Με σημαία τη δημιουργία μεγάλων ανταγωνιστικών ελληνικών επιχειρήσεων, η κυβέρνηση προχώρησε στην κατάθεση του αντιλαϊκού νομοσχεδίου που προβλέπει τη συνολική αναδιάρθρωση του κατασκευαστικού κλάδου. Η κυβέρνηση προσπαθεί να επιταχύνει τη συγκεντροποίηση κεφαλαίου στο χώρο αυτό και να εδραιώσει τη θέση των μονοπωλιακών ομίλων που δρουν στη χώρα μας.
Η στόχευση αυτή ομολογείται ανοιχτά από το ΥΠΕΧΩΔΕ και δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Ο βαθμός συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου του κλάδου στην Ελλάδα δεν ήταν υψηλός, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '90. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από τις 12.000 εγγεγραμμένες επιχειρήσεις στο σχετικό μητρώο, μόνο 657 είναι ΑΕ ή ΕΠΕ. Απ' αυτές οι 51 μεγαλύτερες (Η΄ τάξης) είχαν το 1999 κύκλο εργασιών που δεν ξεπερνούσε τα 564 δισ. δρχ. Σε σχέση μάλιστα με τους ισχυρούς ευρωπαϊκούς ομίλους τα μεγέθη δεν είναι ουσιαστικά συγκρίσιμα, π.χ. ο Ομιλος της Ελληνικής Τεχνοδομικής είχε συνολικό κύκλο εργασιών 102 δισ. δρχ. το '99, όταν η γερμανική Hochtief έχει αντίστοιχο κύκλο 3,13 τρισ. δρχ. και η γαλλική Vinci 3,64 τρισ. δρχ.
Ωστόσο με μοχλό την κοινοτική και κρατική χρηματοδότηση (μεγάλα έργα κλπ.) έγιναν ορισμένα σημαντικά βήματα τα τελευταία χρόνια στην κατεύθυνση της συγκεντροποίησης κεφαλαίου στο συγκεκριμένο κλάδο. Ετσι σήμερα οι μεγάλες εταιρίες (Η΄ τάξης) που αποτελούν το λιγότερο από το 0,5% του συνόλου των κατασκευαστικών επιχειρήσεων, αναλαμβάνουν δημόσια έργα που αντιστοιχούν στο 40% του συνολικού προϋπολογισμού στον τομέα αυτό. Την τριετία '97-'99 ο κύκλος εργασιών για τις ισχυρές επιχειρήσεις (Η΄ τάξης) αυξήθηκε από 396 δισ. δρχ. σε 564 δισ. δρχ., ενώ για τις μικρομεσαίες της Ε΄ τάξης από 78,4 δισ. δρχ. σε 114,4 δισ. δρχ. μόνο. Είναι φανερό λοιπόν ότι και πριν την κατάθεση του νομοσχεδίου έχει μεγαλώσει το μερίδιο των εταίρων Η΄ τάξης στη συνολική πίτα του κλάδου. Στην ουσία σήμερα έχουν ήδη σχηματιστεί 4 ισχυροί εγχώριοι όμιλοι που καταγράφονται στο σχετικό πίνακα.
Ακολουθούν ορισμένοι άλλοι όμιλοι (ΓΕΚ, ΑΛΤΕ, Σαραντόπουλου κλπ.), που παίζουν επίσης αξιόλογο ρόλο. Γι' αυτές τις επιχειρήσεις τα έργα υποδομής του Γ΄ ΚΠΣ σε συνδυασμό με τα Ολυμπιακά έργα αποτελούν τη χρυσή ευκαιρία. Ηδη την επόμενη περίοδο έως το 2006 η κυβέρνηση υπολογίζει ότι ο δημόσιος τομέας θα δαπανήσει για έργα υποδομής 5,8 τρισ. δρχ., ενώ η ιδιωτική συμμετοχή αναμένεται να ξεπεράσει το 1,5 τρισ. δρχ.
Οι πόροι του Γ΄ ΚΠΣ και τα έργα της Ολυμπιάδας 2004 θα αποτελέσουν λοιπόν πεδίο όξυνσης του ανταγωνισμού στο συγκεκριμένο κλάδο. Ταυτόχρονα θα αναδειχτούν σε μοχλό αναδιάρθρωσης της ελληνικής κατασκευαστικής βιομηχανίας. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο έρχεται να δράσει συμπληρωματικά και το πρόσφατο κυβερνητικό νομοσχέδιο. Επιχειρεί να ενισχύσει τα μεγέθη των εγχώριων ομίλων μέσα από συγχωνεύσεις, ώστε να μπορέσουν να διεκδικήσουν αξιόλογο μερίδιο της εσωτερικής και της βαλκανικής αγοράς.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να ντύσει το νομοσχέδιο με το μανδύα του «εθνικού συμφέροντος», ταυτίζοντας αυτό το συμφέρον με την ισχυροποίηση των εγχώριων μονοπωλίων. Δυστυχώς γι' αυτήν, οι αρνητικές συνέπειες στο λαϊκό εισόδημα, στους εργαζόμενους και στις μικρές επιχειρήσεις του κλάδου, είναι δύσκολο να συγκαλυφτούν.
