ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 30 Νοέμβρη 2024 - Κυριακή 1 Δεκέμβρη 2024
Σελ. /48
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ο προϋπολογισμός στήριξης του κεφαλαίου και το παραμύθι ανακούφισης της «μεσαίας τάξης»

Ο νέος κρατικός προϋπολογισμός για το 2025 συζητιέται στη Βουλή αυτές τις μέρες και ήδη αποτελεί αντικείμενο της γνωστής κάλπικης για τον λαό αστικής αντιπαράθεσης. Η κυβέρνηση διατείνεται πως ο προϋπολογισμός έχει πλέον «κοινωνικό πρόσημο» προς όφελος της λεγόμενης «μεσαίας τάξης» και κατηγορεί το ΠΑΣΟΚ ότι διατυπώνει πρόχειρες, μη κοστολογημένες προτάσεις που θυμίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ.

Απ' την άλλη, τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας υπόσχονται ακόμα μια φορά «φιλολαϊκές λύσεις», στο πλαίσιο των δεσμεύσεων της ΕΕ και της στρατηγικής του κεφαλαίου. Η αλήθεια είναι ότι τα κυβερνητικά επιχειρήματα για τάχα «βελτίωση» της κατάστασης των εργαζομένων, που αποτυπώνεται στον προϋπολογισμό είναι εξίσου σαθρά με τις υποσχέσεις της σοσιαλδημοκρατίας για μια εναλλακτική λύση αστικής διαχείρισης που θα μπορούσε να βελτιώσει τη ζωή των εργαζομένων.

Οι κυβερνητικοί ισχυρισμοί και η πραγματικότητα

Διά στόματος Κυρ. Μητσοτάκη, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο προϋπολογισμός του 2025 είναι «προϋπολογισμός με κοινωνικό πρόσημο», με 1,1 δισ. ευρώ «θετικές παρεμβάσεις», που αντανακλούν τον «δημοσιονομικό χώρο» που δημιουργήθηκε το 2024. Ομως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική...

Στο σκέλος των εσόδων του προϋπολογισμού, οι φόροι που καταβάλλουν τα λαϊκά στρώματα κυριολεκτικά εκτοξεύθηκαν, κατά περισσότερο από 3 δισ. ευρώ το 2024 σε σχέση με το 2023, ενώ ο κυβερνητικός προϋπολογισμός προβλέπει επιπλέον αύξηση των φόρων κατά 3 δισ. ευρώ το 2025. Πρόκειται για αφαίμαξη των εργαζομένων, μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων και συνταξιούχων για να εξυπηρετηθούν οι στοχεύσεις της αστικής πολιτικής.

Μάλιστα, η αύξηση των φόρων αντανακλά πρώτα και κύρια την εκτόξευση των έμμεσων φόρων, κυρίως του ΦΠΑ, που αυξήθηκαν κατά 2 δισ. ευρώ το 2024 και η κυβέρνηση προϋπολογίζει να αυξηθούν επιπλέον 2 δισ. ευρώ το 2025. Αντίστοιχη είναι η αύξηση των άμεσων φόρων που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι, και αυξήθηκαν κατά 1,5 δισ. ευρώ το 2024, ενώ υπολογίζεται επιπλέον αύξηση 1 δισ, ευρώ για το 2025.

Ο ισχυρισμός της κυβέρνησης και των κάθε λογής παπαγάλων της ότι είναι η αύξηση των φόρων οφείλεται σε «μεγέθυνση» της οικονομίας και στην καταπολέμηση της «φοροδιαφυγής» και όχι σε αύξηση των συντελεστών φορολόγησης.

Και έτσι να ήταν, δεν θα άλλαζε απολύτως τίποτα, αφού το αποτέλεσμα θα ήταν μια αυξημένη συνολικά αφαίμαξη των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων. Ομως, τα ίδια τα στοιχεία της κυβέρνησης κάνουν λόγο για διαχρονική μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης ως ποσοστού του ΑΕΠ, φωτογραφίζοντας τη συνεχιζόμενη σχετική εξαθλίωση της εργατικής τάξης συνολικά και παράλληλα για «υπεραπόδοση» στον ρυθμό συσσώρευσης του κεφαλαίου.

Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι και εδώ διαφορετική, αν δούμε ποιους αφορά η πάταξη της φοροδιαφυγής και ποιους πλήττουν οι έμμεσοι φόροι. Η φοροδιαφυγή που κυνηγάει η κυβέρνηση περιορίζεται σε πολύ μικρές επιχειρήσεις, που δεν κόβουν αποδείξεις, και στις όποιες «μαύρες» συναλλαγές λαϊκών καταναλωτών για τις οποίες δεν κατέβαλαν ΦΠΑ.

