Eurokinissi |
Την ίδια ώρα, στο κεντρικό πλάνο προβάλλουν η επιβράδυνση και η «κόπωση» της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη και συνολικά στην ΕΕ σε μια εξέλιξη που αναμένεται να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο τόσο στις γενικές όσο και στις ειδικές ανά χώρα συστάσεις, που θα απευθύνει στη συνέχεια η Κομισιόν, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Βέβαια, στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, θα υπάρχουν και περαιτέρω «εξειδικεύσεις» με την έκθεση «ενισχυμένης εποπτείας» η δημοσιοποίηση της οποίας αναμένεται προς τα τέλη Νοέμβρη.
Σε αυτό το πλαίσιο, κυβέρνηση και ευρωπαϊκοί «θεσμοί» εξετάζουν σχέδια μείωσης του στόχου (σήμερα 3,5% του ΑΕΠ) για τα «πρωτογενή πλεονάσματα», έτσι ώστε να διασφαλιστεί πρόσθετος «δημοσιονομικός χώρος» για παρεμβάσεις τόνωσης της ανταγωνιστικότητας των εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων.
Λόγος γίνεται για «αλλαγή» της στοχοθεσίας στον κρατικό προϋπολογισμό του 2020 μέσω της επιστροφής κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών (αφορά κέρδη από «ακούρευτα» ελληνικά κρατικά ομόλογα). Τα εν λόγω έσοδα για την ώρα δεν συνυπολογίζονται στη μάζα των πλεονασμάτων, ωστόσο συζητείται η ενσωμάτωσή τους στα έσοδα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) από το 2020 και βέβαια ο συνυπολογισμός τους στο ύψος των πλεονασμάτων των κρατικών προϋπολογισμών. Πρόκειται για ποσά της τάξης του 1,2 δισ. ευρώ (0,6% του ΑΕΠ), σε μια εξέλιξη που θα σηματοδοτούσε την έμμεση μείωση του στόχου για τα πλεονάσματα στην περιοχή του 2,9% του ΑΕΠ. Παράλληλα, μέσω του ΠΔΕ διασφαλίζεται πρόσθετος «δημοσιονομικός χώρος», ύψους 1,2 δισ. σε ετήσια βάση.
Πέρα από τη διόγκωση του «εθνικού σκέλους του ΠΔΕ», μέσω του οποίου (μαζί με τα κονδύλια του ΕΣΠΑ) επιδοτούνται επενδύσεις επιχειρηματικών ομίλων, η κυβέρνηση ΝΔ ιεραρχεί ως πρώτο ζήτημα τη μείωση των φορολογικών συντελεστών στις επιχειρήσεις και μάλιστα ξεκινώντας από τα κέρδη του 2019, με αντίστοιχες απώλειες στα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού του 2020.
Συγκεκριμένα, με φορολογικό νομοσχέδιο προωθούνται:
Την ίδια ώρα, μετά το όργιο φοροληστείας απέναντι στο λαϊκό εισόδημα η κυβέρνηση αναμένεται να εξαγγείλει - πιθανόν αύριο στη ΔΕΘ - τη μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή, από το 22% σήμερα, στο 9%, για εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ, ενώ παραμένει «ασαφές» το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής του.
Στην περίπτωση εφαρμογής της συγκεκριμένης εξαγγελίας η «ελάφρυνση» ενός μισθωτού ή συνταξιούχου (χωρίς προστατευόμενα παιδιά) με ετήσιο εισόδημα στα 9.500 ευρώ - και με τη διατήρηση του σημερινού αφορολόγητου ορίου - θα διαμορφωθεί σε περίπου 110 ευρώ, ή περίπου 9 ευρώ το μήνα. Για ετήσιο εισόδημα στα 9.000 ευρώ, το «όφελος» συμπιέζεται στα 47 ευρώ, ή 3,9 ευρώ το μήνα...
Με δυο λόγια, το ύψος της φοροληστείας ουσιαστικά παραμένει αμετάβλητο ακόμα και σε σχέση με τα επίπεδα του 2015, καθώς από το 2016 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στην κατακρεούργηση του αφορολόγητου ορίου, σε συνέχεια βέβαια αντίστοιχων παρεμβάσεων των προκατόχων της.
Ειδικότερα, από το 2016 το γενικό αφορολόγητο όριο συμπιέστηκε στα 8.636 ευρώ, από 9.545 ευρώ που ήταν το 2015. Σε αυτό το πλαίσιο και σε συνδυασμό με τη φοροληστεία που συντελείται μέσω της φορολογικής κλίμακας, σε εισοδήματα 10.000 ευρώ το χρόνο ο φόρος φτάνει σήμερα στα 300 ευρώ, έναντι 100 ευρώ το 2015, επιβάλλεται δηλαδή τριπλάσιος φόρος.
Εξάλλου, οι όποιες παρεμβάσεις δεν αλλάζουν το βασικό, ότι δηλαδή ο λαός θα συνεχίσει να επωμίζεται πάνω από το 90% των άμεσων και έμμεσων φόρων, όπως π.χ. φαίνεται και στα μεγέθη του φετινού κρατικού προϋπολογισμού, μεταξύ των οποίων σε ένα σύνολο φόρων ύψους 51,1 δισ. ευρώ, μόλις 4,42 δισ. εμφανίζονται στο «φόρο εισοδήματος από νομικά πρόσωπα», δηλαδή από κάθε είδους εταιρείες.
Παράλληλα, στα σκαριά - σύμφωνα με πληροφορίες - βρίσκεται η νέα κυβερνητική παρέμβαση πάνω στον τρόπο «υπολογισμού» του - ήδη διαλυμένου - αφορολόγητου ορίου. Σε αυτό το πλαίσιο, προωθείται διάταξη για την αύξηση του ελάχιστου ποσοστού της ετήσιας δαπάνης για κατανάλωση με «πλαστικό χρήμα», προκειμένου να κατοχυρωθεί το αφορολόγητο. Τα ποσοστά αυτά διαμορφώνονται σήμερα στο 10% για εισόδημα έως 10.000 ευρώ, 15% για εισόδημα από 10.000 έως 20.000 και 20% για εισόδημα πάνω 20.000 ευρώ, ενώ ήδη εξετάζεται η αύξηση κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες.
Σε κάθε περίπτωση, το ακάλυπτο ποσό που προβλέπεται για τις αποδείξεις λιανικής με «πλαστικό χρήμα» θα χαρατσώνεται με τον συντελεστή του πρώτου κλιμακίου της φορολογικής κλίμακας.