Από την Αρκτική έως τη Μαύρη Θάλασσα και από την Πολωνία έως το Καζακστάν εντείνονται η στρατιωτική κινητικότητα και η αντιπαράθεση
Από την συνάντηση Μπλίνκεν - Λαβρόφ την περασμένη Πέμπτη |
«Δεν είναι κρυφό ότι έχουμε διαφορές», υπενθύμισε ο Αμερικανός ΥΠΕΞ μετά τη συνάντηση με τον Ρώσο ομόλογό του και «αν η Ρωσία ενεργεί επιθετικά εναντίον μας και εναντίον συμμάχων μας, θα απαντάμε» για «να υπερασπιστούμε τα συμφέροντά μας». Από την άλλη, σύμφωνα με τον Μπλίνκεν, «υπάρχουν πολλοί τομείς όπου τα συμφέροντά μας συναντιούνται» και «μπορούμε να χτίσουμε πάνω σε αυτούς».
«Χρειάζεται να αποφασίσουμε πώς θα συνεχιστούν οι σχέσεις μας» και «να συνεργαστούμε, όπου έχουμε παρόμοιες οπτικές», σημείωσε από την πλευρά του ο Σ. Λαβρόφ, συμπληρώνοντας πως τα δύο κράτη αποκλίνουν πολύ στις εκτιμήσεις για τη διεθνή κατάσταση. Δήλωσε την ετοιμότητα της Ρωσίας «για ειλικρινείς συζητήσεις για όλα τα θέματα», αλλά και να απαντά σε κάθε εχθρική ενέργεια.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, που λέγονταν τα παραπάνω, σε όλα τα μήκη και πλάτη «τρέχει» η αντιπαράθεση ΗΠΑ - ΝΑΤΟ και Ρωσίας, με στρατιωτική κινητικότητα και αλληλοκατηγορίες.
Χαρακτηριστικά, σύμφωνα με όσα δήλωσε ο Σ. Λαβρόφ, ο Αμερικανός ομόλογός του ανέφερε στη συνάντηση σχέδια των ΗΠΑ για ανάπτυξη πρόσθετων στρατιωτικών δυνάμεων στην Πολωνία. Αυτό «θα αποτελούσε άμεση παραβίαση της ιδρυτικής πράξης του 1997 μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ», ανέφερε ο Λαβρόφ.
Παράλληλα, η εκπρόσωπος του ρωσικού ΥΠΕΞ τόνισε ότι η κλιμακούμενη στρατιωτική δραστηριότητα του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και τη Μαύρη Θάλασσα δεν συμβάλλει στην επίλυση της σύγκρουσης στην ανατολική Ουκρανία. «Συνολικά, φέτος, προγραμματίζονται επτά κοινές ασκήσεις με χώρες του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, δηλαδή κάθε έξι ή οκτώ εβδομάδες», είπε η Μαρία Ζαχάροβα.
Την ίδια ώρα, η ρωσική εφημερίδα «Nezavisimaya Gazeta» σημειώνει ότι και στο Καζακστάν εντείνεται η ΝΑΤΟική «διείσδυση», για να επισημάνει ότι «ο Ρώσος Πρόεδρος πρέπει σύντομα να εγκρίνει νόμο για την κύρωση της Συνθήκης για τη Στρατιωτική Συνεργασία Ρωσίας και Καζακστάν». Η Συνθήκη υπογράφτηκε τον Οκτώβρη του 2020 για 10 χρόνια, όμως η πολιτική του Καζακστάν και οι στενές επαφές με τις ΗΠΑ ενδέχεται να επηρεάσουν τη στρατιωτική συνεργασία με τη Ρωσία. «Η συγκατάθεση του Καζακστάν για ανάπτυξη των στρατιωτικών ΗΠΑ και ΝΑΤΟ που αποχωρούν από το Αφγανιστάν μπορεί να αιφνιδιάσει τη Ρωσία», προειδοποιεί ο διευθυντής της Ρωσικής Υπηρεσίας Εξωτερικών Πληροφοριών, Σ. Ναρίσκιν.
