ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Μάη 2001
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Πολύ κακό για το τίποτα;

Αφισοκόλληση στους δρόμους της Ρώμης

Associated Press

Αφισοκόλληση στους δρόμους της Ρώμης
Ο νεαρός Αντόνιο Μαστρομαρίνο, από τη Μασάφρα της νότιας Ιταλίας, βρήκε μια πρωτότυπη ιδέα για να λύσει εν μέρει το οικονομικό του πρόβλημα: Εβγαλε σε δημοπρασία την ψήφο του, λέγοντας ότι θα ψηφίσει τον υποψήφιο που θα του προσφέρει τα περισσότερα.

Είναι ένα από τα πολλά περιστατικά, «χαρακτηριζόμενα» ως ευτράπελα, που σημάδεψαν την προεκλογική εκστρατεία στη γείτονα, που έληξε σήμερα, καθώς άνοιξαν οι κάλπες για τις κοινοβουλευτικές και τοπικές εκλογές, που θα αναδείξουν τα μέλη του 14ου μεταπολεμικού Κοινοβουλίου - τα 630 μέλη της Ανω Βουλής και τα 315 της Γερουσίας - την 60ή κυβέρνηση και χιλιάδες αιρετούς τοπικούς άρχοντες. Ωστόσο, το ανωτέρω περιστατικό, που καταγράφηκε από τον ιταλικό και διεθνή Τύπο, αποκαλύπτει τον τραγικό χαρακτήρα αυτής της εκλογικής αναμέτρησης.

Τραγικός και οδυνηρός, αφού την προεκλογική εκστρατεία μονοπώλησε η κόντρα μεταξύ του υποψήφιου για τη θέση της πρωθυπουργίας, του Κεντροδεξιού Συνασπισμού, «Οίκου των Ελευθεριών», Σίλβιο Μπερλουσκόνι και του υποψήφιου του κεντροαριστερού και απερχόμενου κυβερνητικού συνασπισμού της «Ελιάς», τέως δημάρχου της Ρώμης, Φρανσίσκο Ρουτέλι, που, μάλιστα, έχει αποτυπωθεί στη μνήμη των ψηφοφόρων ως η κόντρα του «ωραίου» - υπονοώντας τον Ρουτέλι και του «τέρατος» - υπονοώντας τον Μπερλουσκόνι. Τραγικός και οδυνηρός, καθώς, ενώ τα προβλήματα που μαστίζουν την ιταλική κοινωνία εξακολουθούν όχι μόνο να υπάρχουν, αλλά και να έχουν διογκωθεί, σύσσωμος ο Τύπος, και κυρίως ο διεθνής, έχει επιδοθεί σε έναν πόλεμο κατά των «φαντασμάτων», που τάχα εκπροσωπεί ο Μπερλουσκόνι, όπως η διαφθορά, η ακροδεξιά, η ξενοφοβία, ακόμη και ο Μουσολίνι!

«Αίμα, δάκρυα και ιδρώτας»


«Η εκλογή του Μπερλουσκόνι στη θέση του πρωθυπουργού θα αποτελέσει μαύρη μέρα για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου», θα σημάνει συναγερμό ο βρετανικός «Economist» σε ένα κρεσέντο κατά της προοπτικής της ανόδου του κεντροδεξιού συνασπισμού - καθώς προηγείται σε όλες τις δημοσκοπήσεις κατά 5% της «Ελιάς» - στην ιταλική εξουσία και θα δώσει το σύνθημα για ένα «λεκτικό πόλεμο» που θα ξεσπάσει στην Ευρώπη και που θα καταλήξει σε ωμή παρέμβαση στα εσωτερικά πολιτικά δρώμενα μιας ευρωπαϊκής δύναμης. Παρέμβαση που εκδηλώνεται με τα συνεχή δημοσιεύματα - λίβελους κατά του Μπερλουσκόνι, όπου θα επιδοθούν, εκτός του βρετανικού οργάνου των πολυεθνικών, η ομογάλακτή του επίσης βρετανική εφημερίδα «Financial Times», η «δεξιά» ισπανική «El Mundo», αλλά και η γαλλική «αριστερίζουσα» και έγκυρη εφημερίδα «Le Monde», που θα υπενθυμίσει στους Ιταλούς ψηφοφόρους ότι «δεν πρέπει να ξεχνούν ότι αποτελούν μέρος μίας κοινότητας που είναι φορέας κάποιων αξιών, οι οποίες είναι αντίθετες με την επιλογή του κυρίου Μπερλουσκόνι».