Η δυσκολία της καθεστωτικής προπαγάνδας έγινε ακόμη μεγαλύτερη μετά τις πρόσφατες ειδήσεις για τις κυοφορούμενες συνεργασίες των ελληνικών ομίλων με το ξένο κεφάλαιο, ιδιαίτερα στον τομέα των αυτοχρηματοδοτούμενων οδικών έργων, π.χ. του Ομίλου της Ελληνικής Τεχνοδομικής με το γαλλικό Ομιλο Vinci Concessions, του Ομίλου ΑΕΓΕΚ με τον ισπανικό Dragados Constructions, του Ομίλου της Τεχνικής Ολυμπιακής με τον επίσης ισπανικό Ομιλο Gruppo Ferrovial κλπ. Οι δημοσιογραφικές αυτές ειδήσεις έρχονται να επιβεβαιώσουν την αντικειμενική τάση του βαθέματος της διαπλοκής ελληνικού και ξένου κεφαλαίου.
Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει σειρά μέτρων για την προώθηση των προαναφερόμενων κατευθύνσεων. Τα βασικότερα είναι:
(α) Φορολογικά και οικονομικά κίνητρα (π.χ. επιδοτήσεις) για την επιτάχυνση των συγχωνεύσεων.
(β) Αυστηρότερες προϋποθέσεις για την ένταξη μιας επιχείρησης στην ανώτερη έβδομη τάξη (σύμφωνα με τη νέα κατάταξη). Η ένταξη σ' αυτή την τάξη έχει αυτονόητη οικονομική σημασία αφού οι εταιρίες των υπόλοιπων τάξεων δεν μπορούν να διεκδικήσουν έργα που ξεπερνούν ένα συγκεκριμένο όριο προϋπολογισμού, π.χ. η έκτη τάξη έχει ανώτερο όριο διεκδίκησης έργου τον προϋπολογισμό των 12 δισ. δρχ. και όλα τα έργα του Ολυμπιακού Χωριού που προκηρύχτηκαν πρόσφατα ξεπερνούν το όριο αυτό.
(γ) Αυστηρότερη θεσμοθέτηση της σχέσης της υπεργολαβίας και των υποχρεώσεων των μικρών εργολάβων.
Βασικά κριτήρια για την κατάταξη μιας επιχείρησης αναδεικνύονται φυσικά το διαθέσιμο κεφάλαιό της και οι οικονομικές επιδόσεις της. Ταυτόχρονα δίνεται ώθηση στην επέκταση της δράσης του ιδιωτικού κεφαλαίου σε έργα κοινής ωφέλειας (π.χ. αυτοκινητόδρομοι) αφού εξαιρούνται τα αυτοχρηματοδοτούμενα έργα από το «ανεκτέλεστο όριο». Συγκεκριμένα, το «ανεκτέλεστο» αποτελούσε στην πράξη ένα όριο για το μερίδιο των έργων που μπορούσε να διεκδικήσει κάθε μεγάλος όμιλος σε μια δεδομένη στιγμή. Οφειλε δηλαδή να υλοποιήσει ένα συγκεκριμένο μέρος από αυτά που είχε αναλάβει για να διεκδικήσει κάποιο καινούριο έργο.
Διακηρυγμένος στόχος του νομοσχεδίου είναι να μειωθούν και οι σημερινές υψηλές επιπτώσεις στα έργα, γιατί σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση θεωρούνται «καθοριστικός παράγοντας νόθευσης του ανταγωνισμού».
Το σύνολο αυτών των μεθοδεύσεων θα επιδράσει άμεσα:
Συνοψίζοντας, η κυβερνητική πρόταση αποτελεί κρατική παρέμβαση με στόχο τη συγκεντροποίηση κεφαλαίου και την ισχυροποίηση του μεγάλου κεφαλαίου ώστε να αποκτήσει μονοπωλιακή θέση στον κατασκευαστικό κλάδο. Βρίσκεται στον αντίποδα των λαϊκών αναγκών για φθηνή και ασφαλή κατοικία καθώς και για την επιτάχυνση της δημιουργίας δημόσιων υποδομών στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής (π.χ. κατασκευή δημόσιων νοσοκομείων υψηλής ποιότητας και χαμηλού κόστους).
Οι ανάγκες των εργαζομένων αναδεικνύουν και τη μοναδική ρεαλιστική διέξοδο που μπορεί να υπάρξει για τα συμφέροντά τους: τη συγκρότηση ενός εθνικού κρατικού κατασκευαστικού φορέα στο πλαίσιο μιας κεντρικά σχεδιασμένης λαϊκής οικονομίας. Ο φορέας αυτός θα σηκώσει το βάρος της υλοποίησης μιας πολιτικής λαϊκής στέγης και της ιεραρχημένης αποπεράτωσης μεγάλων δημοσίων έργων στρατηγικής σημασίας.
Κάτω από αυτό το πρίσμα εμείς οι κομμουνιστές απορρίπτουμε συνολικά το κυβερνητικό νομοσχέδιο. Απέναντι στην πολιτική της συντηρητικής αναδιάρθρωσης δίνουμε τη δική μας σταθερή, αταλάντευτη, διαρκή αγωνιστική απάντηση.