Σημειώνεται ότι το Καζακστάν διατηρεί επαφές με το ΝΑΤΟ και σχεδιάζει στρατιωτικές ασκήσεις στο έδαφός του τον Ιούλη με τη συμμετοχή ΗΠΑ, Βρετανίας και Καναδά. Εξάλλου, οι στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ στο Καζακστάν «δεν ασχολούνται μόνο με εκπαίδευση στρατιωτικού προσωπικού» αλλά επιδιώκουν «να έχουν μονάδες σε αυτήν την περιοχή μακροπρόθεσμα», τονίζει το δημοσίευμα.
«Η Ρωσία θα μπορέσει να αντισταθμίσει την αυξανόμενη επιρροή των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ στο Καζακστάν αλληλεπιδρώντας με την Κίνα, που ενδιαφέρεται να ενισχύσει την επιρροή της στην Κεντρική Ασία», δήλωσε ο στρατιωτικός εμπειρογνώμονας, συνταγματάρχης Ν. Σουλγκίν.
Την ίδια ώρα, με τη σημασία της Αρκτικής να μεγαλώνει και να προσελκύει τα ανταγωνιστικά συμφέροντα πολλών «παικτών», διεξήχθη την Πέμπτη στο Ρέικιαβικ η 12η Σύνοδος του Αρκτικού Συμβουλίου, την κυλιόμενη διετή προεδρία του οποίου αναλαμβάνει η Ρωσία. Οι υπουργοί Εξωτερικών των 8 μελών του Συμβουλίου (ΗΠΑ, Καναδάς, Ρωσία, Νορβηγία, Δανία, Σουηδία, Ισλανδία, Φινλανδία) κατέληξαν στο πρώτο «στρατηγικό σχέδιο» που εγκρίθηκε ποτέ, δίνοντας το πλαίσιο για την Αρκτική έως το 2030.
Η Αρκτική μπαίνει όλο και πιο έντονα στο «στόχαστρο», καθώς το λιώσιμο των πάγων ενδέχεται να αποκαλύψει συμφέρουσες εμπορικές διαδρομές και τον σημαντικό ορυκτό πλούτο της.
Παραμονές της Συνόδου και της συνάντησης με τον Λαβρόφ, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ εξέφρασε «ανησυχίες» για τις αυξανόμενες στρατιωτικές δραστηριότητες της Ρωσίας στην περιοχή και επέκρινε τη Μόσχα για «παράνομες θαλάσσιες διεκδικήσεις, ως προς τους κανόνες διέλευσης ξένων πλοίων στη Βόρεια Θαλάσσια Διαδρομή».
Η Ρωσία έχει αυξήσει τις στρατιωτικές δραστηριότητες στην περιοχή με βάσεις, ασκήσεις κ.λπ., ενώ και η ΝΑΤΟική παρουσία εντείνεται τα τελευταία χρόνια και αμερικανικά βομβαρδιστικά Β-1 στάλθηκαν φέτος στη Νορβηγία.
Καθόλου τυχαία, ο Ρώσος ΥΠΕΞ επέκρινε τη Νορβηγία, λέγοντας ότι τροποποιεί τους νόμους ώστε να επιτρέπεται η συνεχής παρουσία ξένων στρατιωτικών δυνάμεων και εξοπλισμού. Σε αυτό το φόντο, προέτρεψε τα κράτη της Αρκτικής η συνεργασία «να επεκταθεί και στον στρατιωτικό τομέα» και να ξαναρχίσουν στρατιωτικές συναντήσεις υψηλού επιπέδου.
Τις εντεινόμενες αντιθέσεις μεταξύ ΕΕ - Κίνας, που θέτουν εμπόδια και στις μεταξύ τους «μπίζνες», επιβεβαίωσε το ψήφισμα που ενέκρινε το Ευρωκοινοβούλιο την Πέμπτη, «παγώνοντας» την πορεία επικύρωσης της Συνολικής Συμφωνίας ΕΕ - Κίνας για τις επενδύσεις (CAI).
