Κλιμακώνουν με την πανυγειονομική απεργία στις 17 Οκτώβρη
Στο πλαίσιο αυτό, με Γενική Συνέλευση σήμερα στις 8 το πρωί στα Επείγοντα και αμέσως μετά κινητοποίηση απαντά ο Σύλλογος Εργαζομένων Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» (ΣΕΝΕ) στο «μη παρέκει» που έχει διαμορφωθεί και σ' αυτό το νοσοκομείο.
«Καθημερινά στο νοσοκομείο ζούμε εργαζόμενοι κι ασθενείς την αποδόμηση κάθε έννοιας δημόσιας και δωρεάν Υγείας. Το "κερασάκι" ήταν η πρόσφατη ανεκδιήγητη ταλαιπωρία εν ονόματι της ανακαίνισης των ΤΕΠ με ακύρωση πρακτικά της τακτικής λειτουργίας των εξωτερικών ιατρείων για μέρες κι επικίνδυνα πρόχειρες αλλαγές στα ΤΕΠ ακόμα και σε μέρες γενικής εφημερίας. Δεν τους "καίγεται καρφί" ούτε για την εργασιακή διάλυση των υγειονομικών, ούτε για την ίδια τη ζωή των ασθενών», καταγγέλλει το ΣΕΝΕ παίρνοντας θέση απέναντι στα κυβερνητικά μέτρα επιτάχυνσης για την πλήρη εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της Υγείας, τον αυταρχισμό και την επιχείρηση εκφοβισμού και απαξίωσης των εργαζομένων από τη διοίκηση και τις ευλογίες του υπουργείου Υγείας, τη συνεχή ακρίβεια και αύξηση σε εκατοντάδες βασικά φάρμακα.
Πλατύ κάλεσμα σε σωματεία, Ομοσπονδίες και φορείς για τη σύσκεψη που θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 3 Οκτώβρη στη 1 μ.μ. στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων και την αγωνιστική υποδοχή στις 6 μ.μ. της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Υγείας, απευθύνει ο Ενιαίος Σύλλογος Εργαζομένων ΨΝΑ Δαφνί, ενάντια στο ξεπούλημα της δημόσιας Ψυχικής Υγείας και Απεξάρτησης.
«Πριν καν τεθεί σε εφαρμογή ο περιβόητος νόμος για την "ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης" τα αποτελέσματά του τα βιώνουμε καθημερινά», σημειώνει ο Σύλλογος Εργαζομένων, εστιάζοντας στα εξής:
Κλείσιμο προγραμμάτων, σχέδια για συγχωνεύσεις τμημάτων, επικουρικοί εργαζόμενοι μέσω ΕΣΠΑ στον «αέρα», αφού σύμφωνα με δηλώσεις του υφυπουργού, Δ. Βαρτζόπουλου, οι συμβάσεις δεν θα ανανεωθούν μετά τις 31/12 και προγράμματα με ημερομηνία λήξης, και ο κατάλογος είναι πολύ μακρύς. Ταυτόχρονα, οι όποιες χρηματοδοτήσεις δρομολογούνται σε ΜΚΟ και ΑΜΚΕ, που φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, ενώ το μέλλον των ασθενών είναι να οδηγούνται από εδώ και από εκεί και στο τέλος να επιστρέφουν σε ψυχιατρικές κλινικές - που θα διαμορφώνονται ως νέα «άσυλα».
Ο Σύλλογος υπογραμμίζει ότι στα σχέδια της κυβέρνησης είναι «το ΨΝΑ - Δαφνί από τη στιγμή της κατάργησής του ως οργανισμού και της μετατροπής του ως αποκεντρωμένης μονάδας στην ΥΠΕ, να γίνει ένα μεγάλο άσυλο, να καταργηθούν τα ΤΕΠ και να δέχεται να νοσηλεύει ασθενείς που θα γνωματεύονται από τις ψυχιατρικές κλινικές που ανήκαν στα γενικά νοσοκομεία, που θα εφημερεύουν καθημερινά».
