Σήμερα, με την έκταση που παίρνει η εξάπλωση του κορονοϊού και τους θανάτους που ακολουθούν, επιβεβαιώνεται για πολλοστή φορά ότι η υγεία του ανθρώπου αποτελεί μια από τις θεμελιακές προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή και την εξέλιξη της κοινωνίας.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολογίζει ότι από το 2020 θα παρουσιάζονται κάθε χρόνο 20.000.000 νέες περιπτώσεις καρκίνου. Ο καρκίνος είναι δυνατό να προσβάλει κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από το φύλο, την εθνικότητα ή την ηλικία του. Οσο νωρίτερα ανιχνεύεται ο καρκίνος και ξεκινάει η θεραπεία του, τόσο περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν για την επιτυχή αντιμετώπισή του.
Παρότι ο υφυπουργός Υγείας, κ. Κοντοζαμάνης, μας διαβεβαίωσε ότι το σύστημα Υγείας εξακολουθεί να λειτουργεί κανονικά, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Από την έναρξη της επιδημίας στη χώρα μας, έχει μπει φρένο τόσο στη διάγνωση όσο και στην αντιμετώπιση των ασθενών που διαγιγνώσκονται με κακοήθεια. Κύκλοι χημειοθεραπείας μετατίθενται, χειρουργεία που θεωρούνται μη επείγοντα αναβάλλονται. Τα τακτικά εξωτερικά ιατρεία έχουν ανασταλεί και στα ογκολογικά νοσοκομεία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα αφενός να μην μπορούν να γίνουν εξετάσεις διάγνωσης και παρακολούθησης της νόσου, όπως οι μαστογραφίες.
Αφετέρου ένας ασθενής που πρωτοδιαγιγνώσκεται με κακοήθεια δεν μπορεί να κλείσει ραντεβού για να αξιολογηθεί το στάδιο της νόσου του και να ξεκινήσει θεραπεία. Υπάρχουν παραδείγματα ασθενών που είχαν παραπεμφθεί για ογκολογική εκτίμηση και χειρουργείο από άλλα νοσοκομεία, οι οποίοι περιμένουν πότε θα σταματήσει η αναστολή των τακτικών χειρουργείων στα ογκολογικά νοσοκομεία.
Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Εταιρείας Ακτινοθεραπευτικής Ογκολογίας, στο πλαίσιο της προσπάθειας μείωσης του συγχρωτισμού των ευπαθών ομάδων, έχουν αραιώσει τα ραντεβού για ακτινοθεραπεία, με αποτέλεσμα να μειωθούν τουλάχιστον κατά 1/3. Αυτό πρακτικά σημαίνει αναμονή έως και 4 μήνες. Μπορεί όμως ο καρκίνος να περιμένει;
Φυσικά αυτό δεν είναι μία ελληνική ιδιομορφία. Συμβαίνει, και μάλιστα με «επιστημονικές οδηγίες», παγκοσμίως. Στις κατευθυντήριες οδηγίες του, το υπουργείο Υγείας της Γαλλίας προτείνει «όπου είναι δυνατόν (...) μερικοί ασθενείς με αργά εξελισσόμενο μεταστατικό να λάβουν προσωρινά διαλείμματα στη θεραπεία τους ("drug holidays") κατά την κρίση του θεράποντος ογκολόγου, με την επαναξιολόγηση της νόσου να πραγματοποιείται κάθε 2 - 3 μήνες και όχι νωρίτερα, για να αποφευχθεί η εισαγωγή σε νοσοκομείο».
Οι οδηγίες της Αμερικανικής Επιστημονικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας συστήνουν «οι μη επείγουσες ογκολογικές χειρουργικές επεμβάσεις να επαναπρογραμματιστούν, αν είναι δυνατό (...) για να διαφυλαχθούν πόροι του συστήματος Υγείας και να μειωθεί η επαφή του ασθενούς με τις δομές υγειονομικής περίθαλψης».
Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική: Οι ασθενείς που αντιμετωπίζουν ογκολογικό πρόβλημα δεν μπορούν να καθυστερήσουν καμία από τις θεραπείες τους. Η καθυστέρηση είναι κρίσιμη για την εξέλιξη του καρκίνου, ειδικότερα για όσους δεν επιδέχονται χειρουργείο. Η αναμονή μηνών, για να ξεκινήσει η ακτινοθεραπεία ή η χημειοθεραπεία, αφού έχουν γίνει όλοι οι απαραίτητοι έλεγχοι προηγουμένως - ιατρικοί και εργαστηριακοί -, είναι σε κάθε περίπτωση μεγάλη. Το στάδιο του καρκίνου από μόνο του αυξάνεται.
Δεν είναι μόνο η νόσος απάνθρωπη. Είναι και η πολιτική που εφαρμόστηκε και εξακολουθεί να εφαρμόζεται για την υγεία των καρκινοπαθών. Η πολιτική που θεωρεί την υγεία του λαού κόστος.
Γι' αυτό έχουμε και αύξηση των χρόνων αναμονής για τα πάντα, ραντεβού, αποτελέσματα εξετάσεων, χειρουργείο, ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία. Γι' αυτό λειτουργούν στην Ελλάδα 47 ακτινοθεραπευτικά μηχανήματα εκ των οποίων 27 στα δημόσια νοσοκομεία και 20 στα ιδιωτικά.
Είναι αυτή η πολιτική που ευθύνεται για την τραγική υποστελέχωση στα ογκολογικά νοσοκομεία, την επέκταση των «ελαστικών» σχέσεων εργασίας, τις διαρκείς ελλείψεις σε φάρμακα και υλικοτεχνικό εξοπλισμό.
Η επιδημία βρήκε το Νοσοκομείο «Μεταξά» με τεράστια προβλήματα:
Ετσι, και πριν από την πανδημία, αν ο ασθενής «ήθελε» να μην καθυστερήσει τις εξετάσεις, τη θεραπεία του, ή να έχει την τελευταία λέξη της ογκολογικής φαρμακευτικής αγωγής, θα έπρεπε να βάλει το χέρι στην τσέπη και να τα αποκτήσει. Να κλείσει ραντεβού αύριο, και όχι μετά από τρεις μήνες, στα ιδιωτικά νοσοκομεία ή τα απογευματινά ιατρεία, να κάνει μεθαύριο τις ειδικές εξετάσεις του σε ένα από τα δεκάδες ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, να αγοράσει τα πιο εξελιγμένα φάρμακα για τον καρκίνο του.
Δεν ανεχόμαστε να πεθαίνουν συνάνθρωποί μας που θα μπορούσαν να είχαν σωθεί λόγω των ελλείψεων, που εμφανίζονται ακόμη πιο οξυμένες την περίοδο της πανδημίας! Η κυβέρνηση να πάρει τις ευθύνες της!
-- Αμεσα να οριστούν νοσοκομεία στα οποία οι ογκολογικοί ασθενείς να μπορούν να λαμβάνουν κανονικά τη θεραπεία τους!
-- Καμία αναστολή - καθυστέρηση ογκολογικών χειρουργείων!
-- Απαιτούμε μαζικές προσλήψεις μόνιμων γιατρών, νοσηλευτών και λοιπών υγειονομικών στα ογκολογικά νοσοκομεία!
-- Πλήρης επίταξη, άνευ όρων, κλινών, κλινικών, εξοπλισμού εργαστηρίων και του προσωπικού του ιδιωτικού τομέα περίθαλψης και ένταξή του στο κρατικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των ογκολογικών ασθενών.
Σε μια κυνική και απάνθρωπη «επιλογή ανθρώπων» που θα δώσουν από κάποιο κρεβάτι της ΜΕΘ τη μάχη με τον κορονοϊό, προχωρά η Σουηδία, ένα από τα πιο αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη του κόσμου, που θεωρείται και πρότυπο υπηρεσιών Υγείας, «κοινωνικής πολιτικής» και καινοτομίας.
Εν έτει 2020 και εν μέσω πανδημίας, δίνονται αυστηρές οδηγίες για το ποιοι ασθενείς «δικαιούνται» μια θέση σε ΜΕΘ, ανάλογα με τα «βιολογικά» τους χαρακτηριστικά.