Η συμφωνία είχε καταληχθεί «επί της αρχής» τον περασμένο Δεκέμβρη, στο μεταξύ όμως ακολούθησε ανταλλαγή κυρώσεων μεταξύ των δύο πλευρών. Η ΕΕ επέβαλε κυρώσεις επικαλούμενη τα «ανθρώπινα δικαιώματα» και τις εξελίξεις σε Σιντζιάνγκ και Χονγκ Κονγκ, ενώ το Πεκίνο απάντησε με δικές του αντι-κυρώσεις. Το Ευρωκοινοβούλιο χαρακτηρίζει τις τελευταίες «αβάσιμες και αυθαίρετες», αλλά και «σημαντική οπισθοδρόμηση στις σχέσεις ΕΕ - Κίνας». Ζητά δε «από την Κίνα να άρει τις κυρώσεις, ώστε κατόπιν το Κοινοβούλιο να μπορέσει να ασχοληθεί με την CAI». Ακόμα παραπέρα, επικαλούμενο τη στάση του Πεκίνου στο εσωτερικό και διεθνώς, το Ευρωκοινοβούλιο αναφέρει ότι οι «αρνητικές εξελίξεις» θα πρέπει «να αντιμετωπιστούν επαρκώς στην εν εξελίξει επανεξέταση της κοινής ανακοίνωσης με τίτλο "ΕΕ - Κίνα Στρατηγική προοπτική"».
Στο φόντο μάλιστα της εντεινόμενης αντιπαράθεσης ΗΠΑ - Κίνας, «καλεί την ΕΕ να ενισχύσει τον συντονισμό και τη συνεργασία της με τις ΗΠΑ στο πλαίσιο του Διατλαντικού Διαλόγου για την Κίνα». Δεν παραλείπει δε να τονίσει ότι «άλλες εμπορικές και επενδυτικές συμφωνίες με περιφερειακούς εταίρους, συμπεριλαμβανομένης της Ταϊβάν, δεν θα πρέπει να υποστούν τις συνέπειες της αναστολής της επικύρωσης της CAI».
Από τη μεριά της Κίνας, ο εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ Ζάο Λιζιάν είχε σημειώσει μια μέρα πριν ότι «η CAI αποτελεί μια ισορροπημένη και αμοιβαία επωφελή συμφωνία» και ότι η Κίνα «είναι ειλικρινής ως προς την ανάπτυξη των σινο-ευρωπαϊκών σχέσεων», αλλά και έτοιμη «να υπερασπιστεί την κυριαρχία της». Η εφημερίδα «Global Times» παρατηρούσε την Παρασκευή ότι μια μέρα αφού το ΕΚ «πάγωσε» την επικύρωση της επενδυτικής συμφωνίας, «ευρωπαϊκές χώρες και Κίνα συμμετείχαν από κοινού στη Διεθνή Σύνοδο του G20 για την Υγεία», επαναλαμβάνοντας πως υπάρχει κατανόηση ότι «η πρακτική συνεργασία με την Κίνα είναι αυτό που ταιριάζει στα συμφέροντα της Ευρώπης, καθώς οι δύο πλευρές μοιράζονται μεγαλύτερη συμφωνία στην πολυμέρεια και την κοινή αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων δημόσιας υγείας, παρά τις πολιτικές διαφορές». Πρόσθετε δε πως «περισσότεροι θεσμοί και κυβερνήσεις στην ΕΕ θα διαπιστώσουν τελικά ότι η διευκόλυνση της διακοπής της συνεργασίας με την Κίνα - μέσα από τη χρήση του θέματος για τα αποκαλούμενα "ανθρώπινα δικαιώματα" - σε θέματα όπως οι επενδύσεις και το εμπόριο θα ρίξει την ΕΕ στην παγίδα των ΗΠΑ, που δελεάζει την Ευρώπη για να συγκρατήσει την Κίνα και ίσως θέσει σε κίνδυνο τα αληθινά συμφέροντα του μπλοκ (σ.σ. της ΕΕ)».