Η φορομπηχτική πολιτική του αστικού κράτους, διαχρονικά, οι ηλεκτρονικές συναλλαγές που προώθησε τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ, μειώνουν δραστικά αυτές τις συναλλαγές αυξάνοντας τη φορολογική επιβάρυνση των εργαζομένων και των πολύ μικρών επιχειρήσεων. Η πραγματική φοροαποφυγή των μεγάλων ομίλων, των εφοπλιστών, των βιομηχάνων, του τουριστικού και κατασκευαστικού κεφαλαίου, που διαθέτει χιλιάδες νόμιμους τρόπους αποφυγής φόρων, όχι απλά παραμένει στο απυρόβλητο αλλά ενισχύεται.

Παράλληλα, η αύξηση των φόρων αντανακλά τις αυξήσεις των τιμών λόγω πληθωρισμού και την όποια τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών την τελευταία περίοδο. Με απλά λόγια, όταν λόγω του πληθωρισμού των τροφίμων το καλάθι του σούπερ μάρκετ αυξάνεται από τα 100 στα 120 ευρώ, ο ΦΠΑ αυξάνεται επίσης από 19 ευρώ σε 22,5 ευρώ. Αντίστοιχα, όταν ο ετήσιος μισθός αυξάνεται από τα 10.000 στα 11.000 ευρώ τον χρόνο, ο συνολικός φόρος αυξάνεται απ' τα 123 στα 343 ευρώ, σχεδόν κατά 150%, ενώ το πραγματικό εισόδημα, με έναν πληθωρισμό τροφίμων 10%, έχει μείνει πρακτικά σταθερό.

Τα θετικά «αποτελέσματα» του κυβερνητικού προϋπολογισμού δεν αποτυπώνουν τίποτα άλλο παρά μια δραστική αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των εργαζομένων, που θα διευρυνθεί περαιτέρω το 2025.

Ο ταξικός χαρακτήρας του προϋπολογισμού αποκαλύπτεται και στο σκέλος των εξόδων. Οι κρατικές δαπάνες εμφανίζονται σαφώς αυξημένες το 2025 σε σχέση με το 2024, με τις προβλέψεις του 2025 να είναι 6 δισ. μεγαλύτερες απ' τις προβλέψεις του 2024 και 4 δισ. αυξημένες σε σχέση με τις εκτιμώμενες πραγματικές δαπάνες για το ίδιο έτος, αυξημένες δαπάνες που αφορούν το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, τις δαπάνες εξυπηρέτησης του κρατικού χρέους και τις δαπάνες για πολεμικούς εξοπλισμούς του ΝΑΤΟ, ενώ τελικά οι όποιες μεταβολές των συντάξεων και άλλων κοινωνικών παροχών κυμαίνονται στα όρια του πραγματικού πληθωρισμού, δηλαδή δεν αποτελούν αυξήσεις πραγματικές.

Η ανάπτυξη και η «μεσαία τάξη»

Κεντρικό επιχείρημα της κυβέρνησης είναι πως η συνετή δημοσιονομική διαχείριση στην οποία προβαίνει, έχει κάνει τη χώρα πεδίο επενδύσεων, πως οι επενδύσεις αυτές ευνοούν την ανάπτυξη, που με τη σειρά της φέρνει θέσεις εργασίας και βελτίωση της «μεσαίας τάξης», η οποία μάλιστα - μεσαία τάξη - θα βελτιώσει τη θέση της.

Εδώ αξίζει να θυμίσουμε τη λαθροχειρία με τον όρο «μεσαία τάξη». Πρόκειται για ένα σχήμα, με το οποίο εργατικά - λαϊκά στρώματα που βρίσκονται λίγο πάνω απ' το όριο της εξαθλίωσης βαφτίζονται «εύποροι», «μεσαίοι» κ.λπ., καλλιεργώντας έτσι μια βολική διαίρεση της κοινωνίας που δεν αντανακλά την πραγματική ταξική της αντίθεση. Η εκάστοτε κυβέρνηση διαχρονικά αντλεί απ' το σχήμα αυτό όλα τα απαραίτητα επιχειρήματα, για παράδειγμα, η αύξηση των φόρων μεταφράζεται ως φορολόγηση των μεσαίων προς όφελος των μικρών.

