Ενας αποσιωπημένος προοδευτικός ποιητής, ο οποίος έζησε στη φτώχεια και την καταφρόνια όταν η αστική τάξη της ελληνικής παροικίας στην Αίγυπτο ευημερούσε
Ο πρώρα χαμένος ποιητής Νίκος Σαντορινιός (1897-1923) από φυματίωση στην παράγκα του κατ' όνομα θεραπευτηρίου «Σωτηρία» σηκώνει στις πλάτες του τα βάρη της επιβίωσης, γι' αυτό τα ποιήματά του είναι τόσο σκοτεινά, τόσο βυθισμένα στη θλίψη |
Το φθισιατρείο «Σωτηρία», κατ' ευφημισμό και κατ' όνομα θεραπευτήριο, λειτουργεί ως ένα νεκροταφείο σωμάτων και ψυχών. Σε αυτόν τον ομαδικό τάφο θα «σβήσει» η υποσχόμενη αυτή ποιητική φωνή, η οποία καταφέρνει έστω και σε μία συλλογή, «Φωνές στην ερημιά», στα 1919, να εκφράσει μέσα από τον ατομικό πόνο της τη συλλογική οδύνη:
Το λέγω: έχω τη δύναμη και θέλησα να ζήσω.
Τους μορφασμούς σας άνθρωποι πάντα περιφρονώ,
τις αηδίες ήρθα, εδώ στον κόσμο, για να σβύσω,
κι αν δεν μπορέσω, τι μ' αυτό; Μονάχος θα πονώ.
..........
Είπα: ας σταματήσω εδώ, νομίζω πως αράζω...
κι όλο το είναι μου ας γενεί θύμα στην καλωσύνη,
κι αν η κακία μερικών με κάνει να σπαράζω,
στα χέρια τα τυραννικά θα νοιώθω ευγνωμοσύνη...
Ετσι, αυτός ο σκοτεινός αποθηκευτικός χώρος, μια άθλια παράγκα μέσα στη βρωμιά και τη δυσωδία, θα αποκτήσει τη φωνή της διαμαρτυρίας μέσα από την ποίηση, η οποία, όταν χάνει τον λυρικό - εξομολογητικό της τόνο, μπορεί να γίνει όπλο εναντίον κάθε μορφής τυραννίας, καταπίεσης και εξαθλίωσης.
«Ο χρόνος που μεσολαβεί (...) ίσαμε τον θάνατό του», περιγράφει τις δυστυχίες του Νίκου Σαντορινιού ο Κύπριος συνομήλικος και συνοδοιπόρος του ποιητής και καθηγητής Γυμναστικής Γλαύκος Αλιθέρσης (ψευδώνυμο του Μιχάλη Χατζηδημητρίου, 1897 - 1965), «εξόν του ότι είναι πολύ λίγος, ήτανε κιόλας γεμάτος αγωνία για το καθημερινό του ψωμί, γεμάτος κι απ' τη φρίκη του θανάτου. Και γενικώς, αν και του 'λειψε πάντοτε ίσως η γόνιμη ψυχική γαλήνη, αλλά στα πρώτα τουλάχιστον χρόνια του, είχε την ένθερμη πίστη προς ένα μέλλον ιδανικό, που η γόησσα φαντασία του το 'δειχνε στα μυστικά ονειροπολήματά του. Κ' είναι αυτή ακριβώς η ελπίδα που τον έριχνε στην ενέργεια και τον έπειθε να υποφέρη κάθε είδους κακουχία και στέρηση με μιάν αλυγισία ηρωική» (αφιέρωμα στο αλεξανδρινό περιοδικό «Αργώ», περίοδος Α', Φυλλάδιο Δεύτερο, 15 Ιούνη 1923, Αλεξάνδρεια).
Το εξώφυλλο του δεύτερου τεύχους του αλεξανδρινού περιοδικού «Αργώ», στις 15 Ιούνη 1923, στο οποίο ο Γλαύκος Αλιθέρσης αφιερώνει σελίδες στο έργο του, από τις οποίες ξεχωρίζουν δύο ποιήματα-συνομιλίες τους (ΣΥΛΛΟΓΗ ΝΟΤΗ ΚΑΡΑΒΙΑ) |
«Αρχισε το βιοποριστικό του στάδιο μαζί με τον Πέτρον Αλήτη (σ.σ. ψευδώνυμο του ταλαντούχου και πρόωρα χαμένου συγγραφέα Παναγιώτη Παναγιώτου, 1896 - 1919), πουλώντας εφημερίδες (...) Εγινε πλανόδιος καπνοπώλης, δούλεψε υπάλληλος σε καταστήματα, μπήκε σε εργοστάσια εργάτης, μεσίτης σε παραγγελιοδοχικά γραφεία, υποβολέας και ηθοποιός σε θιάσους και τέλος από διορθωτής τυπογραφείου δημοσιογράφος. Κι όταν οδηγημένος από τους γιατρούς εγκατέλειψε την Αλεξάντρεια, δούλευε ως επιστάτης σε κάποια έσμπα. Οταν κατόπι γνώρισε την πραγματική κατάσταση, όλο το θάρρος κ' η πεποίθησή του απολέστηκαν, κ' η απελπισία έμεινε μόνη σκοτεινή θεά και κυρίαρχη της ψυχής του».
