Η σημαντικότερη στρατηγική πρόκληση είναι αν η Δύση μπορεί να καταλήξει σε μια κοινή στρατηγική απέναντι σε άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, σύμφωνα με την έκθεση
Eurokinissi |
«Νταβός» της Ασφάλειας χαρακτηρίζεται η ετήσια Διάσκεψη του Μονάχου |
Κάτω από τον χαρακτηριστικό τίτλο «Westlessness», η έκθεση της 56ης Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου, που πραγματοποιείται στις 14 - 16 Φλεβάρη, επικεντρώνεται φέτος στην αλλαγή των παγκόσμιων «ισορροπιών» αλλά και στις εντεινόμενες αντιθέσεις μέσα στη Δύση, δηλαδή στον ευρωατλαντικό άξονα, κάνοντας μάλιστα λόγο για μια «φθορά της Δύσης». Οπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος αναμένονται στο Μόναχο - που θεωρείται το «Νταβός» της Ασφάλειας και της Εξωτερικής Πολιτικής - χιλιάδες επικεφαλής κρατών και κυβερνήσεων, υπουργοί Εξωτερικών και Αμυνας από περισσότερες από 40 χώρες, εκπρόσωποι επιχειρήσεων, ιμπεριαλιστικών οργανισμών και «δεξαμενών σκέψης».
Μεταξύ των συμμετεχόντων θα είναι ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, ο πρωθυπουργός του Καναδά, Τζάστιν Τριντό, οι ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο, της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ, της Κίνας Γουάνγκ Γι, του Ιράν Μοχάμαντ Ζαφάντ Ζαρίφ, της Ιαπωνίας Τοσιμίτσου Μοτέγκι και της Ινδίας Σουμπραχμανγιάμ Γιαϊσανκάρ, οι Αμερικανοί υπουργοί Αμυνας και Ενέργειας, Μαρκ Εσπερ και Νταν Μπρουιγιέτ, η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ο γγ του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, αλλά και ο επικεφαλής του «Facebook», Μαρκ Ζάκερμπεργκ. Από την ελληνική κυβέρνηση θα συμμετάσχει ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας.
Ενώ στην περσινή έκθεση Ασφαλείας δινόταν βάρος στις «μεσαίες» και «ανερχόμενες δυνάμεις», η έκθεση του 2020 εξετάζει ιδιαίτερα τους «μεγάλους παίκτες», τις ΗΠΑ, την Ευρώπη, την Κίνα και τη Ρωσία, υπογραμμίζοντας πως σήμερα «η Δύση αμφισβητείται τόσο από μέσα όσο και από έξω», δηλαδή από αντικρουόμενα συμφέροντα μέσα στην ευρωατλαντική συμμαχία, που όλο και πιο δύσκολα συμβιβάζονται, όσο και από άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
«Γινόμαστε μάρτυρες της φθοράς της "Δύσης" ως μιας σχετικά συνεκτικής γεωπολιτικής διαμόρφωσης», κάτι που σύμφωνα με τους διοργανωτές της Διάσκεψης (πρόκειται για γερμανική ματιά στην εξωτερική πολιτική) είχε αρχίσει να διαφαίνεται και τα προηγούμενα χρόνια. «Στο παρελθόν, η Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου αναφερόταν συχνά ως ένα είδος "οικογενειακής επανένωσης" της Δύσης. Κρίνοντας από την περσινή Διάσκεψη, η Δύση έχει πράγματι σοβαρό πρόβλημα», τονίζεται.
«Αυτές οι ρωγμές έγιναν ολοφάνερες (πέρσι), όταν η καγκελάριος, Αγκελα Μέρκελ, και ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Μάικ Πενς, πήραν το λόγο δίνοντας διαφορετικές απαντήσεις στις βασικές προκλήσεις - από το μέλλον της συμφωνίας για το Ιράν, τον αγωγό φυσικού αερίου "Nord Stream 2", έως τις αμυντικές δαπάνες των κρατών του ΝΑΤΟ και τις διατλαντικές εμπορικές ανισορροπίες», προστίθεται.
Η έννοια «Westlessness» - σημειώνει η έκθεση - δεν αντικατοπτρίζεται μόνο στις εσωτερικές τάσεις σύγκρουσης, αλλά και στους διεθνείς οργανισμούς, όπως το ΝΑΤΟ, η ΕΕ, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), ο ΟΗΕ. Ολα αυτά έχουν οδηγήσει την ΕΕ να επιδιώκει να γίνει «παγκόσμιος γεωπολιτικός παίκτης» και να ενισχύσει τη στρατιωτική της «παρουσία» σε διάφορες γωνιές του κόσμου.
«Ωστόσο, η βασική πρόκληση θα είναι να συμφωνηθεί μια κοινή διατλαντική ή ευρύτερη δυτική προσέγγιση, όπως αποδεικνύουν οι συνεχιζόμενες δυσκολίες στην αντιμετώπιση της Ρωσίας, της Κίνας ή του Ιράν», υπογραμμίζει η έκθεση.
