Τον συμφωνικό Μίκη Θεοδωράκη παρουσιάζουμε σε αυτό το φύλλο του «Ριζοσπάστη».
Δύο σπουδαίοι αρχιμουσικοί, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών Λουκάς Καρυτινός και ο Μίλτος Λογιάδης, καθηγητής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, πραγματοποίησαν δύο σημαντικές ομιλίες γύρω από τον συμφωνικό Μίκη στην εκδήλωση που διοργάνωσε ο Τομέας Καλλιτεχνών της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ.
Ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει εκτενή αποσπάσματα, επιδιώκοντας να φωτίσει και τούτο το πολύ σημαντικό κομμάτι της συνθετικής διαδρομής του Μίκη.
Ολόκληρες οι ομιλίες των μαέστρων θα δημοσιευτούν στο πόρταλ «902.gr» και στην ιστοσελίδα mikis100.kke.gr.
Εκτενή αποσπάσματα από την ομιλία του Μίλτου Λογιάδη
Ο Θεοδωράκης υπήρξε ένας συνθέτης που αντιμετώπισε το συμφωνικό ιδίωμα όχι ως πολυτελή ενασχόληση κάποιων ελίτ, αλλά ως μέσο έκφρασης βαθύτατων ιδεών, εθνικών και πανανθρώπινων αγωνιών, πάθους και αγώνα. Στα συμφωνικά έργα του δεν βλέπουμε απλώς μια τεχνική αρτιότητα, αλλά κυρίως έναν έντονο διαλογισμό για την ύπαρξη, την Ιστορία και τη μοίρα του ανθρώπου.
Στην ομιλία μου αυτή θα αναφερθώ σε τρία έργα του, τελείως διαφορετικά μεταξύ τους αλλά καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση του έργου του.
Την περίοδο του εμφυλίου, ο Μίκης Θεοδωράκης υφίστατο αλλεπάλληλες διώξεις και εκτοπισμούς στην Ικαρία και την Μακρόνησο εξαιτίας των αριστερών πολιτικών του φρονημάτων. Παρ' όλα αυτά, συνέχιζε κατά διαστήματα τις μουσικές του σπουδές στο Ωδείο Αθηνών, ενώ παράλληλα δεν σταμάτησε να συνθέτει. Το καλοκαίρι του 1948 βρισκόταν για δεύτερη φορά εξόριστος στην Ικαρία, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο δύο φίλων του, του ανθυπολοχαγού του εθνικού στρατού Μάκη Καρλή, ο οποίος σκοτώθηκε από έκρηξη νάρκης, και του ομοϊδεάτη κομμουνιστή συντρόφου του Βασίλη Ζάννου, που οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο συνθέτης, συγκλονισμένος από τον τραγικό χαμό των δύο αυτών φίλων του, άρχισε να σχεδιάζει ένα συμφωνικό έργο (...).
Η σύνθεση του έργου αυτού συνεχίστηκε και όταν ο Μίκης μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο.
Εκεί ο ίδιος περιγράφει πώς χάθηκαν δυο φορές οι παρτιτούρες του Ελεγείου και χρειάστηκε να τις ξαναγράψει από μνήμης:
«... Στις 26 Μαρτίου του 1949 πήρανε 300 νέους κι ανάμεσά τους κι εμένα για να μας ντύσουν φαντάρους. Επρεπε όμως να περάσουμε μπροστά από το πρώτο και το δεύτερο Τάγμα όπου εκεί μας περιμένανε τα "συνεργεία ξυλοδαρτικής" πλαισιωμένα με σαδιστές, στραγγαλιστές και κάθε είδους βασανιστές. Φορτώθηκα λοιπόν και πάλι τα λίγα ρούχα και τις νότες μου και ενώ περνούσαμε από την πύλη του δεύτερου Τάγματος άρχισαν να μας κυνηγούν και να μας χτυπούν. Εμένα ο νους μου στις νότες! Καθώς ήμουν ψηλός ξεχώριζα και είχα γίνει στόχος. Ετσι μια στιγμή δεν άντεξα και πέταξα μακριά το μπογαλάκι μου για να ξεφύγω και είδα τις νότες μου να στροβιλίζονται στον άνεμο και να πέφτουν στην αγριεμένη θάλασσα. Ετσι για δεύτερη φορά το Ελεγείο έγιναν βορά της άγριας φύσης που τόσο ταίριαζε με την αγριότητα των ανθρώπων...».
