Τη συγκρότηση «Βαλκανικής Κοινής Εκστρατευτικής Δύναμης» (BJEF) απέναντι σε Ρωσία και Κίνα προτείνει βρετανικό «think tank»
«Ενα συχνά παραγνωρισμένο αλλά στρατηγικά ζωτικό τμήμα της Ευρώπης - τα Δυτικά Βαλκάνια - βρίσκεται σήμερα σε κρίσιμο σημείο καμπής. (...) 30 χρόνια μετά τον τερματισμό του πολέμου της Βοσνίας με την ειρηνευτική Συμφωνία του Ντέιτον, τα Βαλκάνια παραμένουν μια περιοχή ημιτελών εργασιών για την ευρωατλαντική ολοκλήρωση και εξακολουθούν να αποτελούν πηγή αστάθειας στην άμεση γειτονιά της ηπείρου. Εκτός από την Ουκρανία, είναι η πιο επίμονη γεωπολιτική πρόκληση της Ευρώπης. (...)
Στα Βαλκάνια, με εξαίρεση την KFOR, δεν υπάρχει αξιόπιστη και αποτελεσματική αποτροπή για την αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης. Η EUFOR έχει αποδυναμωθεί και η έλλειψη ισχυρής δέσμευσης του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην περιοχή έχει δημιουργήσει κενό ισχύος, το οποίο εκμεταλλεύονται οι αντίπαλοι. (...) Με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη να μην επιθυμούν ή να μην μπορούν να εμπλακούν ουσιαστικά στα Βαλκάνια, έχει δημιουργηθεί ένα βαθύ κενό ισχύος στην περιοχή, το οποίο εξωτερικοί παράγοντες όπως η Ρωσία και η Κίνα σπεύδουν να καλύψουν».
Τα παραπάνω σημειώνει σε ανάλυσή του το Βασιλικό Ινστιτούτο Μελετών Αμυνας και Ασφάλειας (Royal United Services Institute for Defence and Security Studies - RUSI), καταλήγοντας σε πρόταση ενίσχυσης της στρατιωτικής παρουσίας του Ηνωμένου Βασιλείου και ακόμα στενότερης πρόσδεσης των βαλκανικών κρατών στους ευρωατλαντικούς μηχανισμούς.
Η έκθεση υποστηρίζει ότι με τη συγκρότησης μιας «Βαλκανικής Κοινής Εκστρατευτικής Δύναμης» (BJEF), σε μια περίοδο όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και αναδιατάξεων στον ευρωατλαντικό χώρο, δημιουργείται η ευκαιρία για το Ηνωμένο Βασίλειο να προβάλει την ισχύ του στις ρωγμές που δημιουργούν η αποδυνάμωση της ΕΕ και η υποχώρηση της αμερικανικής εμπλοκής στην περιοχή, ώστε να ενισχυθεί το αντίβαρο στη ρωσική και κινεζική επιρροή στα Βαλκάνια, το «μαλακό υπογάστριο» της ευρωατλαντικής συμμαχίας.
Οπως εξηγείται στην έκθεση, «η Κροατία, η Σλοβενία, το Μαυροβούνιο, η Βόρεια Μακεδονία και η Αλβανία είναι μέλη του ΝΑΤΟ - αλλά όσο η Βοσνία και το Κοσσυφοπέδιο παραμένουν εκτός Συμμαχίας, θα παραμένουν βαθιά ευάλωτες σε εξωτερικές παρεμβάσεις. Ελλείψει ένταξής τους στη διατλαντική κοινότητα, οι δύο αυτές χώρες παρέμειναν τα τελευταία χρόνια ο πρωταρχικός στόχος της σερβικής και ρωσικής ανάμειξης. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη αστάθεια, ακόμα και σε πολεμικές συγκρούσεις στα Βαλκάνια».
Η BJEF στα Βαλκάνια προτείνεται να λειτουργήσει με πρότυπο την «Κοινή Εκστρατευτική Δύναμη» (JEF), την οποία διατηρεί ήδη το Ηνωμένο Βασίλειο στη Βόρεια Ευρώπη. Πρόκειται για μια πολυεθνική στρατιωτική δύναμη στην οποία συμμετέχουν οι πέντε σκανδιναβικές χώρες, τα τρία κράτη της Βαλτικής, καθώς και η Πολωνία, η Γερμανία και η Ολλανδία.