Σε ένα τέτοιο φόντο και καθώς οι ΗΠΑ επιδιώκουν να ενισχύσουν τις συμμαχίες τους στην Ασία, την Παρασκευή αναμενόταν να ξεκινήσουν επίσημες επαφές του Νοτιοκορεάτη Προέδρου Μουν Τζε Ιν στις ΗΠΑ. Εκτός από τις εξελίξεις στην Κορεατική Χερσόνησο, που αναμενόταν να βρεθούν στο επίκεντρο, ο Μουν αναμενόταν να δεχτεί νέες «παροτρύνσεις» για συμμετοχή της Σεούλ στο σχήμα «Quad» (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Αυστραλία, Ινδία). Μέχρι τώρα η Νότια Κορέα εμφανίζεται απρόθυμη να πάρει μέρος, στο πλαίσιο και των προσπαθειών σύσφιξης των σχέσεών της με την Κίνα τα τελευταία χρόνια, που εκτός από μεγαλύτερος εμπορικός της εταίρος παραμένει και κρίσιμος ρυθμιστής για την κατάσταση στη Χερσόνησο.
Μετά τις δηλώσεις του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ, Μ. Μίλεϊ, ότι χρειάζεται δράση για την ασφάλεια του αεροδρομίου στην Καμπούλ, την Παρασκευή ο γγ του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, επιβεβαίωσε ότι το ΝΑΤΟ δεν τερματίζει, αλλά αναπροσαρμόζει την παρουσία του στο Αφγανιστάν.
Μετά από συνάντησή του στο Παρίσι με τον Γάλλο Πρόεδρο, Εμ. Μακρόν, ο Στόλτενμπεργκ είπε ότι «ανοίγουμε ένα νέο κεφάλαιο» και περιέγραψε τρεις πυλώνες στους οποίους θα εστιάσει η «υποστήριξη» του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν: «Συμβουλές» και «υποστήριξη ικανοτήτων» στις υπηρεσίες της χώρας, σταθερή οικονομική υποστήριξη. Εκπαίδευση και εξάσκηση των δυνάμεων ασφαλείας εκτός Αφγανιστάν, κυρίως στον τομέα των ειδικών επιχειρήσεων. Χρηματοδότηση παροχής υπηρεσιών, μεταξύ άλλων για τη λειτουργία του αεροδρομίου στην Καμπούλ.
Την έναρξη διαπραγματεύσεων με την αντιδραστική κυβέρνηση του Ιβάν Ντούκε, πάνω στα αιτήματα των μαζικών λαϊκών κινητοποιήσεων και απεργιών ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης, ανακοίνωσε η Εθνική Επιτροπή Απεργίας, μετά την τρίτη συνάντησή της με κυβερνητική αντιπροσωπεία την Πέμπτη.
Οι λαϊκές κινητοποιήσεις, που λαμβάνουν χώρα εδώ και πάνω από τρεις βδομάδες, έχουν βαφτεί στο αίμα από την κρατική καταστολή, με τουλάχιστον 52 νεκρούς, πάνω από 1.700 τραυματίες και εκατοντάδες αγνοούμενους.
Μετά την απόσυρση δύο αντιλαϊκών νομοσχεδίων (για τη φορολογία και για την ιδιωτικοποίηση της Υγείας), η Εθνική Επιτροπή Απεργίας έθετε ως προϋπόθεση για διάλογο την απόσυρση της αστυνομίας και του στρατού από τις διαδηλώσεις και την αποποινικοποίηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Μένει να φανεί κατά πόσο αυτά θα εφαρμοστούν από την κυβέρνηση.
Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι οι κινητοποιήσεις θα συνεχιστούν, με νέους μεγάλους σταθμούς στις 26 και 28 Μάη, όταν θα συμπληρώνεται ένας μήνας από την έναρξή τους.
Η Επιτροπή, που είναι το συντονιστικό εκατοντάδων συνδικαλιστικών εργατικών, αγροτικών, νεολαιίστικων και ιθαγένικων οργανώσεων της χώρας, ήδη από το 2019 που ξεκίνησαν μεγάλες κινητοποιήσεις, διεκδικεί: Μέτρα στήριξης του εισοδήματος των λαϊκών στρωμάτων, που χτυπήθηκε ακόμα περισσότερο από την καπιταλιστική κρίση και την καταστροφική διαχείριση της πανδημίας. Δημόσια, δωρεάν και ποιοτική Υγεία και Παιδεία. Εφαρμογή της «ειρηνευτικής συμφωνίας» του 2016 με το αντάρτικο των FARC, την οποία παραβιάζει η κυβέρνηση.