ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 17 Μάη 2025 - Κυριακή 18 Μάη 2025
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η γραμμή ενσωμάτωσης του μεταβατικού προγράμματος σε νέο περιτύλιγμα

«Οσο οι πλούσιες τάξεις παραμένουν στην εξουσία, κάθε κρατικοποίηση δεν αποτελεί κατάργηση, αλλά απλώς αλλαγή της μορφής εκμετάλλευσης (...) Δεν πρέπει να γινόμαστε ρεζίλι με τέτοιες ανούσιες σκέψεις».1

Και ενώ ο Ενγκελς, με το βιτριολικό του ύφος, έλεγε αυτά πριν από 140 χρόνια, οι δυνάμεις του οπορτουνιστικού ρεύματος όχι μόνο αναμασούν τη χρεοκοπημένη λογική πως οι κρατικοποιήσεις στο έδαφος του καπιταλισμού αποτελούν δήθεν ριζοσπαστική πολιτική, αλλά και τις προβάλλουν σε αυτή τη φάση ως «κορωνίδα», ως «αίτημα - κρίκο» που τάχα οδηγεί σε συνολικότερες ανατροπές, σε μια προσπάθεια αναβίωσης της αποτυχημένης γραμμής των μεταβατικών προγραμμάτων.

Πριν ήταν το μνημόνιο, το χρέος, το ευρώ - Σήμερα η κρατικοποίηση

Ενδεικτικά, η «Μετάβαση» μας ενημερώνει ότι «το αίτημα για εθνικοποίηση - κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων είναι ο κρίκος που τραβάει όλη την αλυσίδα, ο πολιορκητικός κριός», ενώ το ΝΑΡ («Κομμουνιστική Απελευθέρωση») με τη σειρά του υποστηρίζει ότι η πάλη για να μείνουν μια σειρά υποδομές στο κράτος («στο σημερινό αστικό κράτος», όπως πολύ γλαφυρά παραδέχονται) συνιστά «ρήγμα στην αστική πολιτική, έτσι θα ωριμάζουν οι συνθήκες για ευρύτερες αλλαγές». Δηλαδή, το αστικό κράτος υποτίθεται ότι είτε μπορεί να μεταρρυθμιστεί φιλολαϊκά είτε μέσω της ενίσχυσης της ιδιοκτησίας του να... αποσταθεροποιήσει τάχα τον εαυτό του.

Οι δυνάμεις που σήμερα αναπαράγουν τέτοιες θέσεις, είναι εκείνες που στο παρελθόν αποτέλεσαν την ουρά του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση. Υπέστησαν από τότε - εξαιτίας και της εκκωφαντικής πολιτικής τους χρεοκοπίας - αλλεπάλληλες διασπάσεις και ανακατατάξεις, άλλαξαν ονόματα, αλλά «μυαλά» αποδεικνύεται ότι δεν άλλαξαν.

Υπενθυμίζουμε ότι τότε ακούγαμε για το «αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το «αντιμνημονιακό μεταβατικό πρόγραμμα» της ΛΑΕ ή τα «μεταβατικά στάδια» και το «επιστημονικό μεταβατικό πρόγραμμα», για τα οποία μιλούσαν ομάδες που επιχείρησαν να χτυπήσουν και φραξιονιστικά το ΚΚΕ («Εργατικός Αγώνας» και «Σύλλογος Κορδάτος»).2

Τότε, παρουσίαζαν άλλος τη διαγραφή του χρέους, άλλος την έξοδο από το ευρώ, άλλος την κατάργηση των μνημονίων ως τα βασικά «μεταβατικά αιτήματα». Μέχρι και το Brexit ως επιλογή μερίδας του βρετανικού κεφαλαίου είχαν χαιρετίσει ως ριζοσπαστική πολιτική (καλά πήγε και αυτό...). Σήμερα, ο ρόλος του καταλύτη αποδίδεται στην κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων.

Κοινός παρονομαστής όλων των εκδοχών του μεταβατικού προγράμματος είναι η αυταπάτη ότι το εργατικό κίνημα μπορεί να επιβάλει την ουσιαστική κάλυψη των λαϊκών αναγκών χωρίς αποφασιστική σύγκρουση και ανατροπή του αστικού κράτους. Αρκεί να επιλέξει τα κατάλληλα «μεταβατικά» πολιτικά σκαλοπάτια. Ετσι, παρά επιμέρους διαφορές, όλες οι εκδοχές συνδέονται αντικειμενικά, είτε ομολογείται είτε όχι, με τη διεκδίκηση μιας κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού που θα εφαρμόσει αυτούς τους μεταβατικούς στόχους - σκαλοπάτια, θα προκαλεί «ρήγματα» και θα «ανοίγει» τάχα δρόμο για συνολικότερες αλλαγές.