Καθόλου τυχαία, άλλωστε, το RUSI στην έκθεσή του εντοπίζει και τις σχετικές αναλογίες, αναφέροντας πως η απόφαση για την σύσταση της JEF το 2014 ήρθε να δώσει απαντήσεις στα εξής:
«Εκείνη την εποχή, μεγάλο μέρος του στρατηγικού εστιασμού ήταν οι επιχειρήσεις κατά των εξεγέρσεων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Ως αποτέλεσμα, οι Βρετανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής φάνηκε να χάνουν από τα μάτια τους τη διαρκή απειλή που συνιστούσε η Ρωσία και τον ευρύτερο ρόλο του Λονδίνου στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Η Στρατηγική Ανασκόπηση Αμυνας και Ασφάλειας του 2010 έδωσε έμφαση στην ενίσχυση των "Συμμαχιών και Συμπράξεων", δηλώνοντας ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να αναζητήσει "νέα μοντέλα πρακτικής διμερούς συνεργασίας στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας με μια σειρά συμμάχων και εταίρων". Ως βασική δύναμη στην περιοχή, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε τόσο το συμφέρον όσο και την ευθύνη να αναλάβει πιο ενεργό ηγετικό ρόλο στη Βόρεια Ευρώπη.
Η Βόρεια Ευρώπη χρειαζόταν μεγαλύτερο συντονισμό και συνεργασία σε θέματα ασφάλειας. Υπήρχαν σημαντική επικάλυψη και κατακερματισμός μεταξύ των διαφόρων υφιστάμενων περιφερειακών ρυθμίσεων για την ασφάλεια. Για παράδειγμα, το 2010 η Φινλανδία και η Σουηδία ήταν μέλη της ΕΕ αλλά όχι του ΝΑΤΟ. Η Νορβηγία ήταν μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά όχι της ΕΕ. Η Δανία ήταν μέλος τόσο της ΕΕ όσο και του ΝΑΤΟ, αλλά είχε ειδική εξαίρεση από την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Αμυνας της ΕΕ». Το RUSI τονίζει πως η Κοινή Εκστρατευτική Δύναμη απέδειξε ότι η στρατιωτική συνεργασία δεν χρειάζεται να περιορίζεται ή να κατευθύνεται από μεγάλα θεσμικά πλαίσια, όπως το ΝΑΤΟ ή η ΕΕ.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, το RUSI προτείνει στη βρετανική κυβέρνηση να αναλάβει την πρωτοβουλία ώστε να προχωρήσει το ίδιο μοντέλο στα Βαλκάνια και υπό την ηγεσία του Ηνωμένου Βασιλείου να συγκροτηθεί με τη συμμετοχή επτά βαλκανικών χωρών (Αλβανίας, Βοσνίας - Ερζεγοβίνης, Κοσσυφοπεδίου, Μαυροβουνίου, Βόρειας Μακεδονίας, Σλοβενίας, Κροατίας) η BJEF.
Η «δεξαμενή σκέψης» επικαλείται τη μακρά ιστορική εμπλοκή του Ηνωμένου Βασιλείου στα Βαλκάνια και τονίζει: «Ενώ το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι βαλκανική χώρα, μπορεί να ενεργεί ως βαλκανική δύναμη, καθώς η περιοχή παραμένει στενά συνδεδεμένη με την ασφάλεια και τα ευρύτερα στρατηγικά συμφέροντα της Βρετανίας».
Παράλληλα αναδεικνύει τις ομοιότητες που έχουν τα Βαλκάνια με την κατάσταση στη Βόρεια Ευρώπη: «Τα Βαλκάνια αποτελούν ένα πολύπλοκο συνονθύλευμα αλληλοεπικαλυπτόμενων δεσμών ασφαλείας και οργανώσεων. Η Κροατία και η Σλοβενία είναι μέλη τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της ΕΕ. Το Μαυροβούνιο, η Βόρεια Μακεδονία και η Αλβανία είναι μέλη του ΝΑΤΟ αλλά όχι της ΕΕ. Η Βοσνία - Ερζεγοβίνη δεν ανήκει σε κανένα από τα δύο, αλλά είναι υποψήφια για ένταξη στο ΝΑΤΟ και φιλοξενεί τη μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση της ΕΕ μέσω της EUFOR. Το Κοσσυφοπέδιο, αν και δεν αναγνωρίζεται από όλα τα κράτη - μέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, επιδιώκει βαθύτερη ενσωμάτωση στην ευρωατλαντική κοινότητα και φιλοξενεί επί του παρόντος τη μεγαλύτερη εν εξελίξει στρατιωτική επιχείρηση του ΝΑΤΟ, μέσω της KFOR. Παρά το κατακερματισμένο αυτό θεσμικό τοπίο, οι χώρες της περιοχής αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις στον τομέα της ασφάλειας».
Τέλος, υπογραμμίζεται το πολιτικό κίνητρο για το Λονδίνο για την δημιουργία μιας τέτοιας δύναμης: «Η επικέντρωση της αμυντικής συνεργασίας Ηνωμένου Βασιλείου - ΕΕ στα Βαλκάνια θα ήταν ένας ιδανικός τρόπος για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών, ενώ παράλληλα θα αποδείκνυε στην Ουάσιγκτον ότι η Ευρώπη είναι πρόθυμη να επωμιστεί μεγαλύτερο μερίδιο του βάρους της ασφάλειας».
