Eurokinissi |
Οπως έχει γίνει γνωστό, με βάση τον ευρωπαϊκό κανονισμό, θα υπάρχουν από την αρχή του χρόνου τρία διαφορετικά είδη τιμολόγησης και ανάλογο θα είναι το χρώμα στον λογαριασμό που θα φτάνει στα λαϊκά σπίτια. Σε μια επίφαση ελευθερίας επιλογής, η κυβέρνηση λέει ότι ο καταναλωτής θα έχει δικαίωμα να επιλέξει σε ποιο πρόγραμμα τιμολόγησης θα ενταχθεί. Μόνο που αυτό όχι μόνο δεν παραπέμπει σε φτηνό ρεύμα, αλλά αντίθετα, σε όποιο πρόγραμμα και να ενταχθεί ένα σπίτι, οι χρεώσεις θα είναι υπέρογκες και τα κέρδη για τους παρόχους αμύθητα.
Το ένα τιμολόγιο είναι η περίφημη ρήτρα αναπροσαρμογής, το λεγόμενο κυμαινόμενο (κίτρινο). Δηλαδή, ο καταναλωτής δεν γνωρίζει την τιμή του επόμενου μήνα, που σημαίνει ότι αν πάει πιο ψηλά η τιμή, θα την πληρώσει ο καταναλωτής, αν πάει πιο χαμηλά θα την γλιτώσει ο καταναλωτής... έως την επόμενη.
Η δεύτερη κατηγορία τιμολογίων είναι τα σταθερά τιμολόγια (μπλε). Δηλαδή, ένα τιμολόγιο για έναν χρόνο στο οποίο η τιμή είναι γνωστή - και υψηλότερη. Αν οι τιμές πέσουν, το κόστος για τον καταναλωτή θα βγει μεγαλύτερο και άρα το κέρδος για τον πάροχο μεγαλύτερο.
Η τρίτη κατηγορία είναι η λεγόμενη δυναμική (πορτοκαλί). Σε αυτά τα τιμολόγια περιλαμβάνονται εκείνα των οποίων η τιμή μεταβάλλεται, με βάση τις τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας εντός της ημέρας. Προϋπόθεση για να προσφερθούν τα συγκεκριμένα τιμολόγια είναι η ύπαρξη «έξυπνου» μετρητή, του οποίου το κόστος θα φορτωθεί στα νοικοκυριά, ενώ θα αξιοποιηθεί και σε «δεύτερο χρόνο» για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της πολιτικής που οδηγεί στην ενεργειακή φτώχεια.
Οσοι καταναλωτές δεν επιλέξουν κάποια από την παραπάνω τιμολόγηση μέχρι την 1η Γενάρη, αυτομάτως μπαίνουν στην κατηγορία του «πράσινου» τιμολογίου. Δηλαδή, θα μεταπέσουν στο ειδικό του εκάστοτε προμηθευτή, το οποίο είναι ομοιόμορφο για όλους τους παρόχους.
Τον παραπάνω τρόπο τιμολόγησης τον υλοποιούν οι πάροχοι με βάση κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στο πλαίσιο της «απελευθερωμένης» αγοράς Ενέργειας. Και στην ουσία αφενός μεν επανέρχεται η λεγόμενη ρήτρα αναπροσαρμογής, αφετέρου δίνεται η δυνατότητα στους παρόχους να εκβιάσουν τους καταναλωτές ώστε να τους μεταφέρουν στα τιμολόγια που θεωρούν ότι έχουν το μεγαλύτερο κέρδος.