Βέβαια, αν κανείς εξετάσει επιφανειακά την προσωποπαγή και διανθισμένη με τους πλέον χαρακτηριστικούς ιταλικούς φαμφαρονισμούς εκστρατεία, που διεξήγαγε κυρίως ο Μπερλουσκόνι, θα μπορούσε ευκόλως να συμπαραταχτεί με την άποψη αυτή. Δηλαδή, με το βιβλίο που απέστειλε σε όλους τους Ιταλούς ψηφοφόρους υπό τον τίτλο «μία ιταλική ιστορία», μία πραγματική «αγιογραφία» του πρώην πρωθυπουργού - επί επτάμηνον το 1994 - αυτοαποκαλούμενου και ως ο ιππότης (Il Cavaliere), του πιο πλούσιου Ιταλού επιχειρηματία που έχτισε την οικονομική του αυτοκρατορία (την «Finnivest» που κατέχει το μεγαλύτερο εκδοτικό οίκο της Ιταλίας, τον «Mondadari», τρεις τηλεοπτικούς σταθμούς, το μεγαλύτερο σε κυκλοφορία περιοδικό «Panorama», την ποδοσφαιρική ομάδα AC Milan και δεκάδες ακόμη επιχειρήσεις, αλλά και μετοχές σε δεκάδες επιχειρήσεις εκτός ιταλικών συνόρων) εκ του μηδενός και «με αίμα, ιδρώτα και δάκρυα», τη στιγμή που υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για διαφθορά, χρηματισμό, λαθρεμπόριο και ξέπλυμα χρήματος. `Η για τους εταίρους του στον κεντροδεξιό συνασπισμό, που ποικίλλουν από την «Εθνική Συμμαχία» του Τζιανφράνκο Φίνι, που προέρχεται από το «Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα» (MSI) που αντλούσε τις αρχές του από τον Μπενίτο Μουσολίνι, τη «Λέγκα του Βορρά» με το όραμα της «Παδανίας» έως και τα δύο χριστιανοδημοκρατικά κόμματα, που ηγούνται ο Μπόμπο Κράξι και ο πρώην ΥΠΕΞ, Τζιάνι ντε Μικέλις. Αν και η συγκατοίκηση κάτω από την ίδια στέγη, μεταξύ των «σοσιαλιζόντων» τελευταίων αυτών σχηματισμών και των ακροδεξιών, μάλλον δε θα πρέπει να ξενίζει, ειδικά αν λάβει κανείς του υπόψη ότι ο Μπόμπο Κράξι δεν είναι άλλος από τον γιο του πρώην προέδρου του Σοσιαλιστικού Κόμματος και πρώην πρωθυπουργού, που κατηγορήθηκε για διαφθορά και κατέφυγε στην Τυνησία αυτοεξόριστος, και που θεωρείται ο άνθρωπος που κινούσε τα νήματα πίσω από τον Μπερλουσκόνι, όταν πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του '70 να αρχίζει να «χτίζει» την οικονομική αυτοκρατορία του, στο προπύργιο των σοσιαλιστών, το Μιλάνο.

Ο δρόμος ήταν ανοιχτός...

Παρότι δεν υπάρχει αμφιβολία για την κυριαρχία του στα ΜΜΕ, σε μεγάλο τμήμα της διαφήμισης, για την τεράστια οικονομική του ισχύ και το «μαύρο φωτοστέφανο» που κοσμεί την κεφαλή του, παραμένουν πολλά τα ερωτηματικά γι' αυτήν την οξύτατη και κατάφωρη παρέμβαση διεθνών κέντρων και Τύπου στα ιταλικά πεπραγμένα, προκειμένου να αποτραπεί η εκλογή του Μπερλουσκόνι.

Πραγματικά ηχεί παράξενος ο ξένος Τύπος, που επισείει τον «τρομακτικό κίνδυνο» της ανόδου της ακροδεξιάς στην Ιταλία, μία χώρα - μέλος της G8, του ΝΑΤΟ και, φυσικά, της «πρώτης ταχύτητας της ΕΕ», όπως αντίστοιχα έκανε και με το αυστριακό Κόμμα της Ελευθερίας του Γιεργκ Χάιντερ ή την άνοδο του ακροδεξιού Βλάαμσμπλοκ στο Βέλγιο.

