Καλύτερη αγορά για τους αμερικανικούς πυραύλους «Πάτριοτ» αναδεικνύεται η Μέση Ανατολή... |
Με ποσοστό 36% επί των συνολικών εξαγωγών όπλων, οι ΗΠΑ παραμένουν με διαφορά ο μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων στον κόσμο, σύμφωνα με τα χτεσινά στοιχεία του Ερευνητικού Ινστιτούτου Ειρήνης της Στοκχόλμης (SIPRI). Οι ΗΠΑ αύξησαν τις εξαγωγές όπλων κατά 23% το διάστημα 2015 - 2019 σε σύγκριση με την προηγούμενη πενταετία.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο συνολικός όγκος των εισαγωγών - εξαγωγών αυξήθηκε κατά 5,5% κατά τη διάρκεια των πέντε ετών.
Μεταξύ άλλων, η πολεμική βιομηχανία των ΗΠΑ επωφελήθηκε από τη μεγάλη ζήτηση στη Μέση Ανατολή, όπου οι εισαγωγές όπλων αυξήθηκαν κατά 61% την πενταετία εξαιτίας των πολλών εστιών ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων. «Οι μισές εξαγωγές όπλων της Αμερικής (την πενταετία) έχουν κατευθυνθεί στη Μέση Ανατολή και οι μισές από αυτές στη Σαουδική Αραβία», επισημαίνει το SIPRI.
Ταυτόχρονα, η ζήτηση για προηγμένα αμερικανικά στρατιωτικά αεροσκάφη αυξήθηκε σε άλλες περιοχές του κόσμου, όπως η Ευρώπη, η Αυστραλία, η Ιαπωνία και η Ταϊβάν. Συνολικά οι ΗΠΑ πούλησαν όπλα σε 96 χώρες.
Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Ρωσία με μείωση των εξαγωγών όπλων από 27% σε 21% την περασμένη πενταετία κυρίως λόγω της χαμηλότερης ζήτησης από τον σημαντικότερο αγοραστή όπλων, την Ινδία. Επίσης, μειώθηκαν κατά 87% οι εξαγωγές ρωσικών όπλων στη Συρία.
Στην τρίτη θέση βρίσκεται η Γαλλία - ο μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων στην ΕΕ - που σημείωσε νέο ρεκόρ από το 1990. Οι γαλλικές εξαγωγές την τελευταία πενταετία αντιστοιχούν στο 7,9% των παγκόσμιων πωλήσεων (από 4,8% το διάστημα 2010 - '14) και εξαιτίας μεγάλων συμφωνιών με την Αίγυπτο, το Κατάρ, την Ινδία. Με αύξηση 17% και μερίδιο 5,8% των συνολικών εξαγωγών, η Γερμανία παραμένει στην τέταρτη θέση, μπροστά από την Κίνα, οι πωλήσεις της οποίας αντιπροσωπεύουν το 5,5% των παγκόσμιων εξαγωγών.
Ενώ παραμένουν τα υψηλά γερμανικά πλεονάσματα με ΗΠΑ, Γαλλία, Βρετανία
ΒΕΡΟΛΙΝΟ.--
Για τέταρτη συνεχή χρονιά η Κίνα αναδεικνύεται ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, σύμφωνα με στοιχεία της Γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας για το 2019, ενώ οι ΗΠΑ παραμένουν σταθερά η χώρα όπου κατευθύνονται οι περισσότερες γερμανικές εξαγωγές, παρά τις περιοριστικές πολιτικές της αμερικανικής κυβέρνησης.
Πέρυσι οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Γερμανίας - Κίνας ανήλθαν στα 205,7 δισ. ευρώ. Στη δεύτερη και στην τρίτη θέση ακολουθούν η Ολλανδία με 190,4 δισ. ευρώ - ως σημαντικός προμηθευτής της Γερμανίας με πετρέλαιο και φυσικό αέριο - και οι ΗΠΑ με 190,1 δισ. ευρώ.