Η έκθεση υποστηρίζει πως τόσο η Σερβία όσο και η Κροατία και η Ουγγαρία παρεμβαίνουν συστηματικά στην εσωτερική πολιτική της Βοσνίας και του ΝΑΤΟικού προτεκτοράτου του Κοσόβου. Προσθέτει δε ότι «η ατζέντα του "Σερβικού Κόσμου" βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, εμπνευσμένη από τη "Μεγάλη Σερβία" του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Ο Πρόεδρος Βούτσιτς αποκαλείται "ο πολιτικός γιος του Μιλόσεβιτς" και έχει οδηγήσει τη Σερβία σε μια όλο και πιο ανελεύθερη και αλυτρωτική πορεία. Ο σερβικός επανεξοπλισμός, η σχεδιαζόμενη εισαγωγή της επιστράτευσης και η παράνομη ανάπτυξη στρατευμάτων στα σύνορα με το Κοσσυφοπέδιο δεν είναι τυχαία: Αποτελούν μέρος αυτής της ευρύτερης στρατηγικής».
Ακόμα, κατηγορεί τη Ρωσία για τροφοδότηση της «αυξανόμενης διχόνοιας στην περιοχή», έχοντας παράσχει «εκτεταμένη πολιτική, οικονομική και διπλωματική υποστήριξη στη Σερβία και στους αποσχιστές της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας», και υπενθυμίζει τις δηλώσεις του Ρώσου πρέσβη στη Βοσνία, πως «σε περίπτωση πρακτικής προσέγγισης της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης και του ΝΑΤΟ, η χώρα μας θα πρέπει να αντιδράσει σε αυτήν την εχθρική πράξη».
Και συνεχίζει: «Αυτό θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε ένοπλη σύγκρουση, αν η κατάσταση επιδεινωθεί πολύ περισσότερο. Οι διαδοχικοί γύροι ένοπλων συγκρούσεων στο Κοσσυφοπέδιο και οι πράξεις δολιοφθοράς με κρατική υποστήριξη αποτελούν σημαντικές κόκκινες σημαίες. (...) Η Βρετανία οφείλει να το λάβει σοβαρά και επειγόντως υπόψη της. Πράγματι, σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχει σήμερα ο μεγαλύτερος αριθμός ενεργών συγκρούσεων από οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η MI5 προειδοποίησε πρόσφατα για "χάος στους δρόμους μας", εξαιτίας της συγκαλυμμένης αλλά και της φανερής ρωσικής δράσης».
Τα επιτελεία των ιμπεριαλιστών, όπως το RUSI, καλούν σε επιστροφή του δολοφόνου στον τόπο του εγκλήματος. Διότι η όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων στα Βαλκάνια έχει έρθει ως αποτέλεσμα όχι μόνο του διεθνούς ανταγωνισμού, αλλά και μετά από μια περίοδο ιμπεριαλιστικής «ειρήνης» που επιβλήθηκε στα Βαλκάνια με το πιστόλι στον κρόταφο των λαών, ύστερα από τη ΝΑΤΟική διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Οπως και την αιματοβαμμένη δεκαετία του '90, τα σχέδια τόσο των Βρετανών όσο και των υπόλοιπων Ευρωατλαντικών για τα Βαλκάνια δεν έχουν στο επίκεντρο την ασφάλεια και την ειρήνη στην περιοχή, όπως υποκριτικά λένε. Οταν οι ιμπεριαλιστές μιλούν για ειρήνη, το δάχτυλο ήδη έχει ακουμπήσει τη σκανδάλη. Στην πραγματικότητα, σχεδιασμοί όπως αυτοί είναι κομμάτι της συνολικότερης προετοιμασίας της αντιπαράθεσης μεταξύ των ιμπεριαλιστικών μπλοκ για το ξαναμοίρασμα των σφαιρών επιρροής, των αγορών, των δρόμων μεταφοράς των εμπορευμάτων και της Ενέργειας.
Αυτήν την παραπέρα όξυνση των ανταγωνισμών ανάμεσα στα διάφορα ιμπεριαλιστικά κέντρα, αλλά και στο εσωτερικό των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, με την κάθε πλευρά να κοιτάζει τα συμφέροντα της δικής της αστικής τάξης, δείχνουν και οι προσπάθειες συγκρότησης «ομόκεντρων κύκλων» στρατιωτικών συμμαχιών στο πλαίσιο του ευρωατλαντικού μπλοκ. Αντίστοιχοι σχεδιασμοί άλλωστε «τρέχουν» και στην ίδια την ΕΕ, με τις διάφορες «συμμαχίες προθύμων», ενώ αντίστοιχους σχεδιασμούς σε μια σειρά «ζώνες ενδιαφέροντος», όπως ο Ινδο-Ειρηνικός, «τρέχουν» τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Κίνα.