Ακόμη πιο παράξενα ηχούν οι κραυγές του τρόμου, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι η πολιτική αυτή είναι που ουσιαστικά άνοιξε το δρόμο για την άνοδο του Μπερλουσκόνι, που δεν είναι και κάποιος «νέος» στα πολιτικά δρώμενα της Ευρώπης. Μία πολιτική, που εκφράστηκε με τον εκλογικό νόμο, που κάποτε χαιρετίστηκε, «αφού θα έβαζε ένα τέλος στην κυβερνητική ασάφεια και ανασφάλεια με τις πολυκομματικές κυβερνήσεις». Μία πολιτική, που δημιούργησε και στους Ιταλούς πολίτες την απέχθειά τους προς την πολιτική και τους οδήγησε να «γίνουν καλοί καταναλωτές και σεβάσμιοι πολίτες».

Αυτή η πολιτική αντανακλάται και στα προεκλογικά προγράμματα των δύο συνασπισμών που διεκδικούν την εξουσία. Καμία διαφορά δεν υπάρχει, αφού και οι δύο υποστηρίζουν τις φορολογικές μειώσεις, την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων της μεγάλης βιομηχανικής δύναμης της Ιταλίας, την ενίσχυση των μέτρων κατά της εγκληματικότητας και της μετανάστευσης, την αναδόμηση της κυβέρνησης και να γίνει πιο ευέλικτη με μικρότερο αριθμό υπουργείων, την αναθεώρηση του Συντάγματος και φυσικά όσον αφορά στην πολιτική του Mezzogiorno, δηλαδή της στήριξης του Νότου, που ταλανίζεται από οικονομικά προβλήματα και σημαντική καθυστέρηση. Αρκεί να φανταστεί κανείς ότι το ένα πέμπτο των εργαζομένων στο Νότο είναι άνεργοι, ποσοστό που είναι κάτι περισσότερο από το διπλάσιο του εθνικού ποσοστού. Αυτή η πολιτική είναι που οδήγησε την προεκλογική εκστρατεία να είναι, όπως τη χαρακτήρισε και το αμερικανικό περιοδικό «Time», αναμέτρηση στιλ και προσωπικοτήτων και όχι προγραμμάτων.

Αυτή είναι και η πολιτική, που ενδέχεται να παραδώσει τα σκήπτρα της εξουσίας στον Μπερλουσκόνι, που κατόρθωσε για πρώτη φορά να συνενώσει τις κυριότερες δυνάμεις που εξουσιάζουν οικονομία και μέσα ενημέρωσης με μέρη της πάλαι πότε καθεστηκυίας τάξης της Ιταλίας. Εκτός εάν η σύγκρουση συμφερόντων που εξελίσσεται σε αδυσώπητη μάχη, όσον αφορά στο ποιος θα κριθεί ότι είναι σε θέση να υπερασπίσει καλύτερα τα συμφέροντα της εγχώριας και της ξένης ολιγαρχίας, γείρει τελικά υπέρ του υποψηφίου της «Ελιάς» και ανατραπούν όλα τα προγνωστικά.

Πάντως, η μοναδική πραγματική και ρεαλιστική απάντηση στον «κίνδυνο» για τη δημοκρατία και την Ευρώπη που εκπροσωπεί ο Μπερλουσκόνι σίγουρα δε θα βρεθεί στις αναλύσεις των «έγκυρων μέσων»...


Χριστίνα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ


ΗΠΑ
Αύξηση του ποσοστού της ανεργίας

ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ (του ανταποκριτή μας Χρ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ).-

Καθώς επιδεινώνεται η οικονομική κατάσταση των ΗΠΑ, αυξάνεται παράλληλα και το ποσοστό της ανεργίας, το οποίο, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Εργασίας, από 4,3% που ήταν το Μάρτη, τον Απρίλη έφτασε στα 4,5%, το οποίο σημαίνει πως το μήνα αυτό 223.000 άτομα έχασαν τη δουλιά τους, έναντι 53.000 του προηγούμενου μήνα. Κατά την άποψη ορισμένων αναλυτών, η παραπαίουσα οικονομία έγινε ακόμα ασθενέστερη τελευταία και μπορεί να προσεγγίζει ή ακόμα και να βρίσκεται μέσα στην ύφεση.

