2025 The Associated Press. All |
Ωστόσο, την Πέμπτη το Ομοσπονδιακό Εφετείο των ΗΠΑ έκανε δεκτό το αίτημα της κυβέρνησης Τραμπ για προσωρινή αναστολή της απόφασης του ΙTC, ως κατώτερου δικαστηρίου. Σύμφωνα με την εντολή του Εφετείου, «αναστέλλεται προσωρινά μέχρι νεωτέρας, η ακύρωση της επιβολής δασμών ενώ το δικαστήριο εξετάζει τις σχετικές αιτήσεις».
Το σκεπτικό του ITC ήταν ότι το Σύνταγμα των ΗΠΑ παρέχει στο Κογκρέσο την αποκλειστική αρμοδιότητα για τη ρύθμιση του εμπορίου με άλλες χώρες, εξουσία που δεν αναιρείται από τις έκτακτες προεδρικές εξουσίες για την προστασία της οικονομίας των ΗΠΑ. Στην 49σέλιδη απόφαση που εκδόθηκε αναφέρεται - σύμφωνα με διαρροές σε διεθνή πρακτορεία - πως ο Πρόεδρος δεν μπορεί να επικαλείται τον IEEPA για την έκδοση διαταγμάτων με ζητούμενο «να επιβάλλει απεριόριστους επιπρόσθετους δασμούς σε αγαθά από σχεδόν όλες τις χώρες». Το σκεπτικό των δικαστών αναφέρει ότι τα εκτελεστικά διατάγματα της 2ης Απριλίου (που σηματοδότησαν σαρωτική αύξηση δασμών ως αφετηρία παζαριών με μια σειρά χώρες, παρά τη προσωρινή αναβολή τους που ακολούθησε σε αρκετές περιπτώσεις) «υπερβαίνουν τις εξουσίες που έχουν δοθεί στον Πρόεδρο στο πλαίσιο του νόμου IEEPA για τη ρύθμιση των εισαγωγών μέσω της χρήσης τελωνειακών δασμών.
Μάλιστα, γραπτή γνωμοδότηση ενός από τα μέλη του δικαστηρίου που συνοδεύει την απόφαση υποστηρίζει ότι η παραχώρηση «απεριόριστης» εξουσίας στον Πρόεδρο ως προς τους τελωνειακούς δασμούς συνεπάγεται «αποκήρυξη» της δυνατότητας της νομοθετικής εξουσίας για αυτό και παραχώρησή της στην εκτελεστική, κάτι που - εκτιμά ο συγκεκριμένος δικαστής - αντίκειται προς το Σύνταγμα των ΗΠΑ.
Την αγωγή που έκανε δεκτή το ITC κατέθεσε το νομικό ίδρυμα Liberty Justice Center, εκπροσωπώντας πέντε αμερικανικές επιχειρήσεις που εξαρτώνται καθοριστικά από εισαγωγές. Είναι μία από τις συνολικά επτά (προς το παρόν) δικαστικές προσφυγές κατά των δασμών του Τραμπ, με τους ενάγοντες να περιλαμβάνουν διάφορες επιχειρήσεις αλλά και πολιτειακές αρχές.
Ο Δημοκρατικός γενικός εισαγγελέας του Ορεγκον, Νταν Ρέιφιλντ (που ηγείται μίας από τις αγωγές που έχουν καταθέσει πολιτείες) χαρακτήρισε τους δασμούς παράνομους, απερίσκεπτους και οικονομικά καταστροφικούς, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση του ITC «επαναβεβαιώνει ότι οι νόμοι μας έχουν σημασία και ότι οι εμπορικές αποφάσεις δεν μπορούν να λαμβάνονται αυθαίρετα από τον Πρόεδρο».
Ενδιαφέρον έχει και η αντίδραση του υπουργού Οικονομικών του Χονγκ Κονγκ, Πολ Τσαν, ότι η απόφαση του ITC θα «φέρει το Ντόναλντ Τραμπ στη λογική», που έγινε πριν την απόφαση του Ομοσπονδιακού Εφετείου.
Από τη μεριά της κυβέρνησης Τραμπ, μετά την απόφαση του Δικαστηρίου του Διεθνούς Εμπορίου ασκήθηκε έφεση, και ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Κους Ντεσάι, δήλωσε ότι «ο Πρόεδρος Τραμπ ορκίστηκε να βάλει "πρώτα την Αμερική" και η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει όλους τους μοχλούς της εκτελεστικής εξουσίας για να αντιμετωπίσει την κρίση και να αποκαταστήσει το μεγαλείο της Αμερικής».