Στο ίδιο τεύχος του αλεξανδρινού περιοδικού, ο Γλαύκος Αλιθέρσης δημοσιεύει το ποίημα του Νίκου Σαντορινιού «Στον Αλιθέρση» και ένα δικό του ως απάντηση, με τίτλο «Στον Νίκο Σαντορινιό - Απάντηση σ' ένα του γράμμα». Προτού τα δημοσιεύσουμε, θα προτάξουμε το σημείωμα του παντοτινού συμπαραστάτη στη ζωή και στη μεταθανάτια αναγνώρισή του: Κυκλοφορεί η προσωπογραφία «Νίκος Σαντορινιός» στη Λευκωσία, στα 1965, χρονιά θανάτου του Κύπριου ποιητή.
Ο Κύπριος ποιητής Γλαύκος Αλιθέρσης (ψευδώνυμο του Κύπριου ποιητή Μιχάλη Χατζηδημητρίου, 1897-1965) συνομήλικος του φυματικού ποιητή, το οποίος τον στηρίζει εν ζωή, κι όταν πεθαίνει, κρατάει άσβεστη τη μνήμη του, με την έκδοση των ποιημάτων του (1925) και μιας μονογραφίας του για τη ζωή και το έργο του (1965) |
Δεν περιγράφω απλώς, εξηγώ μια διάθεση ψυχική κ' είναι σα να προσθέτω και κάτι στο ποίημα.
ΓΛ. ΑΛ.»
ΣΤΟΝ ΑΛΙΘΕΡΣΗ
Δίχως άλλο θυμάσαι την ξέγνοιαστη
κείνη μέρα: στα βούρλα της λίμνης
ενώ συ κυνηγούσες, αμέριμνος
απ' τους φράχτες εγώ περπατούσα.
Μεθυσμένοι απ' το ξέχωρο τ' άρωμα
των βουνών και των κήπων, ξεχνούσαμε
τους τρανούς μας καημούς, τις φροντίδες.
Προς το βράδυ θυμάσαι, καθίσαμε
Σ' ένα δέντρο ποκάτου η φλογέρα
Πονεμένου βοσκού, μας νανούρισε,
και για ποίηση μιλήσαμε τότε
Το παράπονο ωστόσο δε θέλαμε
να ρυθμίζη τον κάθε μας στίχο,
τι άλλα χρόνια μάς βύθισαν σε όνειρο.
Οι αγάπες του απλού Θεοκρίτου...
ΝΙΚΟΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΙΟΣ
ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ ΣΑΝΤΟΡΙΝΙΟ
- Απάντηση σ' ένα του γράμμα -
Ω φίλε αξέχαστε, κ' εγώ θυμούμαι την εσπέρα
που λες και τη νανούριζε η φλογέρα του βοσκού
όλα ησυχάζαν ήμερα στο γαληνόν αιθέρα,
σαν ύπνος στην επήρειαν ονείρου ερωτικού.
Αλήθεια, εμείς οι Ποιητές τι ευτυχισμένοι! Κάτι
το απλό και τιποτένιο πώς βαθιά μας συγκινεί
έξαφνα δυο τρεις στίχοι, μιας ανατολής η απάτη,
μια λίμνη, ένα φεγγάρι, μια θύμηση μακρυνή...
Ο Πέτρος Αλήτης (ψευδώνυμο του Παναγιώτη Παναγιώτου, 1896-1919), άλλος ένας ταλαντούχος δημιουργός της συγγραφής, ο οποίος πεθαίνει νεότατος. Συνοδοιπόρος του Νίκου Σαντορινιού στα δύσκολα χρόνια του καθημερινού μόχθου (ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ) |
κάτου απ' τα δέντρα, εις ρεμβασμούς γλυκούς, μελλοντικά
ξωφλούσαμε όνειρα για μια ευτυχία επαγγελμένη,
ωσότου το σκοτάδι μάς σκέπαζε σιωπηλά.
Μ' απόψε που στο φτωχικό δωμάτιό μου, το γράμμα σου
διαβάζω, το θλιβερό μαζί και σκοτεινό,
μαντεύοντας το τραγικό που σε σκεπάζει δράμα,
ρωτώ, ρωτώ... Μα ποιος θα μου απαντήση;
Και θρηνώ.
ΓΛΑΥΚΟΣ ΑΛΙΘΕΡΣΗΣ
ΥΓ: Οταν τα φάρμακα για τον λαό γίνονται φαρμάκια.