Η κυβέρνηση διατείνεται τώρα ότι ο νέος προϋπολογισμός και γενικότερα η πολιτική της βελτιώνει τη θέση των «μεσαίων», και κυρίως αναφέρεται σε αλλαγές που θα έρθουν το επόμενο διάστημα, με την αλλαγή της φορολογικής κλίμακας. Πρόκειται ωστόσο για αστειότητες αν αναλογιστεί κανείς την τεράστια φορολόγηση των εργαζομένων σήμερα - και των αποκαλούμενων «μεσαίων» - και κυρίως πως οι αλλαγές που προτείνει έρχονται στην ουσία να ευθυγραμμίσουν τη φορολογία των μισθωτών και των αυτοαπασχολούμενων στο ύψος των προηγούμενων ετών, αν υπολογίσει κανείς τον μισθό σε πραγματικούς όρους.

Οι «σωτήριες» επενδύσεις και το κατάλληλο παραγωγικό μοντέλο

Το δεύτερο επιχείρημα της κυβέρνησης σχετίζεται με την ανάπτυξη και την προσέλκυση επενδύσεων. Μάλιστα, ο Κυρ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε ειδικά στο ζήτημα των ΑΠΕ, λέγοντας ότι «η εναντίωση στις ΑΠΕ, που συνδέονται άμεσα με την ενεργειακή μας αυτάρκεια και αυτονομία αλλά και με χαμηλότερες τιμές ρεύματος, είναι τελικά μια πράξη που δεν εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον».

Το ζήτημα της Ενέργειας είναι αποκαλυπτικό για να γίνει κατανοητή η φύση των επενδύσεων και της ανάπτυξης στον καπιταλισμό. Η Ενέργεια, λόγω της πολιτικής της ΕΕ για την «απελευθέρωση» και την «πράσινη μετάβαση», έχει αυξήσει τη συνεισφορά της στο ΑΕΠ της χώρας από 1,5% το 2000 σε 4% περίπου. Εχουν γίνει μεγάλες επενδύσεις στον τομέα της Ενέργειας, καταγράφεται μεγάλο κέρδος για τους επενδυτές.

Ωστόσο, τα κέρδη αυτά προκύπτουν απ' την τεράστια αύξηση του κόστους Ενέργειας, που οδηγεί στην ενεργειακή φτώχεια τα εργατικά - λαϊκά στρώματα.

Αντίστοιχα, η ψηφιοποίηση και τα εργαλεία ΑΙ (τεχνητής νοημοσύνης) που χρησιμοποιεί το ελληνικό κράτος, παραδίδοντας μάλιστα τεράστια σύνολα δεδομένων του ελληνικού λαού σε ομίλους χωρίς συγκροτημένη διαδικασία, αφορούν τελικά την αγορά χρήσης σχετικών συστημάτων από μονοπωλιακούς ομίλους των ΗΠΑ, σε βάρος τελικά της εγχώριας προσπάθειας κατασκευής τέτοιων συστημάτων από ελληνικά ερευνητικά ιδρύματα.

Η αστική προπαγάνδα κρύβει το γεγονός ότι στον καπιταλισμό η ανάπτυξη δρομολογείται με κριτήριο το κέρδος των επενδυτών και όχι με οποιοδήποτε άλλο κριτήριο. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο ανταγωνίζονται κάθε φορά για τα μερίδια αγοράς και τα κέρδη τους διαφορετικά τμήματα του κεφαλαίου με αντικρουόμενα συμφέροντα, όπως οι «πράσινοι» ενεργειακοί όμιλοι, οι ενεργοβόρες βιομηχανίες της μεταποίησης, οι όμιλοι του τουρισμού πολυτελείας και, απ' την άλλη, όλοι μαζί απαιτούν να αυξηθεί το ξεζούμισμα του λαού.

Η ψευδεπίγραφη αντιπαράθεση με τη σοσιαλδημοκρατία

Οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας ασκούν έντονη κριτική στον κυβερνητικό προϋπολογισμό, εστιάζοντας στο ότι πρόκειται για προϋπολογισμό λιτότητας, φόρων και ανισοτήτων, ενώ προτάσσουν δικές τους λύσεις, επιμένοντας μάλιστα πως πρόκειται για «κοστολογημένες».

Η εύκολη κριτική τόσο στο ΠΑΣΟΚ όσο και στον ΣΥΡΙΖΑ σχετίζεται με τις τεράστιες, δικές τους ευθύνες τα προηγούμενα χρόνια. Είναι αστείο ο ΣΥΡΙΖΑ να «πυροβολεί» την υπερφορολόγηση του ΦΠΑ όταν επί δικής του διακυβέρνησης ο ΦΠΑ εκτινάχθηκε, και το ΠΑΣΟΚ να μιλά για τη φορολογική αδικία για τη μεσαία τάξη. ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ είναι απολύτως συνυπεύθυνοι με τη ΝΔ, αφού η φορολογική και δημοσιονομική πολιτική των μνημονίων, που ασκείται την τελευταία 15ετία, είναι ουσιαστικά υπογεγραμμένη από όλους.

