Από 2,4 δισ. το 2023 έφτασαν μόλις σε έναν χρόνο τα 3,4 δισ.!
Eurokinissi |
Το γεγονός αυτό που προκύπτει από την ετήσια έκθεση της ΡΑΑΕΥ, το ότι δηλαδή αυξάνονται τα νοικοκυριά που δεν μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς ρεύματος, είναι και η επιβεβαίωση ότι η «πράσινη μετάβαση» στο πλαίσιο της «απελευθερωμένης» αγοράς Ενέργειας, είναι η κύρια αιτία για την αύξηση της τιμής του ρεύματος και την ενεργειακή φτώχεια του λαού. Και όλα αυτά σε συνθήκες ακρίβειας, πενιχρών μισθών και βαρύτατης φορολόγησης των νοικοκυριών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΡΑΑΕΥ, οι συνολικές ληξιπρόθεσμες οφειλές για το 2024 έχουν αυξηθεί στα 3,4 δισ. ευρώ από 2,4 δισ. το 2023. Τα χρεωμένα νοικοκυριά αυξήθηκαν από 1,785 εκατομμύρια το 2023 σε 1,868 εκατ. το 2024 και η συνολική τους οφειλή ανέβηκε από τα 842,7 εκατ. ευρώ στα 969,4 εκατ. ευρώ. Αύξηση των οφειλών σημειώθηκε και στα ευάλωτα νοικοκυριά με το λεγόμενο Κοινωνικό Τιμολόγιο, όπου σε σύνολο 700.000, τα 155.628 έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές συνολικού ύψους 78,2 εκατ. ευρώ έναντι 64,1 εκατ. το 2023.
Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές σε Εμπόριο - Βιοτεχνία της Χαμηλής Τάσης Ρεύματος έφτασαν τα 920,2 εκατ. το 2024 έναντι 803,1 εκατ. το 2023, ενώ υπερτριπλασιάστηκαν τα ληξιπρόθεσμα στη Μέση Τάση όπου υπάγονται χιλιάδες επιχειρήσεις και βιομηχανίες, αφού οι συνολικές οφειλές έφτασαν τα 603,8 εκατ. έναντι 178,5 εκατομμυρίων το 2023.
Μέσα σε ένα χρόνο, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ρεύματος εκτινάχθηκαν από τα 2,4 στα 3,4 δισ ευρώ ως αποτέλεσμα των αυξήσεων στην τιμή του ρεύματος και της καθήλωσης του εισοδήματος του λαού |
Κι αν αναρωτιέται κάποιος πώς είναι δυνατόν την ώρα που αυξάνονται τα χρέη των νοικοκυριών προς τους ομίλους της Ενέργειας, την ίδια στιγμή να αυξάνονται και τα κέρδη των εταιρειών, μία από τις απαντήσεις είναι η αύξηση του κόστους της μεγαβατώρας, που έφτασε τα 6 λεπτά ανά κιλοβατώρα το 2024 από λιγότερο από 5 λεπτά που ήταν το 2023... Κάτι που προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία της ΡΑΑΕΥ.
Ενα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο, που δείχνει το μέγεθος της κοροϊδίας της κυβέρνησης, είναι αυτό που προκύπτει από τα λεγόμενα χρωματιστά τιμολόγια. Αυτά δηλαδή που όταν τα καθιέρωσε η κυβέρνηση, παραμύθιαζε ότι θα πέσει η τιμή του ρεύματος και ότι ο καταναλωτής θα έχει την ευχέρεια να επιλέγει τον πιο φτηνό πάροχο. Και μάλιστα καλούσε τον κόσμο να μπει στα «πράσινα» τιμολόγια γιατί θα είναι πιο φτηνά...
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία της ΡΑΑΕΥ: Η μέση τιμή όλων των «πράσινων» τον Ιανουάριο του 2024 ήταν 170,94 ευρώ ανά μεγαβατώρα (δηλαδή 17 λεπτά ανά κιλοβατώρα), έναντι 146,84 ευρώ του μέσου όρου των κίτρινων (14,7 λεπτά). Η διαφορά αυξήθηκε τον Φεβρουάριο του 2024, οπότε όποιος έμενε στο πράσινο πλήρωνε για ρεύμα κατά μέσο όρο 15,8 λεπτά ανά κιλοβατώρα, έναντι 12,5 λεπτών των κίτρινων.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι τα «πράσινα» τιμολόγια ρεύματος τον Δεκέμβρη του 2024 αυξήθηκαν μόνο μέσα σε έναν μήνα κατά 62%, με το μέσο κόστος της μεγαβατώρας να φτάνει τα 211,99 ευρώ, δεύτερο μεγαλύτερο μηνιαίο κόστος το 2024!
Να σημειώσουμε ότι το μεγαλύτερο τμήμα των καταναλωτών παρέμεινε στα «πράσινα» τιμολόγια, αφού δεν είναι σε θέση να παρακολουθούν τις εξελίξεις στη διακύμανση των τιμών και άρα να αλλάζουν τιμολόγια κάθε τρεις και λίγο. Ετσι, έχουν παραμείνει στα «πράσινα» τιμολόγια, στα οποία είχαν μεταφερθεί αυτόματα (εάν δεν είχαν επιλέξει κάποιο άλλο) με την έναρξη ισχύος του μέτρου.
Είναι προφανές ότι τα «ηλεκτροσόκ» που παθαίνουν τα λαϊκά νοικοκυριά από τους φουσκωμένους λογαριασμούς διαδέχονται το ένα το άλλο. Και αυτό ανεξάρτητα μάλιστα από το ποσοστό με το οποίο συμμετέχουν στο ενεργειακό μείγμα οι ΑΠΕ, οι οποίες διαφημίζεται ότι παράγουν τάχα φτηνότερο ρεύμα.
Στο πλαίσιο της στρατηγικής «απελευθέρωσης», η Ενέργεια - εμπόρευμα είναι χρηματιστηριακό προϊόν, όπου στη διαμόρφωση των τιμών επιδρούν πολλοί παράγοντες (οικονομικοί, γεωπολιτικοί), με τον λογαριασμό να καταλήγει πάντα στον λαό. Μόνοι κερδισμένοι είναι οι ενεργειακοί όμιλοι (παραγωγοί ή/και πάροχοι), που απογειώνουν τα κέρδη τους, αλλά και οι ΑΠΕτζήδες, που έχουν εξασφαλίσει εγγυημένες τιμές από «ειδικούς λογαριασμούς», τους οποίους πληρώνουν από την τσέπη τους τα νοικοκυριά, είτε η «πράσινη» Ενέργεια καταλήξει στο δίκτυο είτε όχι. Σε αυτήν τη λογική αναμένονται και οι όποιες ανακοινώσεις της κυβέρνησης για τις επιδοτήσεις.
Αυτή είναι η «κανονικότητα» της «απελευθερωμένης» αγοράς Ενέργειας και της «πράσινης μετάβασης», που εκτός των άλλων απαξιώνει εγχώριες, φτηνές πηγές Ενέργειας, όπως ο λιγνίτης, για να ανοίγει «επενδυτικός χώρος» στα κεφάλαια της «πράσινης» Ενέργειας.