Η μείωση της εργατικής απασχόλησης τον Απρίλη ήταν η μεγαλύτερη μέσα σε ένα μήνα μετά το Φλεβάρη 1991, όταν η χώρα βρισκόταν στην τελευταία της ύφεση. Ωστόσο, η χρηματιστηριακή αγορά υποδέχτηκε τα δυσάρεστα αυτά νέα με ικανοποίηση, λέγοντας ότι προοιωνίζονται καλύτερες μέρες. Και ανέφερε, ότι ήδη οι υψηλότερες χρηματιστηριακές μετοχές σημείωσαν νέα άνοδο, καθώς οι επενδυτές φαίνεται να συμπέραναν πως τα μονοπώλια μειώνοντας το εργατικό κόστος, έδρασαν άμεσα για να αναζωογονήσουν τα κέρδη.

Ομως, την «αισιοδοξία» αυτή δε συμμερίζονται οι πάντες. Οπως παρατηρούσαν σε πρωτοσέλιδο άρθρο τους (5/5) οι «Τάιμς Νέας Υόρκης» (ΝΥΤ): «Η άνοδος της ανεργίας είναι ιδιαίτερα σκληρή πάνω στην εμπιστοσύνη του καταναλωτή, και το ποσοστό ανεργίας είναι τώρα το υψηλότερο από τον Οκτώβρη 1998. Η ανησυχία είναι, ότι η άνοδος της ανεργίας θα κάνει τους καταναλωτές να αποτραβηχτούν, εξασθενίζοντας ακόμα περισσότερο την οικονομία και αυξάνοντας το ποσοστό ανεργίας παραπέρα».

Το άρθρο των «ΝΥΤ» εξηγούσε: «Υπό την πίεση της ελάττωσης των κερδών, η μονοπωλιακή Αμερική φαίνεται να μετακινεί τη στρατηγική της προς το κόψιμο των δαπανών. Μέχρι τώρα, οι διαχειριστές των επιχειρήσεων προτιμούσαν να μειώνουν την υπερωρία, να περικόπτουν τις ώρες και να προτιμούν λιγότερους προσωρινούς εργάτες. Ο απολογισμός του Απρίλη παρουσίασε την πρώτη καθαρή ένδειξη, ότι οι εργοδότες καταφεύγουν τώρα πιο συχνά στις απολύσεις και στην πρόσληψη προσωρινών εργατών» (...)

«Η μετακίνηση αυτή», κατά το ίδιο άρθρο, «αντανακλάται στα στοιχεία της ανεργίας. Κοντά 3 εκατομμύρια από τα 6,4 εκατομμύρια ατόμων, που ήταν άνεργοι τον Απρίλη, είχαν χάσει τις δουλιές τους μέσα στις προηγούμενες πέντε βδομάδες. Αυτό ήταν το 46% όλων των άνεργων, δηλαδή πάνω από το 43% το Μάρτη».

Ας σημειωθεί, ότι η άνοδος της ανεργίας τον περασμένο μήνα έγινε κύρια σε βάρος των εφήβων, το ποσοστό ανεργίας των οποίων έφτασε στο 14,2% έναντι 13,8% το Μάρτη, και των λευκών, που το ποσοστό ανεργίας τους ανέβηκε στο 4% από 3,7% το Μάρτη. Αυτό είναι το μισό του ποσοστού των μαύρων, που έπεσε ελάχιστα.

Ιδιαίτερα, οι σπουδαστές κολεγίων που πίστευαν ότι μετά την αποφοίτησή τους θα εξασφάλιζαν θέσεις σε τράπεζες, σε εταιρίες ή σε υψηλής τεχνολογίας επιχειρήσεις, τώρα παίρνουν τηλεφωνήματα και επιστολές από τους υποτιθέμενους εργοδότες τους, που τους λένε πως θ' αρχίσουν δουλιά αργότερα ή, σε ορισμένες περιπτώσεις ποτέ. Πολλοί σπουδαστές είχαν το περασμένο φθινόπωρο συνεντεύξεις, αποδεχόμενοι δουλιές, που θα άρχιζαν αργότερα το φετινό χρόνο. Αλλά στους ενδιάμεσους μήνες η βραδυκίνητη οικονομία έκαμε κάποιες εταιρίες να μειώσουν ή ακόμα και να ακυρώσουν προσλήψεις, αφήνοντας τους σπουδαστές έξω στο κρύο.

