«Η εποχή της αδιαμφισβήτητης κυριαρχίας των ΗΠΑ τελείωσε»
Την αποφασιστικότητα των ΗΠΑ να δώσουν μάχη μέχρις εσχάτων, με στρατιωτικά, οικονομικά και όλα τα υπόλοιπα μέσα, για να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, απέναντι στις «σοβαρές απειλές από την Κίνα, τη Ρωσία και άλλα έθνη», που είναι με τη σειρά τους «αποφασισμένα να μας νικήσουν σε κάθε τομέα», υπογράμμισε ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Τζει Ντι Βανς, μιλώντας σε τελετή αποφοίτησης στην Ακαδημία Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ στην Ανάπολις.
Σημείωσε ότι μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, «οι διαμορφωτές της πολιτικής μας πίστευαν ότι η αμερικανική κυριαρχία στην παγκόσμια σκηνή ήταν εξασφαλισμένη (...) κανένα ξένο έθνος δεν θα ανέδυε ώστε να μας αμφισβητήσει».
Σε αυτήν την εκτίμηση απέδωσε το ότι «οι ηγέτες μας» αποφάσισαν να «ανταλλάξουν» τη «σκληρή δύναμη» και την «ήπια ισχύ» και «σταματήσαμε να παράγουμε» στις ΗΠΑ, «από αυτοκίνητα και υπολογιστές» μέχρι «τα πλοία που φυλάνε τα νερά μας, και τα όπλα που θα χρησιμοποιήσετε στο μέλλον». Μία επιλογή βέβαια που αφορούσε τη μεγιστοποίηση του κέρδους των αμερικανικών μονοπωλίων, σε εκείνη τη φάση.
Οπως υπογράμμισε ωστόσο, «η εποχή της αδιαμφισβήτητης κυριαρχίας των ΗΠΑ τελείωσε, σήμερα αντιμετωπίζουμε σοβαρές απειλές από την Κίνα, τη Ρωσία και άλλα έθνη που είναι αποφασισμένα να μας νικήσουν σε κάθε τομέα», από τους δορυφόρους χαμηλής τροχιάς έως τις αλυσίδες ανεφοδιασμού ή τις τηλεπικοινωνιακές υποδομές.
Στο πλαίσιο αυτό, υπεραμύνθηκε της πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ και της «αναδιάταξης» που επιχειρεί για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του αμερικανικού μονοπωλίου σε αυτόν τον ανταγωνισμό, μιλώντας μάλιστα για «αλλαγή πολιτικής με βαθιές επιπτώσεις στη δουλειά που ο καθένας από εσάς (σ.σ. από τους αξιωματικούς των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων) θα κληθεί να κάνει».
«Oχι πια ανολοκλήρωτες αποστολές, όχι πια "ανοιχτές" συγκρούσεις» ανέφερε ο Αμερικανός αντιπρόεδρος, «όταν σας στείλουμε σε πόλεμο θα έχουμε σαφείς στόχους (...) όταν εμπλακούμε σε σύγκρουση αυτό θα γίνει με την ανώτερη δύναμη και τα ανώτερα όπλα του κόσμου».
Παράλληλα, καθώς τα ιμπεριαλιστικά προσχήματα περί «δημοκρατίας» και «ελευθερίας» σε αυτήν τη φάση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών περισσεύουν, αποδοκίμασε ξανά προηγούμενες πλευρές της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, όπως η δήθεν «οικοδόμηση δημοκρατιών» στη Μέση Ανατολή, και τάχθηκε υπέρ μιας στρατηγικής «στη βάση ρεαλισμού» και «προστασίας των ζωτικών εθνικών συμφερόντων», όπου η χρήση στρατιωτικής ισχύος όταν αποφασίζεται θα είναι αποφασιστική και αποτελεσματική.
Τάχθηκε έτσι επίσης υπέρ της τεχνολογικής πρωτοκαθεδρίας και καινοτομίας των ΗΠΑ, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν «τις προκλήσεις» έναντι ανταγωνιστών, τονίζοντας πως οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις θα πρέπει να ενισχυθούν με νέα συστήματα και νέες τεχνολογίες που θα εξασφαλίζουν το διεθνές προβάδισμα των ΗΠΑ.
Ερευνα για «συνεργασίες» του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ με «ξένους αντιπάλους» των ΗΠΑ φέρεται να κινούν Αμερικανοί βουλευτές, Ρεπουμπλικάνοι αλλά και Δημοκρατικοί, που σύμφωνα με δημοσιεύματα έστειλαν στην κυβέρνηση σχετική επιστολή, με φόντο μια σειρά μέτρα με τα οποία η κυβέρνηση Τραμπ στοχοποιεί το συγκεκριμένο ίδρυμα, εν μέσω ενδοαστικών αντιθέσεων που φουντώνουν σε πολλά μέτωπα.
Την περασμένη βδομάδα η υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας, Κρίστι Νόεμ, ανακοίνωσε την άρση του δικαιώματος του Χάρβαρντ να δέχεται ξένους φοιτητές. Το σχετικό μέτρο ανεστάλη μετά από προσφυγή πανεπιστημιακών στο ομοσπονδιακό δικαστήριο της Μασαχουσέτης.
Επιπλέον, η Νόεμ είχε χαρακτηρίσει το Χάρβαρντ υπεύθυνο για «υποκίνηση βίας και αντισημιτισμού» - κατηγορία που συνδέεται και με την επιχείρηση καταστολής των κινητοποιήσεων αλληλεγγύης στον Παλαιστινιακό λαό.
Το υπουργείο έκανε επίσης αναφορά σε σύνδεση του Χάρβαρντ και κινεζικών ιδρυμάτων ή ατόμων που συνδέονται με στρατιωτική έρευνα, καθώς και με μια οντότητα που έχει συμπεριληφθεί στη «μαύρη λίστα» της κυβέρνησης Τραμπ, για φερόμενες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Εκπρόσωπος του κινεζικού ΥΠΕΞ δήλωσε ότι «η Κίνα έχει αντιταχθεί σταθερά στην πολιτικοποίηση της εκπαιδευτικής συνεργασίας», προσθέτοντας πως το μόνο που θα πετύχει η κίνηση αυτή των ΗΠΑ είναι «να αμαυρώσει την εικόνα και τη φήμη τους στον κόσμο».
Σε προχθεσινή ανάρτησή του για το θέμα ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντ. Τραμπ ανέφερε ότι «περιμένουμε ακόμα τον κατάλογο των ξένων φοιτητών εκ μέρους του Χάρβαρντ, προκειμένου να μπορέσουμε να προσδιορίσουμε, έπειτα από μια παράλογη δαπάνη δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε πόσους ριζοσπαστικοποιημένους παράφρονες, ταραχοποιούς στο σύνολό τους, δεν θα πρέπει να επιτραπεί να εισέλθουν ξανά στη χώρα μας». Επεσήμανε δε ότι «στο τέλος η κυβέρνηση θα νικήσει».
Χθες, σε νέα ανάρτησή του, ο Τραμπ ανέφερε προπαγανδιστικά ότι «σκέφτομαι να αποσύρω επιχορηγήσεις ύψους 3 δισ. δολαρίων από το άκρως αντισημιτικό Χάρβαρντ, για να τα δώσω σε εμπορικές σχολές σε ολόκληρη τη χώρα».
Η κυβέρνηση Τραμπ έχει ήδη ακυρώσει επιχορηγήσεις ύψους άνω των 2 δισ. δολαρίων για το Χάρβαρντ, το οποίο είναι το πιο πλούσιο πανεπιστήμιο των ΗΠΑ.