Το «Ελεγείο και Θρήνος στον Βασίλη Ζάννο» αποτελεί μια μουσική προσευχή, μια στιγμή σιωπηλής αντίστασης στον θάνατο, και συγχρόνως ένα ντοκουμέντο της συναισθηματικής ωριμότητας του Θεοδωράκη.
Δεν είναι έργο επίδειξης ή εθνικής ρητορικής. Είναι ένα απογυμνωμένο πορτρέτο φιλίας, μνήμης και απώλειας - ένα αριστούργημα της λιτότητας και της μουσικής αλήθειας.
Η πρώτη δημόσια εκτέλεση του έργου πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, σε συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών υπό τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη που δόθηκε στις 11 Μαΐου του 1952, ενώ την ίδια εκείνη περίοδο ο συνθέτης είχε ήδη ενσωματώσει το Ελεγείο αυτό στην Πρώτη συμφωνία του (ως μεσαίο αργό μέρος), την οποία και ολοκλήρωσε το 1954 (...).
Στο άλλο άκρο του συναισθηματικού φάσματος βρίσκεται αυτό το συμφωνικό έργο, εμπνευσμένο από τα ήθη, τους ρυθμούς και τη φρενίτιδα της ελληνικής αποκριάς. Πρόκειται για μια σουίτα μπαλέτου γεμάτη ζωή, χιούμορ και πολυρυθμία.
Εδώ, ο Θεοδωράκης δεν μιμείται την παραδοσιακή μουσική, αλλά την μεταγράφει σε συμφωνική γλώσσα με φαντασία και παιγνιώδη διάθεση. Υπάρχουν στιγμές που θυμίζουν τη διακωμώδηση του Μότσαρτ, άλλες που πλησιάζουν τον ρυθμικό νεοκλασικισμό του Στραβίνσκι. Κυριαρχούν τα πνευστά και τα κρουστά, σε μια ενορχήστρωση που «χορεύει», γεμάτη ανατροπές και αναφορές στον λαϊκό πολιτισμό.
Το έργο διάρκειας περίπου 45 λεπτών είναι ένας ύμνος στον διονυσιακό χαρακτήρα του ελληνικού λαού - όχι με φολκλορικό τρόπο, αλλά με συμφωνική δυναμική. Και αυτό δείχνει ότι ο Θεοδωράκης δεν αντιλαμβανόταν την παράδοση ως κάτι παρελθοντικό, αλλά ως μια ζωντανή δεξαμενή έμπνευσης.
Το έργο αυτό ο Μίκης ξεκίνησε να το γράφει το 1947 στην Ικαρία στα πρώτα χρόνια της εξορίας του, και το ολοκλήρωσε μετά από έξι χρόνια, τον Μάιο του 1953, στην Αθήνα.
Ο ίδιος αναφέρει:
«Στα 1947 βρισκόμουν εξόριστος στην Ικαρία, και τότε για πρώτη φορά ήρθα σε ουσιαστική επαφή με τη λαϊκή μας μουσική. Το πρώτο τραγούδι που άκουσα ήταν ο "Καπετάν Ανδρέας Ζέππος" μια μέρα που μας μετέφεραν με καΐκι από τον Αγιο Κήρυκο ως τον Αρμενιστή.
Αμέσως μετά άρχισα να μαζεύω μεθοδικά λαϊκά τραγούδια (...).
