Πρόκειται για μια κουβέντα του Λένιν, από ομιλία του στο 1ο Συνέδριο της Γ' Διεθνούς. Η 3η Μαΐου τιμά υποτίθεται την ελευθερία της ενημέρωσης, μόνο που στην Ελλάδα του 2025 η ενημέρωση δεν είναι ελεύθερη, είναι ελεγχόμενη, χειραγωγούμενη και συχνά επικίνδυνη. Η Παγκόσμια Ημέρα Ελευθερίας του Τύπου δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μια ακόμη «επέτειος», αλλά σαν ένας αναγκαίος υπενθυμιστικός σταθμός για το ποια κοινωνία θέλουμε, ανοιχτή και διαφανή ή ελεγχόμενη και σκοτεινή. Ειδικά μάλιστα για την Ελλάδα, η ημέρα αυτή δεν προσφέρει αφορμή για γιορτή, αλλά για βαθύ προβληματισμό.
Είμαστε όλοι μάρτυρες ενός πραγματικού οργίου παραπληροφόρησης, παραμόρφωσης της πραγματικότητας, δημιουργίας ενός νέου τρόπου σκέψης, αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης, αποθέωσης της βίας και του εγκλήματος, διάδοσης της διαφθοράς.
Αν η «ελευθερία του Τύπου» είναι καθρέφτης της ταξικής ουσίας της αστικής δημοκρατίας, σ' αυτήν τη συνθήκη «εξυπηρετούν» οι φοβισμένοι, τρομοκρατημένοι, αδύναμοι, φτηνοί, μοιρολάτρες, ηττοπαθείς και με διαλυμένα δικαιώματα δημοσιογράφοι. Οι δημοσιογράφοι που είναι δεμένοι χειροπόδαρα. Οι περισσότεροι (και μη... προνομιούχοι) δημοσιογράφοι σήμερα δουλεύουν με απάνθρωπες συνθήκες, βγαίνουν στο ρεπορτάζ με οποιεσδήποτε συνθήκες, βροχή, χιόνι, φωτιές, θερμοκρασίες που δεν αντέχονται, χωρίς κανένα μέτρο προστασίας και με εξαντλητικά ωράρια. Είναι στη διάθεση του εργοδότη 7 μέρες τη βδομάδα. Κανένας προγραμματισμός για προσωπική ζωή, για ελεύθερο χρόνο και ούτε λόγος για πληρωμή υπερωριών. Εκτός αυτών, αναγκάζονται να προσαρμόζουν τις ειδήσεις ανάλογα με τα συμφέροντα των εργοδοτών και των κυβερνήσεών τους και αν πουν κάτι που δεν αρέσει, κόβονται στον αέρα.
Η εμπιστοσύνη του λαού στα ελληνικά ΜΜΕ είναι δικαίως από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη εδώ και πολλά χρόνια.
Οσο για τη διανομή κρατικής διαφήμισης, αποτελούσε και αποτελεί εργαλείο επιβράβευσης ή τιμωρίας. Το 2020, με τη λίστα Πέτσα, δόθηκαν εκατομμύρια ευρώ σε φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ για την καμπάνια Covid-19, ενώ ανεξάρτητες φωνές αγνοήθηκαν ή έλαβαν ψίχουλα. Η επιλεκτική χρηματοδότηση μετατράπηκε σε μηχανισμό εξάρτησης. Υπάρχουν, βέβαια, ακόμα νησίδες αντίστασης, ανεξάρτητα μέσα, νέοι δημοσιογράφοι, μικρές ομάδες που τολμούν να ερευνούν και να αποκαλύπτουν. Ομως δεν αρκεί να υπάρχουν. Πρέπει να ενισχυθούν, να προστατευτούν και να στηριχθούν από το κοινό.
Αν κάποιοι πιστεύουν πως η σιωπή είναι χρυσός, τότε η σιωπή των δημοσιογράφων είναι αλυσίδα, που όσο την ανεχόμαστε, τόσο περισσότερο θα αλυσοδένουμε την ελευθερία μας.