Ως προς τη Ρωσία η Διάσκεψη παρατηρεί πως υπάρχει σκεπτικισμός από πολλά ευρωπαϊκά κράτη για το κατά πόσο «μια εντατική αντιπαράθεση με τη Ρωσία είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης», ενώ άλλοι Ευρωπαίοι υποστηρίζουν πως «ακόμη κι αν η Ρωσία δεν μπορεί να είναι αξιόπιστος πολιτικός εταίρος προς το παρόν, μια σταθερή οικονομική συνεργασία με τη Ρωσία είναι δυνατή και επιθυμητή».
Απέναντι στην Κίνα παρατηρούνται - σύμφωνα με την έκθεση - μια συνειδητοποίηση του «ηγεμονικού της ρόλου» στον κόσμο και ότι «οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν αρχίσει να αλλάζουν τη ρητορική τους». «Τον Δεκέμβρη στο Λονδίνο, το ΝΑΤΟ, για πρώτη φορά, ανέφερε την ανάγκη να αντιμετωπιστούν από κοινού η "αυξανόμενη επιρροή και οι διεθνείς πολιτικές της Κίνας"», υπενθυμίζει η έκθεση της Διάσκεψης. Πάντως, συνεχίζει, «η Ευρώπη ίσως αναγκαστεί να κάνει μια επιλογή, δεδομένου ότι δεν θα είναι πλέον δυνατό να είναι ένας πλήρης σύμμαχος των ΗΠΑ, ενώ συμμετέχει σε μια εκτεταμένη οικονομική συνεργασία με την Κίνα».
Επίσης επισημαίνονται η έλλειψη κοινής «δυτικής» στρατηγικής απέναντι στο Ιράν και ο κίνδυνος μιας ανοιχτής στρατιωτικής σύγκρουσης στον Κόλπο.
Στην έκθεση αναφέρονται δέκα βασικές συγκρούσεις που θα απασχολήσουν το 2020: Αφγανιστάν, Υεμένη, Αιθιοπία, Μπουρκίνα Φάσο, Λιβύη, ΗΠΑ - Ισραήλ - Ιράν στον Περσικό Κόλπο, ΗΠΑ και Βόρεια Κορέα, Κασμίρ, Βενεζουέλα, Ουκρανία.
Η έκθεση χωρίζεται ακόμη σε κεφάλαια για τις εξελίξεις σε βασικές περιοχές του κόσμου, από τη Μεσόγειο έως τη Μέση Ανατολή και τη Νότια Ασία, καθώς και για ευρύτερα ζητήματα ασφάλειας από το Διάστημα και το Κλίμα έως τον «δεξιό εξτρεμισμό» και την τεχνολογία.
«Οι υποσχέσεις της ΝΔ καταρρέουν», «είπαν ψέματα για να κερδίσουν την εξουσία», «δεν πρόκειται για το πρόγραμμα που ο Κυρ. Μητσοτάκης παρουσίασε προεκλογικά, αλλά για ένα άλλο πρόγραμμα», «η κυβέρνηση έχει αναγκαστεί να υπαναχωρήσει σχεδόν σε ό,τι έχει υποσχεθεί προεκλογικά»... Αυτοί είναι οι άξονες της «κριτικής» που κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική της ΝΔ, οι οποίοι αναλύονται εκτενώς και στις σελίδες της κυριακάτικης «Αυγής».
Πρόκειται για την ...«προγραμματική αντιπολίτευση» του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιλαϊκή πολιτική της ΝΔ, την οποία καλεί να υλοποιήσει τις προεκλογικές της δεσμεύσεις! Σαν λεπτομέρεια να θυμίσουμε ότι προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήριζε «αρμαγεδδώνα» το πρόγραμμα της ΝΔ, για το οποίο σήμερα την κατηγορεί ότι δεν εφαρμόζει... Κι όχι μόνο αυτό αλλά απευθύνει κάλεσμα «να μιλήσει η κοινωνία», να ...νοσταλγήσει δηλαδή ο λαός και να υπερασπιστεί την κατάσταση που ο ίδιος παρέδωσε στη ΝΔ σε όλους τους τομείς, πάνω στην οποία η κυβέρνηση «χτίζει» σήμερα την κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης.
Ας δούμε όμως τι καταλογίζει ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, δικαιολογώντας απόλυτα τον τίτλο του «Υπουργείου Αντιπολίτευσης»:
Η συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ στο ξεδίπλωμα της αντιλαϊκής πολιτικής δεν έχει να κάνει μόνο με το τι παρέδωσε ο ίδιος στη ΝΔ ούτε μόνο με τη μοιρολατρία και την απογοήτευση που έσπειρε σε πλατιά λαϊκά στρώματα, κατοχυρώνοντας ως «μονόδρομο» δήθεν την πολιτική που τσακίζει δικαιώματα και ανάγκες, στο όνομα της ανάπτυξης για το κεφάλαιο. Κυρίως, έχει να κάνει με τη στήριξη που προσφέρει σήμερα στη στρατηγική του κεφαλαίου, ανταγωνιζόμενος την κυβέρνηση της ΝΔ στα «σημεία». Με αυτήν την πολιτική, σε όλες τις εκδοχές της, έχει να αναμετρηθεί ο λαός, διεκδικώντας σύγχρονους όρους δουλειάς και ζωής με βάση τις ανάγκες του, κοιτώντας μπροστά και παλεύοντας για ριζική ανατροπή όσων εμποδίζουν σήμερα την ικανοποίησή τους.