Οταν αργότερα, στα 1952, η Ραλλού Μάνου μού ζήτησε για το ελληνικό χορόδραμα να γράψω ένα μπαλέτο σκέφτηκα να χρησιμοποιήσω το υλικό που είχα μαζέψει πριν τέσσερα χρόνια στην Ικαριά» (...)».
Ο Χατζιδάκις έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη για αυτό το έργο του Μίκη. Εξάλλου η «Ελληνική Αποκριά», μαζί με τις «Εξι Λαϊκές Ζωγραφιές» και «Το Καταραμένο Φίδι» (αμφότερα του Μ. Χατζιδάκι) βρίσκονταν στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '50 στο ρεπερτόριο του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου (...).
Οταν ο Μάνος Χατζιδάκις ίδρυσε την Ορχήστρα των Χρωμάτων, πολλά χρόνια αργότερα, το 1989, ένα από τα πρώτα έργα που ενέταξε στο ρεπερτόριό της ήταν και το «Ελληνική Αποκριά». Εξάλλου, το πασίγνωστο τραγούδι του «Το πέλαγο είναι βαθύ» είναι εμπνευσμένο από ένα μελωδικό μοτίβο της «Γκαμήλας» (από την «Ελληνική Αποκριά»), κάτι που το είχε παραδεχθεί βεβαίως και ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις, σημειώνοντας με αυτοσαρκασμό στο έντυπο πρόγραμμα της συναυλίας:
«Στην "Γκαμήλα" της Ελληνικής Αποκριάς, υπάρχει το υπέροχο θέμα του σαξοφώνου, που το έκλεψα συνειδητά για να γράψω το τραγούδι μου "Το πέλαγο είναι βαθύ", πιστεύοντας, όπως ο Στραβίνσκυ, πως... "οι μεγάλοι κλέβουν, ενώ οι μέτριοι μιμούνται"» (...).
Τελικά η «Ελληνική Αποκριά / Carnaval» θα ηχογραφηθεί κάποια στιγμή (2005) από την συναυλία της Ορχήστρας των Χρωμάτων στο ΜΜΑ, υπό την διεύθυνσή μου και θα κυκλοφορήσει σε δίσκο από την Legend Classics, το 2007.
Θα 'θελα τώρα να σας διαβάσω τι αναφέρει ο Μίκης για την πρώτη συνάντησή του με το επιτελείο της Ραλλούς Μάνου το 1952.
«Οταν συναντώ για πρώτη φορά το επιτελείο της Ραλλούς Μάνου μού κάνει εντύπωση πως για όλους αυτούς η Ελλάδα των "Ελεγείων" δεν υπήρξε. Η λαϊκή μουσική, ο Τσιτσάνης ναι.
Αυτόν τον αγαπούσαμε κι εμείς.
Είχε όμως μεγάλη διαφορά να τον ακούς μέσα σε μια σκηνή με γύρω φρουρούς θηρία κι άλλη να τον ακούς ελεύθερος και ξέγνοιαστος στα μουσικά μαγαζιά της εποχής».
Εδώ ο Μίκης θέτει ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που έχει να κάνει με το πως «ακούει» γενικότερα κανείς τη μουσική. Γιατί αλλιώς «ακούει» τη Δραπετσώνα ένας εργάτης στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη και αλλιώς ένας μεγαλοαστός σε κάποιο κοσμικό κέντρο (...).
(...) Στο έργο του Μίκη το «Canto General» γίνεται ένα συμφωνικό ορατόριο για ορχήστρα, χορωδία και σολίστες. Συνδυάζει μεγάλες συμφωνικές ενότητες με δραματικά χορωδιακά και μελωδικά αποσπάσματα. Η μουσική δεν προσπαθεί να αναπαραστήσει τη Λατινική Αμερική με τοπικιστικά στοιχεία, αλλά τη μετουσιώνει σε οικουμενικό σύμβολο αντίστασης και ζωής.