Οπως προκύπτει από εσωτερικό έγγραφο - με κατευθύνσεις του υπουργείου Υγείας - του Πανεπιστημιακού νοσοκομείου Καρολίνσκα (Karolinska) στη Στοκχόλμη (εφημερίδα «Aftonbladet»), την ευθύνη «για την παροχή και διακοπή εντατικής θεραπείας» ενός ασθενούς την έχει το ιατρικό προσωπικό, ακολουθώντας τις γενικές οδηγίες.
Μεταξύ άλλων, προτεραιότητα στις ΜΕΘ έχουν:
Η βιολογική ηλικία καθορίζεται από το ιατρικό ιστορικό και μπορεί να είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη της χρονολογικής. Δηλαδή, στις σουηδικές ΜΕΘ δεν έχουν προτεραιότητα ακόμη και νεότεροι άνθρωποι με πολλαπλά προβλήματα υγείας, ιδιαίτερα σε ζωτικά όργανα...
Επίσης, η «παροχή ΜΕΘ», σύμφωνα με το έγγραφο, «θα διακόπτεται» «σε ασθενείς που αν και μπήκαν σε ΜΕΘ, αποδείχθηκε ότι δεν εκπληρούν τα παραπάνω κριτήρια», που έχουν υποστεί «ζημιά σε κάποιο ζωτικό όργανο ή μη βελτίωση της κατάστασης, δηλαδή με μικρή πιθανότητα επιβίωσης και αποκατάστασης»...
Ποια πραγματικότητα επιβάλλει αυτήν τη βαρβαρότητα, αντί για την αξιοποίηση όλων των μέσων και των δυνατοτήτων που προσφέρουν σήμερα η επιστήμη και η τεχνολογία, ειδικά στον τομέα της Υγείας; Οι μαζικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες Υγείας τις τελευταίες δεκαετίες, η κατάργηση χιλιάδων νοσοκομειακών κρεβατιών, το κλείσιμο νοσοκομείων και η ιδιωτικοποίησή τους (όπως π.χ. και το «Καρολίνσκα»), όπως και των Κέντρων Υγείας.
Εξάλλου, η Σουηδία έχει μια από τις χαμηλότερες αναλογίες νοσοκομειακών κρεβατιών και κλινών ΜΕΘ ανά κάτοικο. Συγκεκριμένα, σε 100.000 δεν αντιστοιχούν ούτε 6 ΜΕΘ, δηλαδή περίπου 600 στο σύνολο. Μέχρι και την Πέμπτη, στις ΜΕΘ της χώρας είχαν νοσηλευτεί (συνολικά) περίπου 1.000 ασθενείς από το ξέσπασμα της πανδημίας. Επομένως ...«αναγκαστικά» πρέπει να γίνει μια «επιλογή» ασθενών που θα δώσουν τη μάχη κατά του κορονοϊού.
Την ίδια ώρα, τουλάχιστον 1.200 είναι οι επίσημα καταγεγραμμένοι νεκροί - σε μια χώρα 10 εκατ. κατοίκων - και μόνο 170 πέθαναν σε ένα 24ωρο την Πέμπτη. Σε αυτό συντελεί το ανεπαρκές σύστημα Υγείας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Στέφαν Λεβέν (Σοσιαλδημοκράτες - Πράσινοι) έχουν λάβει ελάχιστα μέτρα περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα, προκειμένου να μετριαστούν οι συνέπειες από τον κορονοϊό στην οικονομία, να μην πληρώσει η κυβέρνηση επιδόματα κ.λπ.
Η τακτική αυτή έχει καταγγελθεί επανειλημμένα από επιστήμονες της χώρας. Μετά την ανοιχτή επιστολή που την υπέγραφαν πάνω από 2.000 επιστήμονες, την περασμένη βδομάδα 22 ερευνητές κορυφαίων σουηδικών πανεπιστημίων και ερευνητικών ινστιτούτων με άρθρο τους στη «Dagens Nyheter» καλούν την κυβέρνηση να αλλάξει πορεία.