Με αυτήν τη γραμμή έγιναν κομπάρσοι του Αλ. Τσίπρα στο σόου των διερευνητικών εντολών το καλοκαίρι του 2012, συμμετείχαν στα συλλαλητήρια υπέρ της διαπραγμάτευσης Βαρουφάκη, στήριξαν την τεράστια κοροϊδία του δημοψηφίσματος τον Ιούλη του 2015.

Παραλλαγή αυτής της λογικής είναι και ο ισχυρισμός ότι αυτοί οι «μεταβατικοί» στόχοι για έναν πιο φιλολαϊκό δήθεν καπιταλισμό θα βοηθήσουν τη μαζικοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος, ενώ στην πραγματικότητα σπέρνουν αυταπάτες συμβάλλοντας στον εγκλωβισμό.

Μπίσμαρκ, Ντε Γκωλ και Καραμανλής... πρωτεργάτες του σοσιαλισμού;

Η ουσία περί κρατικοποιήσεων έχει απαντηθεί, όπως είδαμε, από την εποχή των Μαρξ και Ενγκελς. Μάλιστα, η πορεία διολίσθησης της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στον ρεφορμισμό συνδέθηκε και με αυτό το ζήτημα. Η ρεφορμιστική πτέρυγα του SPD ζητούσε υποστήριξη των κρατικών προγραμμάτων ναυπηγικής βιομηχανίας (για ενίσχυση της γερμανικής αυτοκρατορίας στον αποικιακό ανταγωνισμό με τη βρετανική), των σιδηροδρόμων και του κρατικού μονοπωλίου σε μια σειρά προϊόντα.

Ο Ενγκελς σάρκαζε τον «ψεύτικο σοσιαλισμό που εκφυλίστηκε σε δουλοπρέπεια», όπως έλεγε καυστικά, που «διακηρύσσει ότι η κάθε κρατικοποίηση, ακόμα και αυτή του Μπίσμαρκ, είναι, χωρίς περιστροφές, σοσιαλιστική. Βέβαια, αν η κρατικοποίηση του καπνού ήταν σοσιαλιστική, τότε ο Ναπολέοντας και ο Μέτερνιχ θα μετρούσαν, ανάμεσα σ' άλλους, στους ιδρυτές του σοσιαλισμού».3

Αυτά τα λόγια και μόνο αρκούν για να καταρριφθεί το πλαστό επιχείρημα ότι τάχα «το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα πάντα διεκδικούσε την κρατικοποίηση των επιχειρήσεων» (Kommon) ή «η ηγεσία του ΚΚΕ τώρα αναθεωρεί τη στάση του εργατικού κινήματος σχετικά με τις εθνικοποιήσεις» («Εργατικός Αγώνας»).

Σε σχετική αρθρογραφία έχουμε αναδείξει κατ' επανάληψη ότι το ζήτημα της κρατικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, όπως και γενικότερα η κρατική παρέμβαση για την υποβοήθηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας, βρίσκεται σταθερά στη φαρέτρα της αστικής διαχείρισης και επιλέγεται ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες του κεφαλαίου, άλλοτε ως δεσπόζουσα τάση και άλλοτε ως συμπληρωματική. Την έχουν ακολουθήσει όταν χρειάζεται τόσο τα σοσιαλδημοκρατικά όσο και τα λεγόμενα φιλελεύθερα/συντηρητικά κόμματα, απ' την εποχή του κρατικού μονοπωλίου μέχρι σήμερα στο πλαίσιο της «απελευθερωμένης αγοράς».

Θυμίζουμε ενδεικτικά τις εθνικοποιήσεις των Συντηρητικών στη Βρετανία τη δεκαετία του 1950, τα κρατικά προγράμματα επενδύσεων του Ντε Γκωλ στη Γαλλία, στον ηλεκτρισμό, στην αεροναυπηγική, στις τηλεπικοινωνίες, στην αυτοκινητοβιομηχανία ή την περίοδο που ονομάστηκε «σοσιαλμανία του Καραμανλή» μετά το 1974, όπου η κυβέρνηση της ΝΔ ακολούθησε ένα πρόγραμμα κρατικής ώθησης σε βιομηχανικούς κλάδους (πετροχημικά, χαλυβουργία, διυλιστήρια κ.ά.), μια πολιτική που συνδεόταν και με το «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» με επιχειρηματίες που είχαν συνεργαστεί με τη χούντα αλλά και την εξυγίανση των λεγόμενων «προβληματικών» επιχειρήσεων, φαινόμενο που γενικεύτηκε επί ΠΑΣΟΚ.

Πλαστό είναι και το επιχείρημα, ότι σήμερα «δεν υπάρχουν σοσιαλδημοκρατικές ή άλλες αστικές δυνάμεις που να υποστηρίζουν την κρατικοποίηση», υπονοώντας ότι μπορεί να υιοθετηθεί από το εργατικό - λαϊκό κίνημα χωρίς αναστολές.