Στο «Canto General» ο Θεοδωράκης επιτυγχάνει μια σπάνια σύνθεση: Λόγια τέχνη, συμφωνική τεχνική, επαναστατικό πάθος και λυρικό μεγαλείο. Είναι ένα έργο που συγκινεί, εμπνέει και κινητοποιεί. Δεν είναι απλώς τέχνη - είναι πράξη.
Ολα ξεκίνησαν τον Γενάρη του 1972, όταν ο Μίκης είχε προσκληθεί από τον Αλιέντε και τον Νερούντα στη Χιλή και άκουσε μελοποιήσεις των ποιημάτων τού «Canto General» από διάφορους Χιλιανούς συνθέτες. Αποφάσισε να μελοποιήσει ο ίδιος μερικά ποιήματα ως ένδειξη συμπάθειας και φιλίας με τον χιλιανό λαό και γιατί ένιωθε πολιτιστικά κοντά τους (...).
Οι πρώτες πρόβες του «Canto General» γίνονται στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1972 με την παρουσία των τραγουδιστών του έργου, της Μαρίας Φαραντούρη και του Πέτρου Πανδή, και ακόμη του ίδιου του Neruda, που ήταν πρέσβης της Χιλής στη Γαλλία εκείνα τα χρόνια.
Τον Αύγουστο του '73 ο Μίκης Θεοδωράκης κάνει μεγάλη περιοδεία στη Λατινική Αμερική, δίνοντας συναυλίες στο Καράκας, στο Μπουένος Αϊρες και αλλού. Τον Σεπτέμβριο προγραμματιζόταν, μάλιστα, επίσκεψη και συναυλία στο Σαντιάγο, όπου και θα παρουσιαζόταν το «Canto General» για πρώτη φορά δημοσίως, παρουσία του Αλιέντε και του Νερούντα, ο οποίος θα απήγγελνε. Τα οδυνηρά γεγονότα, όμως, άλλαξαν το πρόγραμμα. Η χούντα του Πινοσέτ αιματοκυλά τη Χιλή, ο Αλιέντε αυτοκτονεί μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο την 11/9/1973, ενώ και ο Νερούντα πεθαίνει, λίγες ημέρες αργότερα.
Τελικά η δημόσια πρώτη του έργου θα γίνει την επόμενη χρονιά, το 1974 πια, όταν το «Canto General» θα παρουσιαστεί στο Παρίσι, στο φεστιβάλ της εφημερίδας του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος «L 'Humanite» την 7η Σεπτεμβρίου εκείνης της χρονιάς (...).
Τέλος, θα ήθελα να κλείσω με κάτι που μου είπε ο Μάνος Χατζιδάκις για το συμφωνικό έργο του Μίκη το οποίο εκτιμούσε ιδιαίτερα.
Στο διάλειμμα μιας πρόβας της Ορχήστρας των Χρωμάτων συζητούσαμε για το συμφωνικό έργο του Θεοδωράκη όταν μου εξέφρασε την άποψη ότι εάν ο Μίκης δεν έστρεφε την προσοχή του (κυρίως μετά τον «Επιτάφιο») στο πολιτικό τραγούδι θα γινόταν ένας από τους μεγαλύτερους συμφωνικούς συνθέτες παγκοσμίως. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ όσο περισσότερο γνώριζα και εκτιμούσα το έργο του τόσο και περισσότερο πίστευα ότι έχει δίκιο ο Μάνος. Παρ' όλα αυτά πιστεύω ότι δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει το έργο του Μίκη σε συμφωνικό και μη και να το βάλει σε «κουτάκια». Η Ελλάδα χωρίς το τραγούδι του Μίκη και χωρίς το πολιτικό και κοινωνικό του στίγμα θα ήταν μια άλλη Ελλάδα όπως κι ο Μίκης που λατρέψαμε δεν θα ήταν ο Μίκης.