Η Κίνα είναι από το 2015 η χώρα από την οποία προέρχονται οι περισσότερες εισαγωγές της Γερμανίας και πέρυσι εισήχθησαν εμπορεύματα αξίας 109,7 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 3,4% περισσότερα από το 2018. Στη δεύτερη και τρίτη θέση στις σημαντικότερες χώρες εισαγωγών βρίσκονται η Ολλανδία (98,7 δισ. ευρώ) και οι ΗΠΑ (71,4 δισ. ευρώ).
Η Γερμανία εξήγε το 2019 εμπορεύματα αξίας 118,7 δισ. ευρώ στις ΗΠΑ, 106,8 δισ. ευρώ στη Γαλλία και 96 δισ. ευρώ στην Κίνα. Το υψηλότερο εμπορικό πλεόνασμα το είχε η Γερμανία με τις ΗΠΑ (47,2 δισ. ευρώ), τη Γαλλία (40,7 δισ. ευρώ) και τη Μεγάλη Βρετανία (40,4 δισ. ευρώ).
Πάντως, σημειώνεται, οι γερμανικές εξαγωγές συνολικά επιβραδύνθηκαν πέρυσι εξαιτίας της «εμπορικής σύγκρουσης» ΗΠΑ - Κίνας που φρέναρε την οικονομική ανάπτυξη και έτσι «υπέφερε» η γερμανική οικονομία που βασίζεται πολύ στις εξαγωγές. Αν και οι γερμανικές εξαγωγές εμπορευμάτων αυξήθηκαν στα 1,327 τρισ. ευρώ, η αύξηση κατά 0,8% θεωρείται πολύ μικρή συγκριτικά με τα δυο προηγούμενα χρόνια.
Τα μέτρα που ανακοίνωσαν χτες τα υπουργεία Εργασίας και Οικονομικών σχετικά με τις συνέπειες του νέου κορονοϊού στην οικονομία, σε πλήρη αντιστοιχία με τις απαιτήσεις που διατύπωσαν νωρίτερα οι εργοδοτικές ενώσεις και σε πλήρη αντίθεση με τις διεκδικήσεις των εργατικών συνδικάτων, επιβεβαιώνουν ότι και σε αυτήν την περίπτωση, προκειμένου να διασφαλιστούν τα κέρδη του κεφαλαίου και να συγκρατηθούν οι «χασούρες» του, επιχειρείται να πληρώσουν το «μάρμαρο» οι εργαζόμενοι και ο λαός.
Την ίδια ώρα που, μπροστά στην εξάπλωση του κορονοϊού και στη χώρα μας, οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα έρχονται αντιμέτωποι με τις τεράστιες ελλείψεις στο δημόσιο σύστημα Υγείας, εξαιτίας της πολιτικής της εμπορευματοποίησης και της υποχρηματοδότησης που προωθούν διαχρονικά όλες οι κυβερνήσεις ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ, στις κυβερνητικές ανακοινώσεις δεν περιλαμβάνεται ούτε ένα μέτρο προστασίας των εργαζομένων, των θέσεων εργασίας, των μισθών και των δικαιωμάτων τους. Δεν περιλαμβάνεται ούτε ένα μέτρο που να διασφαλίζει την υποχρεωτική παροχή πρόσθετης άδειας με πλήρεις αποδοχές και Ασφάλιση για όλους τους εργαζόμενους που θα χρειαστεί να λείψουν από τη δουλειά τους λόγω του κορονοϊού. Δεν περιλαμβάνεται ούτε ένα μέτρο που να διασφαλίζει τους εργαζόμενους απέναντι στις απολύσεις και στις δυσμενείς αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις.
Κι όλα αυτά ενώ πληθαίνουν οι καταγγελίες εργαζομένων και συνδικάτων από κλάδους και χώρους δουλειάς για την εντεινόμενη επίθεση της εργοδοσίας:
Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν παίρνει κανένα μέτρο για όλα τα παραπάνω, στάση που αποτυπώθηκε και στην άρνησή της να συναντήσει αντιπροσωπεία εργατικών συνδικάτων, αλλά σπεύδει να ικανοποιήσει όλες τις αξιώσεις του κεφαλαίου για προστασία των κερδών του και μείωση των απωλειών του, αλλά και για προώθηση πάγιων αντεργατικών σχεδιασμών που επιταχύνονται με αφορμή τον κορονοϊό, με κεντρικό ζήτημα την παραπέρα απογείωση της «ευελιξίας».