Η κρατικοποίηση αποτελεί σταθερή εναλλακτική, όταν το επιτάσσουν οι συνθήκες, όταν με όρους καπιταλιστικής κερδοφορίας αποτυγχάνουν ή σταματούν να ενδιαφέρονται ιδιωτικοί όμιλοι (με εμβληματικά πρόσφατα παραδείγματα κρατικοποιήσεων κρίσιμων βιομηχανιών όπως η Uniper, η EDF, η BritishSteel). Ιδιαίτερα στις συνθήκες της πολεμικής οικονομίας που ζεσταίνεται, η κρατική παρέμβαση, τα κρατικά εξοπλιστικά προγράμματα - μαμούθ, όπως και τα αντίστοιχα διακρατικά ευρωενωσιακά (το ReArm Europe των 800 δισ.) παίζουν και θα παίξουν καθοριστικό ρόλο.

Πώς λοιπόν το οπορτουνιστικό ρεύμα, που τώρα χειροκροτεί τις κρατικοποιήσεις, θα σταθεί απέναντι στο αστικό κράτος και στα κρατικά εξοπλιστικά; Θα ζητάνε μήπως, όπως το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από τις επενδύσεις των ξένων μονοπωλίων, να πάρει μερίδιο και η εγχώρια καπιταλιστική βιομηχανία, στο όνομα της «παραγωγικής ανασυγκρότησης»; Κι όλα αυτά, ενώ γνωρίζουμε ότι σε συνθήκες πολεμικής οικονομίας το κράτος τείνει συνολικότερα να συγκεντρώνει στα χέρια του παραγωγικές δραστηριότητες στρατηγικής σημασίας, όχι για τις λαϊκές ανάγκες, αλλά για τις ανάγκες των πολεμικών προετοιμασιών προς όφελος του κεφαλαίου.

Τι σημαίνει «εργατικός έλεγχος» στο έδαφος της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας;

Για να προσδώσουν τάχα πιο ριζοσπαστικό μανδύα, οι δυνάμεις αυτές κολλάνε δίπλα στην κρατικοποίηση και τον «εργατικό έλεγχο».

Κρατικοποιήσεις «με εργατικό έλεγχο» λέει το ΣΕΚ, «με έλεγχο των εργαζομένων», λέει το ΝΑΡ, «με έλεγχο των εργαζομένων και των κοινωνικών φορέων», προτείνει ο «Εργατικός Αγώνας», «με έλεγχο των εργαζομένων και της κοινωνίας», λέει η «Μετάβαση». Και ενώ παρουσιάζουν σχεδόν πανομοιότυπες προτάσεις, παραπονιούνται μετά ότι τους τσουβαλιάζουμε άδικα...

Τι είδους όμως εργατικός έλεγχος μπορεί να υπάρχει στο έδαφος της κυριαρχίας του κεφαλαίου;

Ο έλεγχος δεν μπορεί να διαχωριστεί από το ζήτημα της ιδιοκτησίας. Δεν είναι κάποιο ουδέτερο εργαλείο, συνδέεται άμεσα με τις σχέσεις παραγωγής. Το κράτος του κεφαλαίου και η καπιταλιστική οικονομία δεν είναι εχθρικά προς τον λαό επειδή λείπουν «συμμετοχικοί θεσμοί», αλλά επειδή βασίζονται σε σχέσεις εκμετάλλευσης. Στο έδαφος της καπιταλιστικής κυριαρχίας, τέτοιοι θεσμοί δεν είναι μόνο φάρσα, αλλά λειτουργούν και ως μοχλός ενσωμάτωσης.

Ας θυμίσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και για ένα σύντομο διάστημα το ΠΑΣΟΚ «λάνσαρε» τις αλήστου μνήμης ΑΣΚΕ («Αντιπροσωπευτικές Συνελεύσεις Κοινωνικού Ελέγχου»).

Με τον ν. 1365/83 «περί κοινωνικοποιήσεων» θεσμοθετήθηκαν οι ΑΣΚΕ με τη (μειοψηφική ασφαλώς) συμμετοχή αντιπροσώπων εκλεγμένων από τις συνδικαλιστικές παρατάξεις στη διοίκηση δημόσιων επιχειρήσεων, ενώ ταυτόχρονα μπήκαν περιορισμοί στο δικαίωμα της απεργίας, καθώς (με το αρ. 4) στις επιχειρήσεις αυτές απαιτούνταν απόλυτη πλειοψηφία των εγγεγραμμένων μελών για την κήρυξη απεργίας (σε αντίθεση με την πλειοψηφία επί των παριστάμενων στη γενική συνέλευση που ίσχυε γενικά).