Ωστόσο, αυτή η κριτική δεν φωτίζει τον πραγματικό λόγο για τον οποίο η πολιτική τους είναι κοινή, δηλαδή τις ίδιες τις ανάγκες της αστικής τάξης. Η επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων, είτε με αυξημένους φόρους, με μειωμένους μισθούς, με αύξηση του κόστους ζωής λόγω της πολιτικής της ΕΕ για την απελευθέρωση, είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση των κερδών του κεφαλαίου, για τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητάς του.

Γι' αυτό άλλωστε ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούν σε όλα τα κεντρικά ζητήματα, συμφωνούν στις κατευθύνσεις και στο πλαίσιο της ΕΕ. Και η πραγματικότητα είναι πως αυτό το πλαίσιο της ΕΕ, το πλαίσιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας, των ματωμένων πλεονασμάτων, της «πράσινης μετάβασης», του πολέμου του ΝΑΤΟ είναι στρατηγική επιλογή και ανάγκη του κεφαλαίου.

Ετσι, η «αντιπαράθεση» της σοσιαλδημοκρατίας με την κυβέρνηση για τον προϋπολογισμό είναι ψευδεπίγραφη. Οι δεσμεύσεις της ΕΕ, ανάμεσα σε άλλα για την Ενέργεια, τους προϋπολογισμούς, τη νομισματική πολιτική, δεσμεύσεις που αντανακλούν τις ανάγκες κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου, οδηγούν σε προϋπολογισμούς φτώχειας, λιτότητας, ανισοτήτων. Και αυτό συμβαίνει όχι μόνο στη χώρα μας αλλά σε ολόκληρη την ΕΕ.

Στον δρόμο της σύγκρουσης με τη στρατηγική του κεφαλαίου

Ο νέος προϋπολογισμός αποτυπώνει τον νέο γύρο επίθεσης στα δικαιώματα των εργαζομένων, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων. Αποτυπώνει τη σχετική εξαθλίωση των εργαζομένων, το βάθεμα της φορολογικής επίθεσης, την φτωχοποίηση του λαού που απαιτεί το μεγάλο κεφάλαιο για να θωρακίσει τα κέρδη του. Αποτυπώνει και τις ανησυχίες της αστικής τάξης για την επερχόμενη καπιταλιστική κρίση, τη στροφή της ΕΕ και της χώρας προς την πολεμική οικονομία, το ολοένα αυξανόμενο ενδεχόμενο του πολέμου.

Οι εργαζόμενοι έχουν πλούσια πείρα για να καταλάβουν ότι τα «μέτρα» που ανακοινώθηκαν στον προϋπολογισμό είναι «καθρεφτάκια για ιθαγενείς», ότι η πολιτική ΕΕ - αστικής τάξης ροκανίζει τα δικαιώματά τους, ότι μονάχα ο δρόμος του αγώνα σε κατεύθυνση σύγκρουσης με αυτήν την πολιτική είναι σήμερα περισσότερο μονόδρομος από πότε. Οι κοστολογημένες λύσεις εντός των τειχών της ΕΕ και της εξουσίας του κεφαλαίου, που προτείνει η σοσιαλδημοκρατία, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας ελάχιστα διαφορετικός τρόπος για την ίδια κλοπή. Οι ανάγκες του λαού και τα κέρδη του κεφαλαίου είναι ασυμβίβαστα.

Γι' αυτό το ΚΚΕ καλεί τους εργαζόμενους και μπαίνει μπροστά στους αγώνες που αμφισβητούν το πλαίσιο της ΕΕ και της κερδοφορίας των ομίλων, που συγκρούονται με τις «αντοχές» της οικονομίας και τις πολιτικές ΕΕ - αστικής τάξης, που συγκρούονται με την πολιτική σημαιοφόρου του ΝΑΤΟ. Στους αγώνες που εμποδίζουν τον νέο γύρο επιδείνωσης, οδηγούν σε ορισμένες κατακτήσεις και ετοιμάζουν τους εργαζόμενους για τις μεγάλες αποφασιστικές αναμετρήσεις που έρχονται.


Του
Γρηγόρη ΛΙΟΝΗ*
* Ο Γρ. Λιονής είναι μέλος της ΚΕ και υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