Σύμφωνα με άλλα στοιχεία, τα τριμηνιαία κέρδη των αμερικανικών εταιριών είχαν τη μεγαλύτερη πτώση μέσα στα τελευταία 10 χρόνια, καθώς καταναλωτές και επιχειρήσεις περιέκοψαν τα έξοδά τους και η οικονομία άρχισε να βραδυπορεί. Πολλοί επενδυτές και αναλυτές προβλέπουν μάλιστα πτώση και στα ετήσια κέρδη, «θα υπάρξουν πολύ λίγα σήματα ανάκαμψης στο δεύτερο μισό αυτού του χρόνου», είπε ο Χένρι Καβάνα, ανώτατο στέλεχος του τραπεζιτικού συγκροτήματος Τζ. Π. Μόργκαν, που το κεφάλαιό του ανέρχεται στα 608 δισεκατομμύρια δολάρια, προσθέτοντας: «Η οικονομική αυτή επιβράδυνση θα είναι διαρκέστερη».

Η επιβράδυνση αυτή είχε αρχίσει στο δεύτερο εξάμηνο του περασμένου χρόνου και συνεχίζεται, εντείνοντας τώρα τους φόβους για ύφεση. Ακόμα και αναλυτές της Ουόλ Στριτ της Νέας Υόρκης, όπου εδρεύει το μεγάλο χρηματιστηριακό κεφάλαιο, είχαν αρχίσει να εκφράζουν την απαισιοδοξία τους μέσα στα περασμένα δύο τρίμηνα. Τώρα αναμένουν, ότι τα κέρδη θα μειωθούν κατά 11% στο δεύτερο τρίμηνο και κατά 2,3% στο τρίτο.

Μέσα σ' αυτές τις σκληρές συνθήκες για τον εργαζόμενο λαό, που χειροτερεύουν μετά την άνοδο στην εξουσία των ρεπουμπλικάνων, το χρέος του συνδικαλιστικού κινήματος για την αντιμετώπισή τους γίνεται επιτακτικότερο σήμερα. Είναι γνωστό, ότι η εργατική συνομοσπονδία AFL-CIO κινητοποιήθηκε ενεργά το 2000, υποστηρίζοντας για το προεδρικό αξίωμα τον υποψήφιο των δημοκρατικών, Ελ Γκορ.

Οπως ανέφερε πρόσφατα ο Ρίτσαρντ Χερντ, καθηγητής των εργατικών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης: «Ολοφάνερα, η εκλογή του Μπους δημιουργεί ένα σημαντικά αρνητικό περιβάλλον για τα συνδικάτα. Αυτά κατέβαλαν τεράστια προσπάθεια στην καμπάνια του Ελ Γκορ και ήταν ίσως πιο αποτελεσματικά από ό,τι υπήρξαν ποτέ στο πολιτικό θέμα. Αλλά τώρα το εργατικό κίνημα θα μπορούσε να τιμωρηθεί γι' αυτό. Η αποτελεσματικότητά τους ανέβασε και την οργή των πολιτικών αντιπάλων τους».

Ομως, παρά τις πολιτικές αντιστροφές, οι συνδικαλιστές ηγέτες λεν, ότι είναι αποφασισμένοι να περάσουν στην επίθεση πάνω σε πολλά θέματα. Πολλοί αξιωματούχοι των συνδικάτων επιμένουν πως αυτό το κίνημα είναι ισχυρότερο σήμερα από ό,τι πριν πέντε χρόνια, όταν το κίνημά τους φαινόταν άφωνο και ξεδοντιασμένο και παρά το ότι σήμερα η δύναμή του είναι μόνο το 13,5% της εργατικής τάξης, έναντι 35% στη δεκαετία του 1950.

Σχετικά μ' αυτό, ο πρόεδρος της AFL-CIO, Τζον Σουίνι, βεβαιώνοντας ότι ο πιο σημαντικός απώτερος στόχος του συνδικαλιστικού κινήματος είναι το δυνάμωμα των γραμμών του, προτρέπει τα 66 συνδικάτα της συνομοσπονδίας να οργανώνουν ένα εκατομμύριο εργάτες το χρόνο. Σε σύγκριση, πέρσι οργανώθηκαν λιγότεροι από 400.000 εργάτες και επίσης λιγότεροι από 100.000 το 1995, όταν ο Σουίνι έγινε πρόεδρος της συνομοσπονδίας.

Οπως γράφτηκε ήδη, ανάμεσα στους ηγέτες της AFL-CIO επικρατεί η αίσθηση, ότι η μοίρα του εργατικού κινήματος εξαρτάται από αυτούς και όχι από το ποιος ελέγχει το Λευκό Οίκο ή το Κογκρέσο.


Χρ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