Επίσης, το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης υποστήριξε ότι οι αγωγές πρέπει να απορριφθούν, με το επιχείρημα ότι οι ενάγοντες δεν έχουν υποστεί ζημιά από δασμούς που ακόμα δεν έχουν καταβάλει και επειδή μόνο το Κογκρέσο - όχι ιδιώτες - μπορεί να αμφισβητήσει μια εθνική έκτακτη ανάγκη που έχει κηρύξει ο Πρόεδρος βάσει του IEEPA.
Στο μεταξύ, οικονομολόγοι της Goldman Sachs εκτιμούν ότι «αυτή η απόφαση αντιπροσωπεύει ένα εμπόδιο για τα δασμολογικά σχέδια της κυβέρνησης και αυξάνει την αβεβαιότητα, αλλά μπορεί να μην αλλάξει το τελικό αποτέλεσμα για τους περισσότερους σημαντικούς εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ (...) αναμένουμε ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα βρει άλλους τρόπους για να επιβάλει δασμούς».
Μεταξύ άλλων σεναρίων γίνεται λόγος για πιθανή αξιοποίηση του άρθρου 232 του «Νόμου για την Επέκταση του Εμπορίου» (Trade Expansion Act), σχετικά με χρεώσεις σε εισαγωγές χάλυβα, αλουμινίου και αυτοκινήτων για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Ο οικονομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου Κέβιν Χάσετ δήλωσε πως «αν υπάρχουν κάποια εμπόδια εδώ κι εκεί λόγω των αποφάσεων που παίρνουν ακτιβιστές δικαστές, αυτό δεν πρέπει να σας απασχολεί καθόλου, και σίγουρα δεν θα επηρεάσει τις διαπραγματεύσεις» που συνεχίζονται για τη σύναψη νέων εμπορικών συμφωνιών των ΗΠΑ. Ανέφερε δε ότι «πολλές, πολλές συμφωνίες έρχονται» και «τρεις βασικά μοιάζουν να έχουν τελειώσει», επιμένοντας ότι η κυβέρνηση θα κερδίσει την έφεση αλλά και ότι πολλές χώρες θα ανοίξουν τις αγορές τους σε αμερικανικά προϊόντα τους επόμενους 1-2 μήνες.
Στο σύνθετο φόντο στο οποίο διαμορφώνονται οι χειρισμοί της κυβέρνησης Τραμπ προστέθηκε χτες και η οριστικοποίηση της αποχώρησης Μασκ από αυτήν.
Με ανάρτησή του στο «Χ» ο πολυεκατομμυριούχος - ιδιοκτήτης μεταξύ άλλων των «Tesla» και «SpaceX» - είπε ότι «καθώς η προγραμματισμένη περίοδος κατά την οποία εργάστηκα ως ειδικός κυβερνητικός υπάλληλος φτάνει στο τέλος της, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο Τραμπ που μου έδωσε την ευκαιρία να μειώσω τις ανώφελες δαπάνες» και πρόσθεσε ότι «η αποστολή DOGE (Επιτροπή Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας της οποίας ήταν επικεφαλής) θα ενισχυθεί ακόμη περισσότερο στο μέλλον για να γίνει τρόπος ζωής στην κυβέρνηση». Σε προχτεσινή του συνέντευξη είχε εκφράσει απογοήτευση για το φορολογικό νομοσχέδιο που ετοιμάζεται επειδή «υπονομεύει το έργο που κάνει η ομάδα DOGE», σχολιάζοντας και ότι η DOGE «είχε καταλήξει ο αποδιοπομπαίος τράγος για τα πάντα».
Την ίδια στιγμή, ο υπουργός Πολιτισμού της Γερμανίας Βόλφραμ Βάιμερ δήλωσε πως εξετάζεται το ενδεχόμενο επιβολής φόρου 10% στις μεγάλες αμερικανικές διαδικτυακές πλατφόρμες, όπως η «Google» της «Alphabet» και το «Facebook» της «Meta». Ο Βάιμερ είπε ότι το υπουργείο επιδιώκει συνομιλίες με τους φορείς εκμετάλλευσης των πλατφορμών, αναφέροντας ότι «αυτές οι εταιρείες δραστηριοποιούνται με δισεκατομμύρια στη Γερμανία με εξαιρετικά υψηλά περιθώρια κέρδους και επωφελούνται σε τεράστιο βαθμό από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και την πολιτιστική παραγωγή της χώρας, καθώς και από τις υποδομές της - αλλά πληρώνουν ελάχιστους φόρους, επενδύουν πολύ λίγο και επιστρέφουν πολύ λίγα στην κοινωνία».