Το θέμα και σ' αυτήν την Παγκόσμια Ημέρα Ελευθερίας του Τύπου είναι να σταλεί ηχηρό μήνυμα αγώνα και διεκδίκησης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και προστασίας του περιεχομένου της ενημέρωσης, για να υψωθεί τείχος από τους ίδιους τους εργαζόμενους στις κατασκευασμένες ειδήσεις και στα fake news. Κι όλο αυτό κόντρα στις δυνάμεις της συναίνεσης και της συνδιαλλαγής με εργοδοσία και κυβερνήσεις.
Είναι επιτακτική η ανάγκη ενός κινήματος μαζικού, οργανωμένου, δυνατού, χειραφετημένου από την εργοδοσία και τις συνδικαλιστικές της πλειοψηφίες, όπως αυτή στην ΕΣΗΕΑ, που θα παλεύει για όλα τα προβλήματα των εργαζόμενων δημοσιογράφων, ιδιαίτερα των χαμηλόμισθων, για άμεσα μέτρα ανακούφισης των οικογενειών τους, των συνταξιούχων και των ανέργων.
Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι δεν υπάρχουν σωτήρες «από τα πάνω». Οτι μόνο ένα κίνημα μαζικό, σε κατεύθυνση σύγκρουσης με εκδότες, καναλάρχες, μεγαλοδημοσιογράφους, κυβερνητικούς και εργοδοτικούς συνδικαλιστές, ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική, που θα συναντιέται με τους άλλους εργαζόμενους και θα παλεύει για την υπεράσπιση και διεύρυνση των δικαιωμάτων, μπορεί να βάλει φρένο στην επίθεση, να αποσπάσει κατακτήσεις, να ανοίξει δρόμο για πιο ουσιαστικές αλλαγές.
Οι δημοσιογράφοι έχουν καθήκον να σηκώσουν το κεφάλι ψηλά. Να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, με μορφές συλλογικής οργάνωσης και αγώνα σε κάθε τόπο δουλειάς. Να μετατρέψουν τον θυμό και την αγανάκτηση σε οργανωμένη δύναμη που θα μάχεται για την πραγματική ενημέρωση του λαού, κόντρα στον σημερινό σκοταδισμό.
Υπενθυμίζουμε πως τον Νοέμβρη του 2023, 700 δημοσιογράφοι από δεκάδες ειδησεογραφικούς οργανισμούς από όλο τον κόσμο υπέγραψαν ανοιχτή επιστολή, καταδικάζοντας δολοφονίες δημοσιογράφων από το Ισραήλ στη Γάζα, διαμαρτυρόμενοι για τη μεροληπτική κάλυψη από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης των «φρικαλεοτήτων του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων». Στο κείμενό τους τόνιζαν ότι «στη γενοκτονία του Ισραήλ στη Γάζα και τη Δυτική Οχθη, σκοτώθηκαν 35 δημοσιογράφοι, ενώ πολλοί έχουν τραυματιστεί, συλληφθεί ή αγνοούνται». «Οι ισραηλινές δυνάμεις», υπογράμμιζαν, «στοχοποιούν και σκοτώνουν σκόπιμα δημοσιογράφους την ώρα που ασκούν εμφανώς το επάγγελμά τους. Σε συνδυασμό με ένα δεκαετές μοτίβο θανατηφόρας στοχοποίησης δημοσιογράφων, οι ενέργειες του Ισραήλ δείχνουν ευρείας κλίμακας καταστολή του λόγου». Και κατέληγαν: «Στεκόμαστε στο πλευρό των συναδέλφων μας στη Γάζα και χαιρετίζουμε τις γενναίες προσπάθειές τους να κάνουν ρεπορτάζ εν μέσω μακελειού και καταστροφής. Χωρίς αυτούς, πολλές από τις φρικαλεότητες επιτόπου θα παρέμεναν αόρατες».
Κλείνω αυτό το άρθρο με μια ακόμη κουβέντα του ανθρώπου με τον οποίο ξεκίνησε: «Οι καπιταλιστές αποκαλούν ελευθερία του Τύπου την ελευθερία των πλουσίων να εξαγοράζουν τον Τύπο, την ελευθερία να χρησιμοποιείται ο πλούτος για την κατεργασία και την παραποίηση της λεγόμενης κοινής γνώμης».