Την ίδια στιγμή, «τα "στεγνά" προγράμματα απεξάρτησης χάνουν την αυτοτέλειά τους και εντάσσονται σε έναν οργανισμό που στόχος θα είναι η μείωση της βλάβης και η ενίσχυση ενός λειτουργικού χρήστη. Κλείνουν τον ΚΕΘΕΑ, το 18 ΑΝΩ, τον ΙΑΝΟ, τον ΔΙΑΠΛΟΥ, προγράμματα με δεκαετίες εμπειρίας και προσφοράς, ενώ τα Κέντρα Πρόληψης κινδυνεύουν να αφανιστούν μετά το 2027», σημειώνει ο Σύλλογος Εργαζομένων, ξεκαθαρίζοντας: «Αυτό το νομοσχέδιο δεν θα εφαρμοστεί».
Μια ακόμα προσπάθεια φίμωσης των υγειονομικών που αγωνίζονται «τρέχει» στο Νοσοκομείο «Αττικόν» με το λεγόμενο «συμφωνητικό εχεμύθειας», το οποίο καλούνται να υπογράψουν οι συμβασιούχοι και καταγγέλλει το Σωματείο.
«Η τρομοκρατία δεν θα περάσει», είναι η απάντηση του Σωματείου, σημειώνοντας:
«Το κάλεσμα της διοίκησης του νοσοκομείου προς τους συμβασιούχους εργαζόμενους να υπογράψουν "συμφωνητικά εχεμύθειας" για ό,τι συμβαίνει στο "Αττικόν" δηλώνει ότι η ένταση της αντιλαϊκής πολιτικής πάει χέρι χέρι με τον αυταρχισμό και τον εκφοβισμό.
Η διοίκηση του ΠΓΝ "Αττικόν", στα χνάρια του υπουργείου Υγείας και της κυβέρνησης, επιχειρεί να φιμώσει ακόμα και την όποια καταγγελία για τα οξυμένα διαχρονικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν το νοσοκομείο και οι ασθενείς.
Αντί να απολογηθούν για τις καθυστερήσεις στις προσλήψεις του αναγκαίου μόνιμου προσωπικού, για τα ράντζα, για τις ελλείψεις και τα κενά στο νοσηλευτικό προσωπικό κ.λπ. ζητάνε από τους εργαζόμενους να σταματήσουν να καταγγέλλουν. Επί της ουσίας, τους ζητάνε να συγκαλύπτουν τις εγκληματικές κυβερνητικές ευθύνες με το επιχείρημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων».
Σχετικά με την κυβερνητική προπαγάνδα, το Σωματείο ξεκαθαρίζει:
Το συγκεκριμένο συμφωνητικό λοιπόν δεν υπερασπίζεται ασθενείς και υγειονομικούς αλλά τη μόστρα της κυβερνητικής πολιτικής και τις επιλογές της κάθε διοίκησης.
Από το Σωματείο αναδεικνύεται επίσης ότι αυτήν την «εχεμύθεια» την επικαλούνται εκείνοι «που έχουν μετατρέψει τους χώρους Υγείας σε πεδία οικονομικών ανταγωνισμών, που έχουν κάνει τις εταιρείες χορηγούς στη λειτουργία των δομών, έχουν παραχωρήσει ολόκληρα τμήματα και πτέρυγες σε εφοπλιστές βιομηχάνους, εκείνοι που έχουν επιτρέψει με την πολιτική τους οι ασφαλιστικές εταιρείες να έχουν πρόσβαση στον υγειονομικό φάκελο των ασθενών».
Με βάση τα παραπάνω, το Σωματείο προειδοποιεί:
«Η συγκεκριμένη πράξη νομικά είναι άτοπη και καταχρηστική. Δεν πρόκειται να ζητήσουμε την έγκριση της κάθε διοίκησης για να δηλώνουμε την αντίθεσή μας στην πολιτική που τσακίζει τα δικαιώματα ασθενών και υγειονομικών. Κανείς δεν θα υπογράψει αυτό το κατάπτυστο έγγραφο. Το μόνο έγγραφο που θα υπογράψουν οι συνάδελφοι συμβασιούχοι είναι αυτό της πρόσληψής τους ως μόνιμων εργαζομένων. Η τρομοκρατία δεν θα περάσει!».
Τη συνέχεια λειτουργίας υπηρεσιών και τη διασφάλιση θέσεων εργασίας με πλήρη εργασιακά δικαιώματα στις δομές απεξάρτησης που υπάγονται σε ψυχιατρικά νοσοκομεία και αναμένεται να ενταχθούν στον ΕΟΠΑΕ αφορά η Επίκαιρη Ερώτηση που κατέθεσε ο βουλευτής του ΚΚΕ Γιώργος Λαμπρούλης στη Βουλή, προς τον υπουργό Υγείας Αδ. Γεωργιάδη.