Οι ΑΣΚΕ ήταν πλαδαρά συμβούλια που δεν έπαιζαν κανέναν ουσιαστικό ρόλο. Εμφανίστηκαν και εξαφανίστηκαν εξάλλου πολύ σύντομα. Ενδεικτικό του χαρακτήρα τους είναι ότι ορίζονταν με Υπουργική Απόφαση, ενώ, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς σε χαρακτηριστικές τοποθετήσεις, όπως π.χ. στην ΑΣΚΕ ΟΤΕ το 1985, περιλαμβάνονταν, πέρα από γνωστούς εκπροσώπους του κυβερνητικού συνδικαλισμού, στελέχη όπως ο Γ. Δρυς (εκ μέρους της ΠΑΣΕΓΕΣ), μετέπειτα υπουργός Οικονομίας του ΠΑΣΟΚ.4

Με δεδομένη τη συστηματική προσπάθεια χειραγώγησης του συνδικαλιστικού κινήματος από το ΠΑΣΟΚ και του ρόλου της ΠΑΣΚΕ ως συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας,«εργατικό έλεγχο». ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις του κρατικού καπιταλιστικού τομέα, δεν είναι τυχαίο ότι στα όργανα αυτά, όπως αναφέρει μια σχετική μελέτη, «το αποτέλεσμα ήταν οι αντιπρόσωποι να προωθούν τις εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές».5

Τα αδιέξοδα του μεταβατικού προγράμματος και η πραγματική σύγκρουση με το κεφάλαιο

Οι δυνάμεις του οπορτουνισμού έχουν το θράσος να παρουσιάζουν την πολιτική αυτή ως ρηξικέλευθη και βαφτίζουν προκλητικά ως «αντικαπιταλιστικές φλυαρίες» την καθαρή θέση του ΚΚΕ, που αναδεικνύει ότι με αδιατάρακτη την καπιταλιστική κυριαρχία, με το κεφάλαιο να κρατά τα κλειδιά της οικονομίας και της εξουσίας, δεν μπορούν να προκύψουν φιλολαϊκές εξελίξεις.

Η επίθεση αυτή είναι γνωστή. Οταν ξεσκεπάζαμε τις κυβερνητικές αυταπάτες που έσπερναν στον λαό και την πολιτική ουράς στον ΣΥΡΙΖΑ, μας κατηγορούσαν ότι τα παραπέμπουμε όλα στου... «αγίου σοσιαλισμού», ή άλλοι έλεγαν ότι δεν γίνεται να κατεβαίνεις στις εκλογές όπως το ΚΚΕ «με σφυροδρέπανα και σοσιαλισμό».

Τη στιγμή που το ΚΚΕ δίνει μάχη για να κλονίζεται καθημερινά η εμπιστοσύνη του λαού στο αστικό κράτος, στους θεσμούς και τις λειτουργίες του, οι δυνάμεις αυτές δημιουργούν υποστυλώματα σπέρνοντας την αυταπάτη ότι η λύση για τον λαό βρίσκεται κάτω από τις φτερούγες του κράτους των καπιταλιστών και την ενίσχυση της ιδιοκτησίας του.

Πραγματική σύγκρουση δεν είναι η προβολή των χρεοκοπημένων αυταπατών του οπορτουνισμού, αλλά η σταθερή προσπάθεια, η ακούραστη δουλειά των κομμουνιστών για την οργάνωση του αγώνα, να συγκεντρώνονται δυνάμεις και να βαθαίνει η πάλη, να μπαίνει στο στόχαστρο ο πραγματικός αντίπαλος, το κεφάλαιο και η εξουσία του.

Παραπομπές:

1. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, Αλληλογραφία για «Το Κεφάλαιο», τόμ. Β', «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 432 και 298.

2. βλ. ενδεικτική αρθρογραφία της ΚΟΜΕΠ για το μεταβατικό πρόγραμμα στα τεύχη 4/13, 3/14, 1/15.

3. Φρ. Ενγκελς, Αντι-Ντίρινγκ, «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 430

4. Βλ. έγγραφο «Ορισμοί Δ.Σ. και ΑΣΚΕ στον ΟΤΕ», 23/9/1985, Αρχείο Ιδρύματος Κ. Σημίτη (www.simitis-foundation.org)

5. Τσακίρης Α., «Κράτος - κόμμα - συνδικάτο 1980-2001: μεταξύ ενσωμάτωσης και αμφισβήτησης» στο Σπουρδαλάκης Μ. (επιμ.) Κοινωνική αλλαγή στη σύγχρονη Ελλάδα, εκδ. Ιδρ. Σ. Καράγιωργα, 2004.


Του
Κωστή ΜΠΟΡΜΠΟΤΗ*
Ο Κ. Μπορμπότης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