Ηδη, πάντως, υπέρογκες χρεώσεις στην τιμή του ρεύματος περιλαμβάνουν οι λογαριασμοί των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας που φτάνουν το τελευταίο διάστημα σε εκατομμύρια λαϊκά νοικοκυριά. Ενώ λοιπόν προεκλογικά η κυβέρνηση παραμύθιαζε τον λαό ότι η τιμή του ρεύματος θα σταθεροποιούνταν σε χαμηλά επίπεδα, η πραγματικότητα αποδείχθηκε διαφορετική. Οι λογαριασμοί είναι αυξημένοι, όπως προκύπτει και από τις τιμές που ανακοίνωσαν οι 15 προμηθευτές Ενέργειας για τον μήνα Νοέμβριο, από 9% έως 50%. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ΔΕΗ, που παρέχει οικιακό ρεύμα σε 6 στα 10 νοικοκυριά, ανέβασε κατά 9,6% το τιμολόγιο του Νοεμβρίου, το οποίο από 0,155 ευρώ ανά KWh τον Οκτώβριο - όταν είχε αυξηθεί σε σχέση με τον Σεπτέμβριο - ανήλθε στα 0,17 ευρώ/KWh.
Ετσι, ένα νοικοκυριό με μηνιαία κατανάλωση 350 KWh θα πληρώσει τον Νοέμβριο 59,5 ευρώ μόνο την αξία του ρεύματος, από 54,25 ευρώ τον Οκτώβριο. Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση στρώνει το χαλί με τα νέα τιμολόγια, που συντηρούν την κερδοφορία των προμηθευτών, καθώς υποχρεώνει τους καταναλωτές που δεν αλλάζουν πρόγραμμα να τους εντάσσει ο προμηθευτής στο πρόγραμμα το οποίο θα επιλέγει ο ίδιος. Ηδη έχουν φτάσει στην εφημερίδα μας καταγγελίες ότι από εκεί που τον Ιούλιο και τον Αύγουστο πλήρωναν 70 ευρώ τον μήνα, ο τελευταίος λογαριασμός ήρθε στα 250 ευρώ!
Θυμίζουμε ότι από 1η Μαΐου ισχύει αυξημένο πάγιο, που έχει φτάσει στα 38 ευρώ τον χρόνο (από 4,5) για μονοφασικό ρολόι και στα 118 ευρώ (από 14) για τριφασικό. Επιπλέον, το επόμενο διάστημα η κυβέρνηση στέλνει και τον «λογαριασμό» για τις επιδοτήσεις - κοροϊδία στο ρεύμα, με αυξημένα τέλη για τις λεγόμενες Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) στους λογαριασμούς, ενώ ουσιαστικά έχει επανέλθει η περιβόητη ρήτρα αναπροσαρμογής.
Επιπλέον, η ακρίβεια συνεχίζει να θερίζει το λαϊκό εισόδημα, ενώ η κυβέρνηση μέσα σε αυτή την καταιγίδα της ακρίβειας, πανηγυρίζει για το ...5% έκπτωση σε 700 προϊόντα από τα χιλιάδες που βρίσκονται στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Ενα 5% που έρχεται τη στιγμή που τα προϊόντα τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί από 30% έως και 70%.
Στην έκθεσή του για την οικονομία της Ελλάδας το ΔΝΤ θεωρεί ότι δεν πρέπει να αυξηθούν οι μισθοί και οι συντάξεις του δημόσιου τομέα, προκειμένου να εξοικονομηθούν πόροι για τις επενδυτικές ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων.
Χαρακτηριστικά η έκθεση του ΔΝΤ αναφέρει: «Η συγκράτηση των πιέσεων στις δαπάνες είναι κρίσιμη για τη διατήρηση του δημοσιονομικού χώρου για κρίσιμες κοινωνικές και κεφαλαιουχικές δαπάνες. Οι πιέσεις δαπανών θα πρέπει να αντισταθούν σε μη διακριτικούς τομείς, όπως οι μισθοί και οι συντάξεις του δημόσιου τομέα, οι οποίοι εξακολουθούν να βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση μεταξύ των χωρών. Αντίθετα, οι επενδυτικές ανάγκες είναι μεγάλες, μεταξύ άλλων για πράσινη και ψηφιακή μετάβαση». Οσο δε για τις κοινωνικές δαπάνες αναφέρεται σε «στοχευμένες κοινωνικές μεταβιβάσεις» για τους πλέον εξαθλιωμένους.