Στην άλλη μεριά του πλανήτη, ο διαπραγματευτής της ιαπωνικής κυβέρνησης για τη σύναψη εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ, Ριοσέι Ακαζάουα, αναδεικνύοντας ότι το διμερές παζάρι διευρύνεται σε διάφορα πεδία, είπε ότι «η αγορά αμερικανικού αμυντικού εξοπλισμού από την Ιαπωνία θα συνέβαλλε στο εμπορικό πλεόνασμα των ΗΠΑ, οπότε υπό αυτήν την έννοια θα μπορούσε να εξεταστεί (στις εμπορικές συνομιλίες)». Σήμερα ο Ακαζάουα αναμένεται να έχει νέο γύρο επαφών στην Ουάσινγκτον, ενώ το Τόκιο φέρεται να εξετάζει την αγορά αμυντικού εξοπλισμού, ζητώντας ως αντάλλαγμα την διμερή τεχνική συνεργασία και στη ναυπηγική βιομηχανία, την αναθεώρηση των προτύπων επιθεώρησης για τα εισαγόμενα αυτοκίνητα αλλά και αύξηση των εισαγωγών αμερικανικών γεωργικών προϊόντων. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, τον Ιούλη η Ιαπωνία θα είναι αντιμέτωπη με δασμούς 24% για τις εξαγωγές της στις ΗΠΑ.
Επίσης, δημοσιεύματα καταγράφουν ως θέμα διαπραγμάτευσης και αύξηση της οικονομικής «συμβολής» του Τόκιο στην κάλυψη των δαπανών που αφορούν τη στάθμευση αμερικανικών στρατευμάτων στην Ιαπωνία, κάτι που η Ουάσιγκτον παζαρεύει επίμονα πολλά χρόνια.
Την αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει στις ΗΠΑ ανάμεσα στην κυβέρνηση Τραμπ και στη διοίκηση του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ σπεύδουν να αξιοποιήσουν ήδη κινεζικά ακαδημαϊκά ιδρύματα, που κι εκείνα με τη σειρά τους αναζητούν τρόπους να αναβαθμίσουν διεθνώς τη θέση τους στο - όλο και βαθύτερα βουτηγμένο στους κανόνες της αγοράς - πεδίο της Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας.
Θυμίζουμε ότι η κυβέρνηση Τραμπ, επικαλούμενη έρευνα για τη σχέση αμερικανικών πανεπιστημίων με «ξένους αντιπάλους μας», ανακοίνωσε «πάγωμα» στην έκδοση φοιτητικής βίζας για ξένους φοιτητές, επιβολή σχετικού πλαφόν και μια σειρά άλλα μέτρα, αρχής γενομένης από το Χάρβαρντ. Το τι θα γίνει τελικά εξαρτάται και από αντιδράσεις που εκφράζονται (εν μέσω ενδοαστικών αντιθέσεων που δυναμώνουν στις ΗΠΑ), όπως έδειξε η χτεσινή απόφαση της δικαστή της Μασαχουσέτης Αλισον Μπάροους να παρασχεθούν - σύμφωνα με τα σχετικά ρεπορτάζ - μέτρα προστασίας σε «διεθνείς φοιτητές».
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, το κινεζικό πανεπιστήμιο Xi'an Jiaotong (XJTU) ανακοίνωσε ότι «προσκαλεί θερμά τους διεθνείς φοιτητές από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ να ενταχθούν στην ακαδημαϊκή μας κοινότητα». Χαρακτήρισε «τιμή μας» «να σας προσφέρουμε μια σταθερή πλατφόρμα για τις ακαδημαϊκές σας αναζητήσεις», καλωσορίζοντας «τόσο νέους υποψηφίους όσο και τρέχοντες φοιτητές που αναζητούν ευκαιρίες μετεγγραφής».
Το XJTU σημειώνει ότι «τα προγράμματα Μηχανολογίας, Ενέργειας και Καυσίμων, Χημικής Μηχανικής και Πράσινης και Βιώσιμης Επιστήμης και Τεχνολογίας κατατάσσονται σταθερά μεταξύ των 10 κορυφαίων στον κόσμο». Το Πανεπιστήμιο δεσμεύεται να προσφέρει στους φοιτητές του Χάρβαρντ «απλοποιημένες διαδικασίες εισαγωγής και ολοκληρωμένες υπηρεσίες υποστήριξης».