Υπενθυμίζεται ότι ο πρόσφατα ψηφισμένος αντιδραστικός Νόμος 5129/24 με τίτλο: «Ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης» περιλαμβάνει την εξής πρόβλεψη (παρ. 2β του άρθρου 30): «Το προσωπικό που υπηρετεί, κατά τη δημοσίευση του παρόντος, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου στις θεραπευτικές μονάδες, τμήματα και προγράμματα της παρ. 1 του άρθρου 29 δύναται να μεταφερθεί, με ταυτόχρονη μεταφορά της θέσης του στην περίπτωση του προσωπικού με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου και έως τη λήξη της σύμβασής του στην περίπτωση του προσωπικού με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου, στον ΕΟΠΑΕ μετά από αίτησή του, που υποβάλλεται εντός δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος προς την αρμόδια Διεύθυνση της οικείας ΔΥΠΕ. Για τη μεταφορά εκδίδονται σχετικές διαπιστωτικές πράξεις του προέδρου του ΕΟΠΑΕ, οι οποίες ισχύουν από την 1η.1.2025 για όλες τις έννομες συνέπειες».
Βάσει αυτού, οι εργαζόμενοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου στις θεραπευτικές μονάδες, τμήματα και προγράμματα της παρ. 1 του άρθρου 29 («18ΑΝΩ», «Ιανός», «Μέθεξις», «Αργώ», «Διάπλους») δεν έχουν καμία άλλη επιλογή, όπως προβλέπεται στην παρ. 2α του άρθρου 30 για τους μόνιμους υπαλλήλους των ίδιων θεραπευτικών μονάδων και τμημάτων, πέραν του να μεταβούν έπειτα από αίτησή τους στον ΕΟΠΑΕ. Αίτηση που αν δεν υποβάλλουν βάσει νόμου χάνουν τις θέσεις εργασίας τους. Ωστόσο, στις 19/9/2024, εκδόθηκε πληροφοριακού τύπου έγγραφο από το υπουργείο Υγείας και υπεγράφη από τον υφυπουργό Υγείας Μ. Θεμιστοκλέους, το οποίο δόθηκε στους εργαζόμενους στις 26/9/2024 (4 μέρες πριν τη λήξη της αρχικής προθεσμίας καταβολής αιτήσεων, η οποία τελικά πήρε παράταση για 1/11/2024), που ανέφερε ότι οι εργαζόμενοι αυτοί αν δεν υποβάλλουν αίτηση στον ΕΟΠΑΕ μεταφέρονται στις οικείες ΥΠΕ. Εγγραφο, το οποίο μόνο πληροφοριακό χαρακτήρα έχει και σε καμία περίπτωση δεν υπερισχύει του Ν. 5129/24, γεγονός το οποίο έχει προκαλέσει ανησυχία στους εκατοντάδες εργαζόμενους των φορέων που υπάγονται σε αυτό το εργασιακό καθεστώς.
Τα παραπάνω επισημαίνονται στην Επίκαιρη Ερώτηση του Κόμματος, με την οποία καλείται άμεσα το υπουργείο Υγείας να εξασφαλίσει με κάθε πρόσφορο τρόπο το δικαίωμα αυτοδίκαιης μεταφοράς των εργαζομένων ΙΔΑΧ και ΙΔΟΧ που δεν υποβάλλουν αίτηση ένταξης στον ΕΟΠΑΕ, στην οικεία ΔΥΠΕ, με την ίδια σχέση εργασίας, ίδια κατηγορία, κλάδο/ειδικότητα και να καθίστανται αυτοδικαίως προσωπικό αυτών.
Το ΚΚΕ απαιτεί τη λήψη μέτρων πριν τη λήξη της παρατάσεως των αιτήσεων (1/11/2024), ώστε οι εργαζόμενοι ΙΔΑΧ - ΙΔΟΧ να αποκτήσουν το δικαίωμα εργασιακής επιλογής και ταυτόχρονα μέτρα ώστε να μη μείνουν «γυμνές» από έμπειρο προσωπικό οι υπηρεσίες απεξάρτησης.