου! Ημουν πάνω στη σκηνή με τον Μίκη, την Μαρία και τον Πέτρο, αλλά αυτό που ένιωσα όταν πρωτοδιηύθυνα το πρώτο μου κομμάτι με την Μαρία, το «Los Libertadores», ήταν ανεξήγητο. Η μουσική έφευγε από τη σκηνή, πήγαινε στο κοινό, αντανακλούσε πάνω του και επέστρεφε στην πλάτη μου ωθώντας τις κινήσεις μου και όλο μου το είναι, διαμορφώνοντας μια ερμηνεία που σίγουρα δεν ήταν δικιά μου (...).



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