«Αντιγράφοντας» την κοινή ανακοίνωση ΣΕΒ - ΣΕΤΕ - ΕΣΕΕ - ΓΣΕΒΕΕ και την «προτροπή» για «πρακτικές ευελιξίας ως προς το χρόνο και τον τόπο εργασίας», η κυβέρνηση παρέχει στους εργοδότες τη δυνατότητα να προχωρούν σε «αλλαγή ή τροποποίηση του ωραρίου και της οργάνωσης του χρόνου εργασίας των εργαζομένων» χωρίς να ενημερώνουν άμεσα το πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη», ενώ ταυτόχρονα διευκολύνει την «εξ αποστάσεως παροχή εργασίας (τηλεργασία)», πάγια αξίωση του κεφαλαίου, που οδηγεί σε ακόμα πιο δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στον εργάσιμο και μη εργάσιμο χρόνο, μείωση του «λειτουργικού κόστους» για τις επιχειρήσεις κ.τ.λ. Χαρακτηριστική ως προς τα παραπάνω, σε συνθήκες μάλιστα που κλείνουν όλο και περισσότερα σχολεία, είναι η αναφορά του υπουργείου ότι με την ενίσχυση της τηλεργασίας «διευκολύνονται οι εργαζόμενοι με παράλληλα καθήκοντα φροντίδας παιδιών»...
Επιπλέον, ανακοινώθηκαν από την κυβέρνηση μια σειρά μέτρων «ελάφρυνσης» επιχειρήσεων που διακόπτουν με κρατική εντολή τη δραστηριότητά τους για πάνω από 10 μέρες (αναστολή πληρωμών ασφαλιστικών εισφορών, δόσεων ρυθμίσεων κ.ά.), χωρίς να αναφέρεται πουθενά η διασφάλιση των μισθών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων στις ίδιες επιχειρήσεις, αλλά και χωρίς να λαμβάνεται κανένα μέτρο στήριξης για τους αυτοαπασχολούμενους που - χωρίς να υπάρχει τέτοια κρατική εντολή διακοπής - μπορεί να βρεθούν οι ίδιοι ή μέλη της οικογένειάς τους σε καθεστώς προφύλαξης ή ακόμα και να νοσήσουν.
Τα αντίστοιχα αντεργατικά μέτρα που λαμβάνονται από τις αστικές κυβερνήσεις και επιχειρηματικούς κολοσσούς σε όλο τον κόσμο - «ευελιξία», τηλεργασία, απολύσεις κ.ά. - επιβεβαιώνουν την ενιαία αντιλαϊκή επίθεση του κεφαλαίου.
Οπως οι εργαζόμενοι όμως δεν πρέπει να αντιμετωπίσουν ως «φυσικό φαινόμενο» τις άθλιες συνθήκες που έχει διαμορφώσει η αντιλαϊκή πολιτική στην Υγεία, έτσι δεν πρέπει να δεχθούν και ως «της μοίρας τους γραφτό» τα νέα αντεργατικά χτυπήματα που προωθούνται στο φόντο της εξάπλωσης του νέου κορονοϊού και των συνεπειών της στην καπιταλιστική κερδοφορία.
Για την προστασία της ζωής και των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των οικογενειών τους πρέπει να δυναμώσει με κάθε τρόπο το αγωνιστικό μέτωπο για τη διεκδίκηση άμεσων ουσιαστικών μέτρων, με βασικές αιχμές τις μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού για να στελεχωθεί πλήρως το δημόσιο σύστημα Υγείας, την πλήρη διασφάλιση των θέσεων εργασίας, των μισθών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων και την παροχή πρόσθετων αδειών με Ασφάλιση για όλους τους εργαζόμενους που θα χρειαστεί να λείψουν από τη δουλειά.