Το ΔΝΤ επικροτεί τη φοροεπιδρομή κατά των επαγγελματιών που φέρνει το νέο φορολογικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης, αναφέροντας ότι «οι συνεχιζόμενες προσπάθειες των αρχών για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, συμπεριλαμβανομένων στοχευμένων μεταρρυθμίσεων για τους αυτοαπασχολούμενους, είναι σημαντικές και ευπρόσδεκτες».
Ενώ χαρακτηριστικό είναι πως συνδέει την προώθηση της περιβόητης «ψηφιοποίησης» με την ένταση της φοροεπιδρομής και συνολικά της φιλομονοπωλιακής πολιτικής λέγοντας ότι «οι συνεχείς προσπάθειες για την προώθηση των ψηφιακών συναλλαγών και τον εξορθολογισμό των φορολογικών κινήτρων θα βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της συλλογής εσόδων. Δεδομένης της προγραμματισμένης μεγάλης επένδυσης στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, η διαχείριση των δημόσιων επενδύσεων θα πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω».
Εξάλλου, στο όνομα της «πράσινης μετάβασης», ζητά να αυξηθούν οι «πράσινοι» φόροι. Αναφέρει πως «οι αρχές θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο αύξησης του φόρου άνθρακα (συμπεριλαμβανομένων των ειδικών φόρων κατανάλωσης και των τελών) σε τομείς εκτός του Συστήματος Εμπορίας Εκπομπών (ETS), όπως οι μεταφορές, για να δώσουν περαιτέρω κίνητρα για την ταχεία και αποτελεσματική πράσινη μετάβαση καθώς η τιμή της Ενέργειας συνεχίζει να ομαλοποιείται».
Επιπλέον, ζητά «επιτάχυνση των ρυθμιστικών μεταρρυθμίσεων για τη στήριξη των επιχειρήσεων» με «κλιμάκωση του συστήματος διά βίου μάθησης (των εργαζομένων), συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών και πράσινων δεξιοτήτων» και με αύξηση της εργασιακής κινητικότητας από τομέα σε τομέα: «Οι κανονισμοί θα πρέπει να εξορθολογιστούν, ώστε να διευκολύνονται η είσοδος και η έξοδος των επιχειρήσεων καθώς και οι μετακινήσεις θέσεων εργασίας σε όλους τους τομείς, κάτι που θα συμβάλει στη βελτίωση του δυναμισμού και της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
«Αντανακλαστικά» ζητάει και για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και συνολικά για τις τράπεζες, ζητώντας να περιοριστούν τα «τρωτά σημεία στο τραπεζικό σύστημα, έναντι της πιθανής έκρηξης της στεγαστικής πίστης», με «πογκρόμ» πλειστηριασμών και εκβιασμών σε λαϊκά νοικοκυριά και επαγγελματίες. Οπως λέει το ΔΝΤ, χρειάζεται «ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων του δικαστικού συστήματος και των εξωδικαστικών διαδικασιών. Περαιτέρω πρόοδος για την επιτάχυνση της επίλυσης χρεών μέσω αναδιαρθρώσεων στο πλαίσιο της εξωδικαστικής πλατφόρμας και μέσω των επίσημων διαδικασιών βάσει του νέου κώδικα αφερεγγυότητας θα συμβάλει στη βελτίωση του δυναμισμού των επιχειρήσεων. Θα συμβάλει στην αύξηση της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς και στην περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών». Το ΔΝΤ αναμένει ανάπτυξη 2,5% της οικονομίας της Ελλάδας για το 2023 και 2% το 2024, με «καύσιμο» τα κονδύλια και τις αντιλαϊκές «μεταρρυθμίσεις» του Ταμείου Ανάκαμψης: «Η επενδυτική δραστηριότητα θα συνεχίσει να επεκτείνεται με την εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (NRRP). Ωστόσο, μετά τη λήξη της χρηματοδότησης από το NGEU το 2026 και τη χαμηλή ακόμη δυνητική ανάπτυξη, η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται να συγκρατηθεί σε περίπου 1,25% μεσοπρόθεσμα», σημειώνεται στην έκθεση.